,

Μάνα μου, μάνα σου!

Πάντα υπάρχουν δυο λογιών μανάδες. Η δικιά σου και του αλλουνού! Εννοείται η μάνα σου είναι το μέτρο σύγκρισης. Είτε την γνώρισες είτε όχι! Στην πρώτη περίπτωση σε ζυμώνει γλυκά η παρουσία της. Φουσκώνεις από αγάπη και μοσχοβολάς σαν τσουρέκι που μόλις βρήκε απ’ τον φούρνο! Στη δεύτερη σε σμιλεύει άγρια η απουσία της. Σκληραίνεις, ματώνεις και γεμίζεις κοφτερές γωνίες σα βράχος που το χτυπά το κύμα.

Γι’ αρχή είναι η μητέρα μου! Που έχασα λίγο πριν πατήσω τα είκοσι. Βασανίστηκε ακριβώς στη φάση της ζωής της που έπρεπε να χαρεί. Πόσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές διανυκτέρευσα σε νοσοκομεία… Οδηγούσα θυμάμαι, επιστρέφοντας σπίτι απ’ την κλινική, ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Και στο κόκκινο φανάρι, διαρκώς έλεγα από μέσα μου, ας ησυχάσει, να μην πονά άλλο! Πέθανε την επόμενη, ξημερώματα 14ης Φλεβάρη. Άφησε όμως πίσω την δεύτερη μάνα μου, την αδελφή της και θεία μου. Αυτή που δε γέννησε παιδί αλλά «έκανε» εμένα! Φρουρός ακοίμητος πάνω απ’ το κεφάλι μου! Για τα επόμενα δέκα χρόνια, μου μαγείρευε κάθε βδομάδα το αγαπημένο μου, λαχανοντολμάδες! Το καλοκαίρι κολοκύθια γεμιστά αυγολέμονο. Και εγώ ανελλιπώς κάθε Σάββατο έκανα το δρομολόγιο απ’ την Παιανία ως την Καλλιθέα για να τη δω, πηγαινοφέρνοντας τάπερ. 19 του Ιούλη έφυγα άρον άρον με ταξί απ’ τη δουλειά. Είχα πάρει άπειρες φορές, δεν σήκωνε το σταθερό ενώ μιλούσαμε καθημερινά. Κατάφερε μες το κατακαλόκαιρο να την ταλαιπωρεί επί μία βδομάδα η αλλεργία της. Ευτυχώς είχα κλειδιά της γκαρσονιέρας της. Άνοιξα και την βρήκα να κάθεται ήρεμη στον καναπέ της, στην γωνίτσα της που έπλεκε με το βελονάκι. Ξύπνησε, σηκώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε, δεν ξέρω πόσο αγωνίστηκε για την πρωινή της ρουτίνα… και έμεινε εκεί, στον τόπο. Ακόμα έχω τύψεις που δεν πήγα έκτακτα μεσοβδόμαδα, ενώ την άκουγα χάλια στο τηλέφωνο. Και πιο πολύ μετανιώνω που ούτε μια φορά δεν την αποκάλεσα όπως την ένιωθα… μάνα!

Μετά είναι η μαμά 5χρονης κορούλας που περπατούσανε μπροστά μου στο πεζοδρόμιο ένα πρωινό του Σεπτέμβρη. Χάζευα το κοριτσάκι, χοροπηδώντας τραγουδούσε, κρατώντας σφικτά στο αριστερό του χεράκι πολύχρωμές κορδέλες για την κοτσίδα της. Η κόκκινη της ξέφυγε, την πήρε ο αέρας, χώθηκε κάτω από ένα παρκαρισμένο φορτηγό. Πετάχτηκε να την πιάσει. Ότι έκανε όπισθεν ο οδηγός για να ξεκινήσει. Όπως μου είπε η χαροκαμένη γυναίκα μες τα αναφιλητά της, το κοριτσάκι το βράδυ είχε δει στον ύπνο του την μακαρίτισσα αγαπημένη του γιαγιά. Του είπε, να πας να πάρεις κορδέλες να στολίσεις τα όμορφα μακριά μαλλιά σου, πρέπει να είσαι όμορφη τώρα που ξεκινάν τα σχολεία! Αχάραγα την ξύπνησε τη δόλια την μαμά του, να πάνε πρώτοι πρώτοι στα μαγαζιά, να διαλέξει τις καλύτερες… για το ταξίδι χωρίς γυρισμό! Το ουρλιαχτό εκείνης της μητέρας ακόμα ηχεί στα αυτιά μου, ας περάσαν είκοσι χρόνια… γιατί μου την πήρες, μάνα!

Είναι και αυτή η κοπέλα που μετά από έξι εξωσωματικές, κρατά θετικό τεστ. Και χαμογελά. Μα στη διάρκεια της πολυπόθητης εγκυμοσύνης, δεν ξέρει τι την περιμένει. Το σώμα της περνά τέτοιο ζόρι που δεν είχε φανταστεί. Και απωθεί από μέσα της ό,τι λαχταρούσε, είτε φταίει η έκρηξη ορμονών, η πίεση, ή το όνειρο που γίνεται εφιάλτης. Τόσο, που αποβάλλει στους πεντέμισι μήνες και δε θέλει να δει ούτε το έμβρυο, ούτε τον άνδρα, η επιλόχεια κατάθλιψη την ρουφά μέσα της. Έχει σιχαθεί τα πάντα. 700 γραμμάρια όλη και όλη μια ψυχούλα, μια χούφτα, που έμελλε να γεννηθεί και ν’ αντέξει τον κόσμο μας για λίγες ώρες. Που δε γνώρισε στοργή, που αποφάσισε να φύγει νωρίς, που η ίδια η μάνα της δεν την ήθελε. Αλίμονο σε όσους μεγαλώνουν χωρίς μητέρα, καταδικασμένοι να ψάχνουν ασυνείδητα ένα χάδι ισάξιό του δικού της χεριού! Δεν υπάρχει αναπλήρωση. Τυχεροί αν το βρουν, άτυχοι αν το «φτιάξουν»!

Δίπλα μας μένει η μητέρα της γειτόνισσας. Με το κρεπαρισμένο μαλλί βαμμένο ροζ λάχανο, με την φροντισμένη πλουμιστή ρόμπα και την μαγκουρίτσα, προβάλει κάθε απόγευμα για το καθιερωμένο γύρω του τετραγώνου. Μόλις φτιάξει ο καιρός, σούζα η κυρά-Φούλα. Όλα θέλει να τα δει, με κάθε περαστικό να πιάσει κουβέντα και να σχολιάσει! Με την καλησπέρα της, έχει σπάσει από κασμάς, μέχρι μεσινέζα χορτοκοπτικού. Εγώ, την μοναδική φορά που μου είπε, αχ Μαρίτσα, τι βράζεις μοσχομύρισε, έκαψα το φασκόμηλο! Που δεν μου έχει κολλήσει ούτε η μπεσαμέλ! Η μάνα η βασκανιάρα που για όλους έχει μια παραπονιάρικη κουβέντα και ένα μάτι… μα ένα μάτι! Και εννοείται ακόμα τσακώνεται με τις κόρες της, ας κοντεύουν τα πενήντα, για δεν ξέρουν να μεγαλώσουν σωστά τα εγγόνια της!

Είναι και η λεχώνα με τετράμηνο βρέφος. Ξαφνικά γίνεται ληθαργικό και ξυπνά μόνο για να κοπανάει τα ποδαράκια του πολύ έντονα. Καταλήγει στα επείγοντα, Παιδοχειρουργική, λόγω εγκολεασμού εντέρου. Να ξεροσταλιάζει η μάνα απ’ έξω, καθώς απαγορεύεται η όποια επαφή. Κατ’ εξαίρεση και για δέκα λεπτάκια τής επιτρέπεται τελικά να δει το σπλάχνο της. Το τοσούλι κορμάκι να διαπερνάνε σωληνάκια, ένα για ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, άλλο στην μυτούλα, τρίτο για καρδιακούς παλμούς! Μόνο που το αγγίζει ξεσπά σε λυγμούς! Η καρδιά της έχει βγει απ’ το στήθος της και πάλλεται μαζί με κάθε τίναγμα του βρέφους. Μέχρι την σωτήρια ακτινολογική ανάταξη-ανάσταση, που επιτέλους αναπνέει πια κανονικά η μάνα! Ως τα είκοσί του χρόνια, ολόκληρος παλίκαρος, ανεξάρτητος φοιτητής που μπαίνει στο τρένο της επιστροφής. Και της κόβεται οριστικά πλέον η ανάσα, στα Τέμπη….

Στο Ελληνοχώρι ψηλά στα σύνορα του Έβρου, δίπλα στον Ερυθροπόταμο μένει η δέκα φορές μάνα. Χήρα απ’ τα τριάντα της, περασμένα τα εβδομήντα τώρα. Γέννησε επτά παιδιά, ζήσαν και θεριέψαν απ’ την αξιοσύνη της, τα τρία. Της κάναν δυο εγγόνια και ένα δισέγγονο. Έχουν σκορπίσει στα πέρατα της γης, από Αυστραλία ως Μόναχο. Και αυτή για να μην γίνει φόρτωμα στο στερνοπούλι της που μένει στην Θεσσαλονίκη, συνεχίζει με τα γαριασμένα χέρια της ν’ αρμέγει και να πήζει λίγο τυράκι για να ζει αξιοπρεπώς. Φροντίζει λίγες κοτούλες ώστε να μοιράζει τα φρέσκα αυγουλάκια στα μικρά του χωριού που μαζεύονται τριγύρω της σαν τα κλωσσοπούλια. Γιατί αυτά δεν έχουν! Μαυροφορεμένη και καμπουριασμένη πιο πολύ απ’ τα βάσανα, παρά απ’ τα χρόνια. Πέρασε ολόκληρη βδομάδα για να σπάσουν την πόρτα και να τη βρουν πεσμένη στο πάτωμα, ευτυχώς ή δυστυχώς, ζωντανή. Οι γείτονες. Όχι τα παιδιά της, αυτά ειδοποιηθήκαν μετά, αφού είχε ήδη διακομιστεί στο νοσοκομείο με ελαφρύ εγκεφαλικό! Η δεξιά της πλευρά να έχει παραλύσει. Με το αριστερό της χέρι, να κάνει απέλπιδα νοήματα, προσπαθώντας ν’ αγγίξει την μία της κόρη! Ενώ αυτή τσακώνεται τηλεφωνικά με τ ’αδέλφια της, ποιος θ ’αναλάβει τα έξοδα και την φροντίδα της μοναδικής μάνας τους! Το βράδυ αφήνει την τελευταία της πνοή από δεύτερο μοιραίο οξύ ισχαιμικό. Φεύγει απ’ αυτόν τον κόσμο, ολομόναχη όπως ήρθε. Καθώς και η δική της μητέρα είχε πεθάνει στην γέννα. Τους απαλλάσσει απ’ την παρουσία της πριν γίνει βάρος. Θα τους παρακολουθεί από ψηλά, συγκεντρωμένους άπαντες, έστω μόνο στην κηδεία της. Θα καμαρώνει να είναι γερά, γιοι, θυγατέρες, απόγονοι. Και ας τσακώνονται για το χωραφάκι της στο χωριό.

Γιατί μάνα μας έκανε όλους. Ίδια, διαφορετική ή καμία, μας μεγάλωσε. Είναι μαζί μας ή χώρια! Το συναίσθημα όμως παραμένει ζωντανό πέρα από παρουσίες ή απουσίες. Και σε σπαράζει και σε αγκαλιάζει! Ή σε αναγεννά ή σε ξερνά. Βλέπεις το κορμί χορταίνει μητρική αγκαλιά. Η ψυχή ποτέ!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: