Δεν έπρεπε να μπλέξει το ήξερε! Εκείνο το φορτίο στη Μ.Ανατολή δεν ήταν νόμιμο, του το είχαν πει εξ’ αρχής το γνώριζε! «Μα είναι καλά τα χρήματα, να πάρει, διάολε!», τα ήθελε να αγοράσει κτήματα, να ξεκινήσει τα δικά του αμπέλια εκεί στην ξενιτιά με την Αννιώ του, δεν θα ξαναμπάρκαρε. «Υπομονή, το τελευταίο ταξίδι» έλεγε στον εαυτό του και μετά θα επέστρεφε στην γυναίκα του, στις φροντίδες και την αγάπη τους! Είχε κάνει λάθη στα ταξίδια του, είχε γνωρίσει και γυναίκες, αλλά σαν την Αννιώ καμία. Του είχε λείψει το χιονάτο κατάλευκο δέρμα, τα μακριά αερικά μαλλιά, τα μπλε σκούρα μάτια της, που μέσα τους χανόταν σαν παιδαρέλι, όπως όταν την αντίκρυσε πρώτη φορά, τότε που είπε μέσα του «την θέλω αυτή την γυναίκα». Δεν ήξερε τίποτα για εκείνη, παρά μόνο πως ήρθε στον τόπο τους χωρίς να έχει κανένα εν ζωή, ορφανή εγκαταστάθηκε σε ένα καλύβι που της είχε αφήσει μια μακρινή θεία της και κάθε φορά που ρώταγε λεπτομέρειες, ο Μανώλης, εκείνη συννέφιαζε και έριχνε αλλού το βλέμμα. «Στεναχωριέται» σκεφτόταν ο Μανώλης, «ορφανή τι θα έχει περάσει άραγε»! Είχε μια απροσδιόριστη σκοτεινιά στα μάτια της και όταν εκείνη μελαγχολούσε, τότε ο Μανώλης την έκανε να γελά, να ξεχνιέται. Της έλεγε ιστορίες και εκείνη σαν παιδί ρουφούσε κάθε λέξη του, άνοιγαν διάπλατα τα μάτια της, ζητούσε να μάθει την συνέχεια! Την ξάφνιαζε πάντα ευχάριστα, με κωμικοτραγικό τέλος οι ιστορίες του, να την βλέπει να γελά και τίποτα στον κόσμο! «Δεν έπρεπε να μπλέξω, θα ήμουν με την Αννιώ, κανείς δεν θα την έπαιρνε από εμένα. Πού να είναι τώρα; Θα είναι ζωντανή; Πού βρίσκεσαι καρδιά μου;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε την ψυχή του.
Του έφτιαξε τσάι του βουνού και μια κουταλιά μέλι, να γιατρέψει τα μέσα του ήθελε η μάνα! Μα πώς; Πώς να την συγχωρήσει τόσο σκληρή που ήταν μαζί του; Τον έδιωξε με την συμπεριφορά της, τον αποκάρδιωσε με την συνεχόμενη άρνησή της, τον αποτελείωσε με την μη αποδοχή της Αννιώς! Τώρα πώς να το γιατρέψει όλο αυτό, πώς να σώσει το παιδί της από την απελπισία; Τα ήξερε όλα για αυτήν! Από την αρχή που την είδε την αναγνώρισε! Το παρουσιαστικό της ήταν μοναδικό, το επιβεβαίωσε και μετά που την έψαξε, χωρίς να ξέρει ο Μανώλης. «Άκου λέει ορφανή! Την έταξε ο κύρης της στον αγροίκο, στην διώρυγα του Σουέζ σταμάτησαν να φορτώσουν τέσσερις ημέρες, τα βράδια έπαιζαν ζάρια, χασούρα είχε μεγάλη και είπε όλα για όλα παίζω και την κόρη μου» να ποια είναι η Αννιώ από πού κρατάει η σκούφια της!
Όταν ξεμέθυσε και κατάλαβε τι έκανε ο πατέρας, έστειλε τηλεγράφημα να φύγει η Αννιώ από το σπίτι, να εξαφανιστεί, να μην επιστρέψει ποτέ πια, να γλιτώσει, μόλις έπιαναν λιμάνι θα ερχόταν στο σπίτι να την πάρει ο Alejandro. Προσπάθησε να τον πείσει, να του αλλάξει γνώμη, θα του έδινε χρήματα, θα πουλούσε το σπίτι του, αρκεί να γλιτώσει η Αννιώ. Ανένδοτος ο Alejandro. Την είδε σε μια φωτογραφία μέσα στην βαλίτσα του πατέρα της, την ήθελε! Πού θα έβρισκε ξανά λευκή γυναίκα δική του; Είχε σχέδια! Πρώτα εκείνος και μετά θα του έφερνε χρήματα. Ουρά θα έκαναν για εκείνη στην πατρίδα του. Παράδες θα πλήρωναν να κοιμηθούν με μια λευκή σαν το χιονιά, δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο πλάσμα! Ή ίσως να την πούλαγε και στον άρχοντα! Θα ζητούσε το βάρος της σε χρυσάφι. Ναι, αυτό θα έκανε! Αλλά πρώτα εκείνος θα γευόταν την σάρκα της. Πόσο την λαχταρούσε! Μα η Αννιώ πρόλαβε και έφυγε, όλο το βράδυ περπατούσε, μέχρι το ξημέρωμα που βρήκε ένα εγκαταλειμμένο καλύβι και μπήκε να ξαποστάσει. Εκεί την είδε πρώτη φορά ο Μανώλης, το πρωί που πέρασε να πάει στα αμπέλια. Ερωτεύτηκαν, δεν το ήθελε, μα της άρεσε τόσο πολύ! Ήθελε να του μιλήσει, μα τι να του πει, πώς να τον αφήσει, να τρέξει μακριά; Και πού να πάει; «Ας είναι, θα μείνω και ό,τι γίνει. Είμαι πολύ μακριά από το πατρικό μου, κανείς δεν ξέρει που είμαι».
Μήνες αργότερα, μαθεύτηκε πως ένας ξένος ρωτούσε στον τόπο τους για μια λευκή γυναίκα σαν το χιόνι, την γυναίκα του έλεγε και εκείνη μόλις το έμαθε χιλιοπαρακάλεσε την πεθερά της να την σώσει! Ευτυχώς ο Μανώλης έλειπε στα αμπέλια μια εβδομάδα, δεν είχε ακούσει τίποτα. «Σώσε με σε παρακαλώ μην με βρει!» με λυγμούς είχε πιάσει το χέρι της γριάς και έκλαιγε. Και η γριά την βοήθησε! «Θα πείσεις τον άνδρα σου να φύγετε, θα κάνω και εγώ παραξενιές παραπάνω και έτσι δεν θα σου χαλάσει το χατίρι. Θα πάτε μακριά σε ξένη χώρα, και όταν φτάσετε με το καλό, θα μου στείλεις πού είσαι, αν συμβεί οτιδήποτε να προλάβω να σε ενημερώσω. Το κατάλαβες Αννιώ; Τώρα φεύγεις πας στα αμπέλια!».
«Ναι αρχόντισσα, ναι, θα κάνω ότι μου πεις!»
«Να προσέχεις τον γιο μου θέλω, αυτό μόνο…»
Και έτσι έφυγαν ο Μανώλης και η Αννιώ. Έκανε πέτρα την καρδιά η μάνα, να σώσει τα παιδιά της. Αφού την αγάπαγε και την ήθελε ο γιος της, μαζί της ήταν η μοίρα του. Εκείνη μόνο να προλάβαινε!
Ηρέμησαν και ρίζωσαν στον νέο τόπο, της έγραφε συνέχεια η Αννιώ, δίχως να ξέρει ο Μανώλης. Της είχε κακιώσει, τι να του πει πως κυνηγούσαν την γυναίκα του; Ικανό τον είχε αν μάθαινε, να ψάξει πρώτος τον Alejandro.
«Όχι όχι, καλύτερα να μην γνωρίζει, καλύτερα έτσι!». Μα αλίμονο, πού να ήξερε πως πρώτα θα έβρισκε εκείνη ο Alejandro. Την χτύπησε να μάθει πού είναι, πού κρύβεται η νύφη της. Τίποτα δεν είπε η καημένη, μα την πρόδωσαν τα γράμματα της Αννιώς. Τα βρήκε ο σκύλος, ο άτιμος και έβαλε πλώρη να την πάρει. Έπεσε στο κρεβάτι η αρχόντισσα, πόναγε ολάκερη, μα πρώτα πρόλαβε ειδοποίησε με τηλεγράφημα την Αννιώ.
Η Αννιώ δεν ήξερε τι να κάνει. Ο Μανώλης έλειπε και ο Alejandro ερχόταν στο κατόπι της. Να φύγει, θα πλήγωνε τον Μανώλη, να μείνει, ή ο Alejandro θα την έβρισκε ή ο Μανώλης θα επέστρεφε και θα γινόταν φονικό. Τα ζύγισε, τα σκέφτηκε, αποφάσισε. Κάποτε ο Alejandro θα την έβρισκε, τόσα χρόνια είχαν περάσει και την αναζητούσε, δεν θα ησύχαζε ποτέ αν δεν την έβρισκε. Έμεινε και τον περίμενε, έτσι θα γλίτωνε τον Μανώλη, την ζωή του. Το είχε υποσχεθεί στην μάνα του να τον προσέχει! Τον αγαπούσε πολύ για να τον σκοτώσει. Νέος ήταν, θα γνώριζε άλλη, άλλωστε είχε και την αρχόντισσα να τον νοιάζεται. Εκείνη με την πρώτη ευκαιρία θα φαρμακωνόταν. Θα ακολουθούσε τον Alejandro και μετά θα έδινε τέλος στην καταραμένη ζωή της.
Τον πήραν τα χρόνια τον Μανώλη να την περιμένει. Έφυγε και η αρχόντισσα από την ζωή, έμεινε μονάχος με τις αναμνήσεις του, με το φιλί της Αννιώς. «Αχ! μπουγάτσα, δεν έπρεπε να μπλέξω, θα ήμουν με την Αννιώ μου…» μονολόγησε και συνέχισε να σβήνει και να γράφει στο ημερολόγιο του.
Ελένη Ρέγγα
ΤΕΛΟΣ