Έπιασε το αδύναμο, γερασμένο χέρι της και το φίλησε στοργικά. “Πόσο σ’ αγαπάω!” της ψιθύρισε όπως την κοιτούσε να κοιμάται γαλήνια. Χάιδεψε με το βλέμμα της κάθε σπιθαμή του προσώπου της, κάθε καμπύλη, κάθε κοιλότητα, κάθε ρυτίδα, κάθε σημάδι. Άγγιξε απαλά το μέτωπό της και ασυναίσθητα της ξέφυγε ένας αναστεναγμός. Το τέλος ήταν κοντά. Το ήξερε. Το ήξεραν κι οι δυο.
Πώς θα ήταν άραγε οι ζωές τους αν δεν είχαν ποτέ συναντηθεί; Πώς θα ήταν οι ζωές τους αν δεν είχαν βρεθεί στο σωστό μέρος, την σωστή στιγμή; Πώς θα ήταν αν η μοίρα δεν είχε αποφασίσει να τους φορτώσει από έναν μεγάλο σταυρό στην πλάτη; Έναν μεγάλο σταυρό που τελικά κατάφεραν να κουβαλήσουν μέχρι το τέλος, μαζί.
Σκληρή που μπορεί να γίνει η ζωή! Σκληρή και άδικη σ’ ανθρώπους που δεν το αξίζουν, σ’ ανθρώπους που κρύβουν μέσα τους φως. Το σύμπαν λένε κάποια στιγμή φέρνει την δικαίωση, εξισορροπεί τα πράγματα και δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει. Ίσως γι’ αυτό ένωσε τους δρόμους τους, ίσως αυτό ήταν το σχέδιο, να κερδίσουν όσα η ζωή μέχρι τότε είχε κλέψει και στις δυο τους.
Ήταν δεν ήταν 19 χρονών η Έλλη, όταν πρωτοσυνάντησε την Αθηνά. Ήταν ένα κρύο κυριακάτικο βράδυ και την είδε να κάθεται μόνη σ’ ένα παγκάκι και να κοιτάζει το κενό. Της έκανε εντύπωση γιατί μια γυναίκα καλοντυμένη και προσεγμένη βρισκόταν σ’ εκείνο το άδειο πάρκο, τέτοια ώρα. Έμεινε για λίγο να την κοιτάζει και δειλά την πλησίασε. “Με συγχωρείτε, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε λίγα χρήματα να πάρω κάτι να φάω;” την ρώτησε χαμηλόφωνα. Ντρεπόταν! Ένας Θεός ξέρει πόσο ντρεπόταν, αλλά είχε μέρες να φάει κι η πείνα την είχε θερίσει. Η Αθηνά σήκωσε αργά τα μεγάλα μπλε μάτια της και την κοίταξε. Τι φως κρυβόταν σ’ αυτό το βλέμμα! Η Έλλη ντράπηκε ακόμη περισσότερο και κατέβασε τα μάτια στα βρώμικα πλακάκια.
-Πόσο χρονών είσαι; την ρώτησε η Αθηνά με βραχνή φωνή
-19…
-Καπνίζεις;
-Καμιά φορά… απάντησε με φωνή που κόντευε να σπάσει από ντροπή
Η Αθηνά της έκανε νόημα με το χέρι της να καθίσει κοντά της κι έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα απ’ την τσάντα της. Της έδωσε ένα κι έβαλε κι εκείνη ένα στο στόμα της. Τα άναψε και τα δυο μ’ έναν μικρό ασημένιο αναπτήρα και γύρισε πάλι το βλέμμα της απέναντι, στον δρόμο μπροστά απ’ το πάρκο. Κοιτούσε προς τα εκεί, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι δεν έβλεπε, ήταν ολοφάνερο πως τα μάτια της αν και ανοιχτά, ταξίδευαν κάπου μακριά. Η Έλλη άρχισε να νιώθει αμήχανα απ’ την σιωπή και δύο λεπτά αργότερα, έκανε μια διακριτική κίνηση να σηκωθεί απ’ το παγκάκι. “Μείνε…” ψιθύρισε η Αθηνά “Μείνε, αν δεν έχεις πού να πας”. Η Έλλη κατέβασε το βλέμμα. Δεν είχε πού να πάει. Μήνες τώρα έβρισκε καταφύγιο όπου μπορούσε, μιας και το σπίτι της είχε πάψει από χρόνια να είναι σπίτι της. “Άραγε ήταν ποτέ;” σκέφτηκε κι ένιωσε την καρδιά της να δακρύζει.
-Είναι επικίνδυνο μικρό κορίτσι να γυρνάς στις ερημιές. Κι έχει και τόσο κρύο απόψε…
Η Έλλη δεν μίλησε. Ήξερε πως η Αθηνά είχε δίκιο, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Πάμπολλες φορές είχε φοβηθεί από περίεργους τύπους που την πλησίασαν μέσα στη νύχτα. Πάμπολλες φορές είχε κουλουριαστεί σε κρύες γωνίες σε μια προσπάθεια να κοιμηθεί, αλλά στάθηκε αδύνατο, κάθε ήχος, κάθε μικρό τρίξιμο την έκαναν να πετάγεται και να το βάζει στα πόδια. Πάμπολλες φορές είχε βρεθεί σε κίνδυνο, αλλά ως εκείνη τη στιγμή πάντα κατάφερνε να ξεφεύγει. Πάμπολλες φορές έκλαψε κρυφά γι’ αυτή τη μοίρα που την έβγαλε στο δρόμο, χωρίς σπίτι, χωρίς δικούς της ανθρώπους, χωρίς τίποτα απολύτως. Πάμπολλες φορές είχε απογοητευτεί κι είχε κάνει σκοτεινές σκέψεις για την ζωή της. Πάμπολλες φορές είχε ακόμη σκεφτεί να δώσει τέλος στην ύπαρξή της, μια ύπαρξη που μέχρι εκείνη τη μέρα δεν έδειχνε να έχει νόημα για κανέναν.
Η Αθηνά σηκώθηκε όρθια, πέταξε μακριά το τελειωμένο από ώρα τσιγάρο και στάθηκε μπροστά στην Έλλη να την κοιτάζει. Της φάνηκε τόσο μικρή, τόσο απροστάτευτη, τόσο εύθραυστη…
-Πώς σε λένε;
-Έλλη…
-Φρόντισε να κοιμηθείς κάπου ζεστά σήμερα κι αν θες έλα και αύριο. Έλα όποτε θες, εδώ είμαι κάθε βράδυ. της είπε και της έβαλε στο χέρι λίγα χαρτονομίσματα
Η Έλλη κοίταξε έκπληκτη τα χρήματα στα χέρια της και γύρισε το βλέμμα της απορημένη στην Αθηνά. Η Αθηνά χωρίς καν να της χαμογελάσει, γύρισε το βλέμμα της κι απομακρύνθηκε με αργά βήματα.
Εκείνο το βράδυ ήταν σαν γιορτή για την Έλλη. Πέρασε το βράδυ σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο, όπου κατάφερε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο που είχε τόση ανάγκη και να φάει ένα χορταστικό γεύμα που της είχε τόσο πολύ λείψει. Ήταν βαθύς ο ύπνος που την πήρε στην αγκαλιά του και για πρώτη φορά δεν τον τάραξαν άγρια, τρομαχτικά όνειρα.
Το σκέφτηκε πολλές φορές για το αν έπρεπε να ξαναπάει σ’ εκείνο το πάρκο. Το σκέφτηκε πολλές φορές γιατί περνούσαν απ’ το μυαλό της διάφορα. Γιατί μια άγνωστη γυναίκα να της δώσει χρήματα χωρίς να της ζητήσει τίποτα; Κανείς ως τότε δεν το είχε κάνει αυτό για την Έλλη. Το σκέφτηκε πολλές φορές, αλλά εκείνο το βλέμμα της, την είχε τόσο μαγνητίσει! Εκείνο το βλέμμα της σαν να είχε φως και πόνο και αλήθεια και παράπονο, όλα μαζί στο βαθύ μπλε του. “Θα πάω” σκέφτηκε. “Τι χειρότερο μπορεί να μου συμβεί;”.
Και πήγε. Και κάθισε και πάλι δίπλα της. Και οι κουβέντες που αντάλλαξαν ήταν λίγο περισσότερες. Και πάλι της έδωσε χρήματα για να βρει κάπου να μείνει το βράδυ. Κι άρχισαν σιγά σιγά οι δυο τους να μιλάνε όλο και παραπάνω. Και κάθε φορά που καθόταν η μία δίπλα στην άλλη, άνοιγαν όλο και περισσότερο τις καρδιές τους. Κάθε φορά και μια ακόμη σταγόνα απ’ το δηλητήριο που είχαν πιει τόσα χρόνια, έβγαινε από μέσα τους, ελαφραίνοντας την ψυχή τους.
-Σ’ αυτό το παγκάκι καθόμουν 15 χρόνια πριν, όταν η Άννα, η κόρη μου έπαιζε μπροστά μου. Σ’ αυτό το παγκάκι όταν χτύπησε το κινητό μου και δεν την κοίταζα για λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν αρκετά για να γίνουν όλα. Η μπάλα της κύλησε στο δρόμο κι εκείνη έτρεξε να την προλάβει. Ο ήχος των φρένων του αυτοκινήτου και εκείνο το μπαμ ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου. Ήταν σχεδόν 4 χρονών… Κάθε βράδυ, 15 χρόνια τώρα έρχομαι εδώ. Μην με ρωτάς γιατί κι εγώ δεν ξέρω. Έρχομαι εδώ και κοιτώ αυτόν τον δρόμο που μου έκλεψε ό,τι πιο πολύτιμο είχα. Τον κοιτώ κι αναρωτιέμαι αν νιώθει, αν καταλαβαίνει, αν συναισθάνεται. Ίσως και να έχω τρελαθεί, δεν ξέρω. Φεύγοντας μ’ άφησε πίσω, να περιμένω την μέρα που θα βρεθώ κοντά της…
-Ποτέ της δεν μ’ αγάπησε. Νομίζω πως δέχτηκε να κάνει παιδί με τον πατέρα μου, μόνο για να καταφέρει να τον κρατήσει κοντά της. Ίσως στο μυαλό της ήταν ο μόνος τρόπος. Όταν εκείνος έφυγε, απλά έπαψα να υπάρχω και για εκείνη. Επιταγή χωρίς αντίκρισμα που σφραγίστηκε ανεξόφλητη, ξεχασμένη σε συρτάρι, έτσι ένιωθα. Ούτε χάδι, ούτε αγκαλιά, ούτε μια γλυκιά κουβέντα. Την θυμάμαι να βυθίζεται σε μπουκάλια αλκοόλ και να ζει σε δικούς της κόσμους, σε κόσμους που τον είχε αγκαλιά και της έλεγε πως την αγαπάει. Εκείνος δεν ξαναφάνηκε ποτέ κι εκείνη τον έψαχνε σε άλλους άντρες, άντρες της μιας βραδιάς που έφερνε στο σπίτι όταν γυρνούσε μεθυσμένη. Την πρώτη φορά που ένιωσα το χνώτο κάποιου στο λαιμό μου την ώρα που κοιμόμουν, έφυγα τρέχοντας απ’ το σπίτι και δεν ξαναγύρισα ποτέ. Ένα απύθμενο κενό μέσα στην ψυχή μου, για αγάπη που δικαιούμουν, μα δεν πήρα ποτέ…
*****
Η Έλλη μετακόμισε στο σπίτι της Αθηνάς και η μία βρήκε στην άλλη, κομμάτια του εαυτού της που είχε από χρόνια χάσει. Δεν γιατρεύονται όλες οι πληγές, μα η αγάπη μπορεί να τις κάνει να σταματήσουν να αιμορραγούν κάθε λίγο. Η Αθηνά άνοιξε τις κουρτίνες τους σπιτιού της και πλημμύρισε την ζωή τους με φως. Η Έλλη κλείδωσε τους δαίμονές της σ’ ένα ντουλάπι και άφησε την καρδιά της ν’ ανοίξει, για να δεχτεί το φως που ποτέ δεν ζέστανε την ψυχή της.
Η Αθηνά επέστρεψε στην δουλειά της, στην εταιρία που είχαν με τον άντρα της και τόσα χρόνια λειτουργούσε μόνο με υπαλλήλους, μιας κι ο άντρας της “πήγε να συναντήσει” την κόρη τους, λίγα χρόνια μετά τον άδικο χαμό της μικρής. Πήρε δίπλα της και την Έλλη, η οποία στο μεταξύ κατάφερε να τελειώσει και το σχολείο που είχε αφήσει στη μέση. Όταν συνταξιοδοτήθηκε η Αθηνά, έδωσε τα ηνία της επιχείρησης στην Έλλη κι αποσύρθηκε στο σπίτι της, όπου ασχολιόταν με τον τεράστιο κήπο της, γεμίζοντάς τον με πολύχρωμα, όμορφα λουλούδια. Η Έλλη βρήκε την αγάπη στα μάτια ενός άντρα που την έκλεισε στην αγκαλιά του και της έδωσε όλη την αγάπη και την ασφάλεια που της έλειπε…
“Λυπάμαι, αλλά η μητέρα σας έφυγε χτες το βράδυ στον ύπνο της…” άκουσε λίγες μέρες αργότερα, έναν γιατρό να της λέει στο τηλέφωνο, την ώρα που ντυνόταν η Έλλη για να πάει να την επισκεφτεί στο νοσοκομείο. “Αθηνά μου! Είσαι πια κοντά στον άγγελό σου…” ψέλλισε και ξέσπασε σε κλάματα.
Κική Γιοβανοπούλου