Προσπάθησε να τον βγάλει με νερό. Ύστερα με σαπούνι. Μετά σκέφτηκε μήπως ξύδι και σόδα θα βοηθούσε. Τίποτα. Ο λεκές εκεί. Επίμονος. Τον έξυσε με το νύχι του. Είχε ξεραθεί και όσο και να προσπαθούσε δεν θα έφευγε. Ίσως καλύτερα έτσι. Ας έμενε εκεί, να του θύμιζε ότι πια είναι ελεύθερος. Πλήρωσε το εισιτήριο και ανέβηκε στο λεωφορείο.
※
Έκανε κρύο και ας ήταν Απρίλης. Οι υπόλοιποι είχαν πάει σπίτια τους από νωρίς, μα ο Φίλιππος δεν ήθελε να γυρίσει. Ήξερε τι τον περίμενε. Το ίδιο έργο. Αυτός μες τα νεύρα. Κάτι του συνέβη στην δουλειά, δεν του άρεσε το ψωμί, η κοινωνία που ήταν σαθρή. Στην καλύτερη έπεφτε μουγκαμάρα και από τους δυο και στην χειρότερη τσακωμός και βρισιές. Σαν μαχαίρια πονούσαν αυτές οι βρισιές. Με τα χρόνια θα έλεγε κανείς πως έπρεπε να τις είχε συνηθίσει, να μην τον αγγίζουν πια. Μα δεν ήταν έτσι.
Όσο ζούσε η μάνα, ο Φίλιππος ήταν σπανιότερα στόχος. Πάντα έφταιγε αυτή. Το φαγητό ήταν πολύ αλμυρό, όχι αρκετά ζεστό, το σπίτι δεν ήταν καθαρό, το πουκάμισο είχε μια τσαλάκα. Ένας λόγος εύκολα θα βρισκόταν. Και μετά ξεκινούσε το πανηγύρι. Αυτός να βρίζει και η μάνα να σκύβει το κεφάλι και να υπομένει. Πότε πότε της ξέφευγε ένα δάκρυ και τότε εξοργιζόταν ακόμα περισσότερο.
«Τι κλαις; Δεν ντρέπεσαι κοτζάμ γυναίκα να μην μπορείς να κρατήσεις ένα σπίτι; Μα δεν φταις εσύ, εγώ φταίω που σε πήρα ξεβράκωτη! Πουτάνα θα είχες καταντήσει αν δεν σε είχα παντρευτεί! Και ποιο το ευχαριστώ; Να μυξοκλαίς με το παραμικρό, να με κάνεις να νιώθω τύψεις λες και τι έκανα! Άλλος στην θέση μου θα σε είχε σαπίσει στο ξύλο! Άχρηστη! Ε άχρηστη!».
Πολλές φορές είχε σκεφτεί ο Φίλιππος πως θα ήταν προτιμότερο να την είχε χτυπήσει την μάνα. Ή εκείνον. Να είχαν στοιχεία. Να πήγαινε στην αστυνομία. «Ενδοοικογενειακή βία». Να έβρισκε ένα πάτημα να τον διώξει από το σπίτι. Μα ο πατέρας ήταν έξυπνος. Τους τσάκιζε με τα λόγια. Να μην βρει κανείς, ποτέ μια απόδειξη της συμπεριφοράς του.
Και προς τα έξω… Αχ έξω.. Ο τέλειος οικογενειάρχης! Τρυφερός σύζυγος, γλυκομίλητος πατέρας. Όποτε έβγαιναν με παρέα, ήταν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Αγόραζε παιχνίδια στον Φίλιππο, λουλούδια στην μάνα, της έκανε συνέχεια κομπλιμέντα και την κρατούσε πάντα αγκαλιά. Όσοι τον γνώριζαν εκτός σπιτιού, τον θεωρούσαν υπόδειγμα πατέρα και συζύγου.
Όταν πήγαιναν σε κανένα φίλο του να παίξουν, καθόταν στο πάτωμα μαζί με τα παιδιά και έπαιζε μαζί τους. Και πάντα χαμογελούσε, ήταν γλυκός και άφηνε τα άλλα παιδιά να κερδίσουν. Οι φίλοι του τον ζήλευαν.
«Πόσο τυχερός είσαι ρε Φίλιππε να έχεις έναν τέτοιο πατέρα! Εμένα ποτέ δεν παίζει μαζί μου…».
Και πού να ήξεραν το παιχνίδι που έπαιζε μαζί του στο σπίτι… Παιχνίδι με τι λέξεις, λέξεις μαχαίρια και κάθε φορά εφεύρισκε και μια καινούρια, που να πονάει περισσότερο.
«Είδες ο Γιάννης; Προκομένος! Και πόσα καλάθια έβαλε σήμερα στο μπάσκετ! Να μην ήταν αυτός γιος μου και όχι εσύ, ένας άχρηστος… Ούτε μια τρίπλα της προκοπής δεν ξέρεις να κάνεις, μαλακισμένο. Μα δεν φταίω εγώ, η μάνα σου φταίει που σε έχει κάνει φλώρο. Όλο στα φουστάνια της κρύβεσαι!».
Και η αλήθεια είναι πως όταν αυτός έλειπε, ο Φίλιππος περνούσε υπέροχα με την μάνα. Όχι, δεν κρυβόταν στα φουστάνια της, μα μαγείρευαν μαζί, τραγουδούσαν και πού και πού πήγαιναν για ένα καφεδάκι. Κρυφά φυσικά από τον πατέρα. Μα και η μάνα δεν άντεξε πολύ. Δευτέρα λυκείου ήταν ο Φίλιππος όταν βγήκε η διάγνωση. Καρκίνος. Σε τελικό στάδιο. Μέσα σε ένα χρόνο η μάνα έσβησε. Ακόμα και τις τελευταίες της στιγμές, τις πέρασε μες την πίκρα, μες τα άσχημα λόγια αυτουνού.
«Ούτε να κρατήσεις ένα σπίτι είσαι άξια. Πας να πεθάνεις να με αφήσεις με τον μαλάκα τον γιό σου, που ανάθεμα αν έχει αρχίδια να βγει στην κοινωνία!».
Και έτσι η μάνα έφυγε μια νύχτα, αθόρυβα στον ύπνο της, σαν να έσβησε η φλόγα από ένα ισχνό κεράκι που σιγόκαιγε για χρόνια.
Ο Φίλιππος έπεσε σε βαθιά θλίψη. Δεν έβγαινε από το δωμάτιο. Δεν έτρωγε, δεν μιλούσε, δεν απαντούσε καν στις βρισιές αυτουνού. Ήθελε απλά να τελειώνει η ζωή του. Σε αυτή την κατάσταση τον βρήκε ένας γνωστός και του έστριψε ένα τσιγάρο. «Είναι απ’ τ’ άλλα…» του είπε κλείνοντας πονηρά το μάτι. Εκεί ο Φίλιππος τα είδε όλα. Ξαφνικά ο κόσμος είχε άλλη πλευρά, μια πιο χαλαρή, μια πιο ξένοιαστη. Όσο μαύρες και να ήταν οι σκέψεις του, μόλις άναβε το τσιγάρο του, όλα σαν να μπαίναν σε μια σειρά. Σαν να γίνονταν πιο ελαφριά, σαν το χάδι και την μιλιά της μάνας του.
Για χάρη του τσιγάρου έπιασε και δουλειά. Γιατί ο πατέρας δεν του έδινε τόσα και αυτός ήθελε τουλάχιστον ένα την μέρα. Μα δεν κράτησε πολύ, σε μια βδομάδα τον απέλυσαν. Μύριζε τσιγάρο και το αφεντικό δεν ήθελε παρτίδες με «τέτοιους». «Μπορεί τελικά να είμαι και άχρηστος…» σκεφτόταν «ίσως έχει δίκιο ο πατέρας που με λέει ανίκανο…» και τσουπ άναβε άλλο ένα. Και τα ξεχνούσε όλα. Θόλωνε το μυαλό και έπεφταν οι παλμοί.
Μια μέρα τον έπιασε να καπνίζει.
«Θα σε λιανίσω ρε! Θα σου κόψω τα χέρια! Που πήγες και έγινες μπαφιάρης, άχρηστε! Θα με κάνεις ρεζίλι στην γειτονιά. Να λένε πως ο γιος μου, ο δικός μου γιος είναι ένας αποτυχημένος, ένας πρεζάκιας! Από αύριο δεν ξαναβγαίνεις από το σπίτι!»
Έτσι τον έκλεισε στο σπίτι. Του πήρε το τηλέφωνο και τα κλειδιά και κάθε που έφευγε για δουλειά, τον κλείδωνε μέσα. Όλες οι σκέψεις, όλη η πίκρα ξαναήρθε πίσω στο τετραπλάσιο. Ο Φίλιππος ήξερε πως δεν θα άντεχε για πολύ…
※
Ο πατέρας είχε ξαπλώσει για το μεσημεριανό του ύπνο. Δεν κατάλαβε υγρό πανί που του έφραξε το στόμα και την μύτη και έτσι απλά έπεσε αναίσθητος. Μέσα σε πέντε λεπτά ο Φίλιππος έβγαινε από το σπίτι με ένα σακίδιο στην πλάτη και ένα κόκκινο λεκέ στο τζιν του. Σε μια πετσέτα της κουζίνας κρατούσε ένα λερωμένο ψαλίδι και την χοντρή γλώσσα του πατέρα του. Κανέναν δεν θα μπορούσε να λερώσει πια με τις λέξεις του.
Άρτεμις Γ.Κ.