“Του μοιάζεις τόσο…” αυτή η φράση δεν μπορούσε να φύγει απ’ το μυαλό της Μαρίνας. Όσο κι αν προσπάθησε η Ανθή να την πείσει πως δεν το εννοούσε έτσι, πως αυτό που ήθελε να πει ήταν πόσο έμοιαζε στη μαμά της, πως δεν γνώριζε ποιος ήταν ο πατέρας της, δεν τα κατάφερε. Το βράδυ του γάμου δεν έκλεισε κανείς τους μάτι. Η Μαρίνα ζητούσε εξηγήσεις απ’ τη Ανθή γι’ αυτό που είχε ξεστομίσει, ενώ ο Νίκος ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα και κοιτούσε αμήχανα χωρίς να βγάζει λέξη. Η Ανθή έκλαιγε, λέγοντας στην Μαρίνα πως ποτέ δεν της είπε ψέματα και πως δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας της κι η Μαρίνα φώναζε ότι έπρεπε να της πουν την αλήθεια. Ο Νίκος δεν πήρε θέση, ούτε τη στιγμή που η Μαρίνα έφυγε με τη βαλίτσα στο χέρι αχάραγα ακόμη.
Κόντευε μήνας απ’ τη μέρα του γάμου. Η Μαρίνα με την επιστροφή της στη Θεσσαλονίκη, έκοψε κάθε γέφυρα επικοινωνίας με την Ανθή και το Νίκο. Είχε θυμώσει πάρα πολύ μαζί τους! Ήταν σίγουρη πως της έκρυβαν την αλήθεια, μια αλήθεια που σίγουρα ήταν πολύ σημαντική! Όσο κι αν προσπάθησε η Ανθή να την πείσει πως άλλο εννοούσε, η Μαρίνα είχε δει πως το βλέμμα της πάγωσε μόλις κατάλαβε τι είχε πει, έβλεπε πως η αμηχανία του Νίκου κάτι έκρυβε… Το καταλάβαινε απ’ τη στάση τους πως έκρυβαν μυστικά, μυστικά που για κάποιο λόγο δεν ήθελαν η ίδια να γνωρίζει. Για πρώτη φορά στη ζωή της, ένιωθε πως οι άνθρωποι που την μεγάλωσαν σαν κόρη τους, δεν ήταν ειλικρινείς απέναντί της κι αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα για την ίδια. Δεν είχαν δικαίωμα να της κρύβουν τίποτα που αφορούσε τους γονείς της! Αν ήξεραν το όνομά του πατέρα της, έπρεπε να της το πουν!
Όλη αυτή η κατάσταση, δημιούργησε προβλήματα και στη σχέση της Μαρίνας με την Φανή. Το ότι η Μαρίνα μίλησε άσχημα στον Νίκο και στη Ανθή, έφερε τη Φανή απέναντί της. Η Φανή θεώρησε πως η Μαρίνα ήταν αγνώμων και έδειχνε να μην εκτιμάει όσα είχαν κάνει οι γονείς τους για εκείνη, ενώ πίστευε ακράδαντα πως η Ανθή ήταν ειλικρινής. Είχε πιει λίγο παραπάνω, άλλο ήθελε να πει κι άλλο είπε. Πού ήταν το παράξενο; Η Μαρίνα απ’ την άλλη πλευρά, που είχε δει το βλέμμα της Ανθής, ήταν απόλυτα πεπεισμένη πως αυτό που είπε, της ξέφυγε. Απ’ αυτό το συμβάν και μετά, δημιουργήθηκε μια απόσταση ανάμεσα στις δύο κοπέλες.
Η Μαρίνα ήταν σίγουρη πια πως η Ανθή ήξερε καλά ποιος ήταν ο πατέρας της κι όλα αυτά τα χρόνια της το έκρυβαν. Από μικρή ακόμη, αυτή η εγκατάλειψη είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα μέσα της. Ένιωθε πως δεν άξιζε τίποτα, μιας και ο πατέρας της την απαρνήθηκε και δεν θέλησε ποτέ να την δει, ακόμη και αφότου πέθανε η μητέρα της. Ένιωθε πράγματα που δεν μπορούσε να λύσει μόνη της και που την είχαν οδηγήσει κάποτε στην πολυθρόνα ενός ψυχολόγου. Στα χρόνια που πέρασαν, απομυθοποίησε τον πατέρα της. Έγινε πολύ μικρός μέσα της. Μικρός κι ανούσιος. Είχε την Ανθή και τον Νίκο. Δεν χρειαζόταν τον βιολογικό της πατέρα. Η Ανθή κι ο Νίκος, τον είχαν επάξια αντικαταστήσει. Ένιωθε κόρη τους και της είχαν δώσει όσα εκείνος δεν ήταν άξιος να της δώσει. Και μετά… μετά ήρθε αυτή η αποκάλυψη απ’ την Ανθή… η αποκάλυψη ότι ξέρει ποιος είναι ο πατέρας της… δηλαδή τόσα χρόνια είχαν επικοινωνία μαζί του; Και γιατί δεν επικοινώνησε ποτέ με την ίδια; Ένιωθε τόσο μπερδεμένη! Μόνο η αλήθεια θα την λύτρωνε κι είχε απόλυτη ανάγκη να την ανακαλύψει! Θα την έβρισκε πάση θυσία!
Ένα μήνα τώρα, ο εφιάλτης της είχε επιστρέψει πολύ έντονα. Σχεδόν κάθε βράδυ η Μαρίνα πεταγόταν ιδρωμένη απ’ το κρεβάτι της. Οι φωνές, τα ουρλιαχτά, η πληγή στο παιδικό στήθος… και μετά η σιωπή, αυτή η σιωπή που την ξεκούφαινε! Το τελευταίο διάστημα δεν έβρισκε παρηγοριά ούτε στη ζωγραφική. Δεν ήθελε να πιάσει πινέλο στα χέρια της. Η μόνη της σκέψη ήταν πώς θα μάθει την αλήθεια. Όλα ήταν ένα κουβάρι στο κεφάλι της… θα έψαχνε, αλλά πού; Από πού έπρεπε να ξεκινήσει; Ποιον να ρωτήσει;
Το μόνο που ήξερε, ήταν πως η μαμά της λεγόταν Βασιλική Ανδρέου και ζούσε στα Χανιά. Ο πατέρας της, την είχε διώξει απ’ το σπίτι όταν έμαθε ότι είναι έγκυος. Άραγε ζούσε ακόμη ο παππούς της; Αν ζούσε, δεν μπορεί… εκείνος θα ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας της. Όλα αυτά τα χρόνια, ένιωθε να τον μισεί! Έδιωξε την ίδια του την κόρη απ’ το σπίτι, έγκυο! Δεν νοιάστηκε ποτέ πώς θα ζούσε, πώς θα γεννούσε, πώς θα μεγάλωνε το παιδί της… το εγγόνι του. Ένιωθε να τον μισεί κι αυτόν και το μπαμπά της, που την εγκατέλειψε και τόσα χρόνια δεν νοιάστηκε να την δει, να της μιλήσει. Ο Νίκος και η Ανθή πάντα έλεγαν ότι δεν έχουν ιδέα ποιος ήταν ο πατέρας της. Έτσι είχε μεγαλώσει. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά, αποδείχτηκε πως ο Νίκος και η Ανθή δεν ήταν τόσο ειλικρινείς απέναντί της! Η Μαρίνα ήταν αποφασισμένη. Θα έβρισκε όλη την αλήθεια…
Για τον πατέρα της δεν ήξερε τίποτα. Για τη μαμά της είχε ελάχιστα στοιχεία, αλλά από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει. Ήταν σίγουρη πως ο Νίκος κι η Ανθή δεν σκόπευαν να της πουν λέξη. Ίσως όμως αν ζούσε ο παππούς της, ίσως αυτός κρατούσε στα χέρια του στοιχεία για τον πατέρα της. Ίσως μόνο αυτός μπορούσε να τη βοηθήσει. Λεγόταν Αντώνης Ανδρέου κι έμενε στα Χανιά. Αλλά… Ανδρέου, πόσοι Ανδρέου να υπήρχαν στα Χανιά; Βέβαια ένα ταξίδι στην Κρήτη θα της στοίχιζε χρήματα που αυτή τη στιγμή δεν είχε, μπορούσε όμως πρώτα να δοκιμάσει να ψάξει μήπως έβρισκε κάποιο τηλέφωνό του… Δεν έχανε τίποτα να δοκιμάσει. Έψαξε στο ίντερνετ και είδε πως ο πληθυσμός στον νομό Χανίων, ξεπερνά τους 150.000 κατοίκους. Δεν ήξερε καν την περιοχή. 22 Ανδρέου υπήρχαν στα Χανιά, τηλεφώνησε σε όλους. Έναν προς έναν. Ήταν πολύ διστακτική στην αρχή, δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει, ήταν όμως τόσο αποφασισμένη που το έκανε. Μίλησε με όλους. Τους εξήγησε ποια ήταν και τι έψαχνε, αλλά κανένας δεν ήταν αυτός που ζητούσε, ούτε ήξερε κάτι για τον παππού της.
Απογοητεύτηκε προς στιγμήν αλλά… στην Εύβοια! Εκεί ήταν η οικογένεια του παππού της, δεν μπορεί… κάτι θα έβρισκε. Εκεί θα έψαχνε! 117 Ανδρέου υπήρχαν εκεί. Την έπιασε πονοκέφαλος. Τόσα τηλεφωνήματα στα Χανιά και δεν βρήκε απολύτως τίποτα και τώρα έβλεπε άλλο ένα βουνό μπροστά της. Έφτιαξε ένα καφέ και κοίταξε το ρολόι της. Έπρεπε να φύγει για δουλειά. Σε μισή ώρα έπρεπε να είναι στο μπαράκι. Έκανε ένα γρήγορο μπάνιο, ετοιμάστηκε και βγήκε στο δρόμο. Την ώρα που περπατούσε απορροφημένη απ’ τις σκέψεις της, άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά της. Κοίταξε στο δρόμο κι είδε ένα μαύρο Citroen. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο τον είδε… ήταν ο Άρης. Είχε να τον δει από τότε, στο γάμο της Φανής. Τον χαιρέτησε κι έμεινε ακίνητη χωρίς να ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει το δρόμο της ή να πλησιάσει το αυτοκίνητό του. Ο Άρης σταμάτησε το αυτοκίνητό του στην άκρη, άνοιξε την πόρτα και πήγε προς το μέρος της. Φορούσε ένα σκουρόχρωμο τζιν, ένα γαλάζιο πουκάμισο και μαύρα αθλητικά παπούτσια. “Πόσο του πάει το γαλάζιο…” σκέφτηκε.
-Γεια σου! της χαμογέλασε και της έδωσε το χέρι του.
-Γεια σου Άρη. Τι κάνεις;
-Μια χαρά είμαι. Έχω κανονίσει με κάτι φίλους. Είναι σ’ ένα μαγαζί λίγο πιο κάτω και θα πάω για κανένα ποτό. Εσύ;
-Δουλεύω. Εδώ στο “Late”, του είπε και του έδειξε με το χέρι της το μπαρ μόλις λίγα βήματα μακριά τους
-Νόμιζα ότι δουλεύεις σε γκαλερί!
Της χαμογέλασε και το βλέμμα της πάλι κόλλησε στο δικό του. Κάτι είχε στο βλέμμα του αυτός ο άντρας. Την μαγνήτιζε… τόσο που την τρόμαζε! Έπιασε τον εαυτό της να τον κοιτάζει επίμονα κι αμέσως κατέβασε το βλέμμα της. Τι την έπιανε κάθε φορά;
-Τις καθημερινές δουλεύω στη γκαλερί. Εδώ δουλεύω Παρασκευή και Σάββατο βράδυ… του είπε αμήχανα
–Να κανονίσουμε κανένα βράδυ, να έρθω… αν δεν σε πειράζει δηλαδή… της είπε διστακτικά
-Ε εντάξει… αν βολέψει... του είπε κι αμέσως σταμάτησε
Πάλι η αμηχανία την έκανε να γίνεται ψυχρή απέναντί του. Του είπε ότι έχει αργήσει στη δουλειά κι έπρεπε να φύγει και με γρήγορο βήμα μπήκε στο “Late”. Αυτός ο άντρας την έκανε να νιώθει πολύ περίεργα. Ήταν η τρίτη φορά που τον έβλεπε και το συναίσθημα αυτό παρέμενε ακριβώς το ίδιο. Ένα τόσο μπερδεμένο συναίσθημα ότι τον ξέρει από πάντα, ότι δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του, ότι της χαμογελάει και της κόβονται τα πόδια… κι όλο αυτό την έκανε να θέλει να φύγει τρέχοντας. Αναστέναξε. Το τελευταίο που της έλειπε αυτή τη στιγμή ήταν να ερωτευτεί! Είχε τόσα πράγματα στο μυαλό της!
Το βράδυ εκείνο, κύλησε βασανιστικά αργά. Γύρισε στο σπίτι της κουρασμένη, έκανε ένα μπάνιο και βυθίστηκε σ’ έναν ήρεμο, πολύωρο ύπνο. Ήταν κάτι που της είχε λείψει και πραγματικά της χρειαζόταν. Όταν ξύπνησε, είχε ήδη μεσημεριάσει. Το ίδιο απόγευμα, έκανε πολλά τηλέφωνα σε αρκετούς με το επίθετο Ανδρέου στην Εύβοια, αλλά δεν βρήκε κάποιον που να μπορεί να την βοηθήσει. Ήξερε ότι δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολο. Έψαχνε ψύλλους στ’ άχυρα, ένας Ανδρέου που το έσκασε με μια κοπέλα μισό αιώνα πριν κι έφυγε στην Κρήτη…
Δύο μέρες αργότερα κι ενώ έκανε ένα ακόμη τηλεφώνημα στην Εύβοια, έγινε το θαύμα.
-Αντώνης Ανδρέου… Ο Αντώνης ήταν αδερφός του άντρα μου! Η ιστορία που μου διηγηθήκατε, μοιάζει πολύ με την δική του…
Η Μαρίνα ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται. Μιλούσε επιτέλους με κάποιον που γνώριζε κάτι παραπάνω από εκείνη για τις ρίζες της. Είχε βρει την άκρη του νήματος. Ενός νήματος που ήταν αποφασισμένη να τραβήξει μέχρι να φτάσει στην αρχή του. Την αλήθεια…
Κική Γιοβανοπούλου
Συνεχίζεται…
Μία απάντηση στο “Κόκκινη Κλωστή – 4”
[…] Προηγούμενο […]