Η καμπάνα χτύπησε πένθιμα. Ο Αχιλλέας ίσιωσε τη μαύρη γραβάτα του και έκανε τον σταυρό του πριν μπει στην εκκλησία. Ήταν κοντά στα 35. Κανονικό ύψος, κανονικά κιλά, συνηθισμένα χαρακτηριστικά. Χωρίς τίποτα ιδιαίτερο, αλλά για την Αφροδίτη ήταν όλος της ο κόσμος.
Τον ξεχώρισε ένα καλοκαιρινό απόγευμα που έπιασε βάρδια στην καφετέρια που δούλευε, πριν καν βάλει την ποδιά της. Πέρασε από δίπλα του και κεραυνοβολήθηκε. Το ίδιο έπαθε και εκείνος βέβαια και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Η Αφροδίτη ήταν όπως πάντα περιποιημένη, με διακριτικό μακιγιάζ και τα καστανά μαλλιά της πιασμένα σε μια μακριά αλογοουρά. Λίγες ώρες μετά, ο Αχιλλέας πλησίασε να πληρώσει και της άφησε την επαγγελματική του κάρτα. Το λογιστικό του γραφείο ήταν μερικά μέτρα μακριά από την καφετέρια, η οποία έγινε το νέο του στέκι.
Στον επόμενο χρόνο βγήκαν αρκετά ραντεβού, σε εστιατόρια, μουσεία, σινεμά, στην εξοχή και ανακάλυψαν ότι εκτός από κοινά ενδιαφέροντα, πήγαιναν και στο ίδιο γυμνάσιο. Ο Αχιλλέας, δύο χρόνια μεγαλύτερός της, ήξερε από τότε ότι ήθελε να γίνει λογιστής και τίποτα άλλο. Και παρόλο που η τεχνολογία μείωνε όλο και περισσότερο την δουλειά του, δεν σκεφτόταν καν να κλείσει το γραφείο ή να αναζητήσει άλλη εργασία. Η Αφροδίτη από την άλλη, δεν εξάσκησε ποτέ την γεωπονική. Από τον πρώτο χρόνο κιόλας αγανάκτησε και στράφηκε σε περιστασιακές εργασίες.
Δυο χρόνια μετά, ήρθε η πρόταση γάμου σε ένα ρομαντικό σκηνικό στην παραλία. Ο ουρανός άστραφτε από τα πυροτεχνήματα όταν της φόρεσε το δαχτυλίδι και της ζήτησε να γίνει γυναίκα του, αλλά και να γνωρίσει για πρώτη φορά την αδυναμία του. Τα αυτοκίνητα αντίκες. Με το «ναι» της, εκείνος θεώρησε ότι αποδέχτηκε και τα δύο.
Το περιβόητο γκαράζ άνοιξε για πρώτη φορά μπροστά της. Το καθημερινό του αυτοκίνητο ήταν πάντα παρκαρισμένο στον δρόμο.
«Ώστε γι’ αυτό τόση μυστικοπάθεια;» τον ρώτησε όταν αντίκρισε την πανέμορφη ασημί Κάντιλακ του ’75. Ακόμα και τότε δεν κατάλαβε την σημασία που είχε για τον Αχιλλέα.
«Θα την έχω ετοιμάσει ως τον γάμο», είπε φουσκώνοντας από περηφάνια και εκείνη έγειρε στοργικά στον ώμο του.
Οι ετοιμασίες ξεκίνησαν αμέσως. Η Αφροδίτη ανέλαβε όλες τις λεπτομέρειες, έκλεισε την εκκλησία, το τραπέζι, το νυφικό και το κοστούμι του Αχιλλέα. Εκείνος ανέλαβε μόνο το αυτοκίνητο. Εκείνη βρήκε το σπίτι που νοίκιασαν στο κέντρο. Τον είδε να μεταφέρει κούτες για μια δυο ώρες και μετά έφυγε ξανά για το γκαράζ. Τα υπόλοιπα ανέλαβε εκείνη, φίλοι και συγγενείς. Παράλληλα, η Αφροδίτη βρήκε και δεύτερη πρωινή δουλειά «προσωρινά», όπως συμφώνησαν.
«Δεν σκέφτεσαι να κάνεις κάτι με το γραφείο;» τον ρώτησε μια φορά που έφευγαν από το σούπερ μάρκετ, αγοράζοντας πολύ λιγότερα από όσα χρειάζονταν. «Με τέτοιες τιμές, με το ενοίκιο…», γκρίνιαξε, ενώ σήκωνε μόνο δύο τσάντες τρόφιμα για ολόκληρο το μήνα.
«Μπα… Μετά δεν θα έχω τόσο χρόνο».
Ο χρόνος του ήταν πλέον αποκλειστικά για την περιβόητη Κάντιλακ μιας και με αφορμή τον επικείμενο γάμο, ακύρωνε μέχρι και τις εξόδους τους. Της υποσχέθηκε πολλές φορές ότι ήταν προσωρινό. Η προσοχή του θα μοιραζόταν ξανά μετά τον γάμο.
«Θα μοιραζόταν λες. Πιστεύεις να θέλω να σε μοιράζομαι; Δεν θα πρέπει να αλλάξουν οι συνήθειές μας; Θα κάνουμε οικογένεια αύριο, μεθαύριο. Δεν θα πρέπει να αλλάξουν οι προτεραιότητές μας; Δεν θέλω την μισή σου αγάπη, δεν θέλω να έχεις τέτοιο πάθος για κάτι άλλο. Θα είμαι γυναίκα σου και μητέρα των παιδιών σου. Θέλω εγώ να είμαι η αδυναμία σου».
«Μην ανησυχείς», την καθησύχασε αλλά μάταια. Κάτι δεν της κόλλαγε.
«Έχω ήδη γίνει χίλια κομμάτια, γάμος, δυο δουλειές, ενοίκιο όλα πάνω μου. Μόνη μου. Κουράστηκα!» γκρίνιαξε ξανά. Και σιχαινόταν τον εαυτό της όταν το έκανε.
«Τι θέλεις; Να διαλέξω;» γούρλωσε τα μάτια και μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. «Βλέπω πόσα κάνεις για εμάς. Αποφασίζω λοιπόν να πουλήσω το αμάξι και θα πληρώσω εγώ τα επόμενα ενοίκια». Φυσικά εννοούσε το καθημερινό αμάξι.
Λίγο πριν το γάμο και το άγχος της χτύπησε κόκκινο. Πόσο να βοηθήσουν οι φίλες και οι οικογένειες; Άρχισε να ξεχνάει, να σταματάει το μυαλό της. Η κούραση αβάσταχτη πια. Έπρεπε το ζευγάρι να παίρνει τις τελικές αποφάσεις και να κλείνει τις τελευταίες λεπτομέρειες. Έστω ένας από τους δύο και αυτή ήταν η Αφροδίτη. Πλέον δεν την κρατούσαν τα πόδια της και ήταν άυπνη για τρίτη μέρα στη σειρά.
«Παιδί μου, εσύ τρέμεις, βγάλε τες μην πέσεις!», την έπιασε η φίλη της από το χέρι. Ούτε δύο βήματα δεν πρόλαβε να κάνει μέσα στο κατάστημα με τις νυφικές της γόβες και έχασε την ισορροπία της.
«Πρώτη φορά νιώθω τόσο εξαντλημένη, βρε Κατερίνα. Μυαλό και σώμα. Νομίζω ότι τρελάθηκα!».
«Μήπως να σε δει ένας γιατρός, να πάρεις τίποτα βιταμίνες; Και το χρώμα σου δεν είναι καλό…», της πρότεινε και την βοήθησε να βάλει τα αθλητικά της.
«Πότε να πάω, που σε δυο μέρες είναι ο γάμος; Ρεπό δεν πήρα κανένα μην χάσω το μεροκάματο», έκλεισε το πρόσωπο στα χέρια της και έκλαψε σιωπηλά, γιατί εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε αυτή τη ζωή. Δεν της άξιζε σαν γυναίκα.
«Θα περάσει Αφροδίτη μου! Τι λες;»
«Λέω ότι έχασα μερικά χρόνια, αλλά δεν θα χάσω και την ζωή μου», είπε και προσπάθησε να ανασηκωθεί.
«Έλα να πάμε μαζί σε ένα γιατρό, περίμενε μόνο να κάνω ένα γρήγορο τηλέφωνο στον δικό μου».
Μέχρι να επιστρέψει, η Αφροδίτη είχε φύγει. Έβαλε μπροστά το αμάξι και σκεφτόταν πού να πάει. Δεν ήθελε να δει τον Αχιλλέα, ούτε τους γονείς τώρα. Ίσως να έκανε κάπου μια στάση να φάει. Δεν θυμόταν αν έφαγε σήμερα ή χτες. Δεν θυμόταν αν ήπιε νερό. Το στόμα της είχε κολλήσει από τη δίψα και η κούραση είχε καταβάλει όλο της το σώμα. Η στεναχώρια μαύρισε την ψυχή της. Τα μάτια της άρχισαν να κλείνουν.
«Ας πάω πρώτα στο γιατρό…», σκέφτηκε πριν την πάρει ο ύπνος στο τιμόνι.
Ο Αχιλλέας έφτασε στην κηδεία με την περιβόητη ασημί Κάντιλακ, την μόνη που του απέμεινε. Αυτό που ήταν πραγματικά σημαντικό το έχασε για πάντα, γιατί δεν το εκτίμησε ποτέ.
C.C.