,

Το μυστικό

Ο Ιάσωνας ήταν κοντά στα εξήντα του και σε λίγους μήνες θα αιτούνταν για συνταξιοδότηση. Ως διοικητής της αστυνομίας όλα αυτά τα χρόνια, ήταν τύπος και υπογραμμός. Δεν είχε αδικήσει ποτέ κανέναν. Η φήμη του ήταν διαδεδομένη παντού. Είχε δύο γιους, τον Μιχάλη και τον Άγγελο. Ο Μιχάλης είχε σπουδάσει γιατρός και από τα πρώτα χρόνια της ζωής του έμενε σε ένα μεγαλοπρεπές διαμέρισμα. Σε αντίθεση με τον Άγγελο, ο οποίος από μικρός ζοριζόταν με το σχολείο, δεν “έπαιρνε” τα γράμματα και μετά την ενηλικίωσή του έμπλεξε με κακές παρέες. Κανένας τους όμως δεν τον είχε καταλάβει, αφού ασχολούνταν με την άρρωστη μητέρα τους.
Εκείνη τη χρονιά, στην παραπάνω γειτονιά τους, είχε μετακομίσει μια νέα οικογένεια, η οικογένεια της Μαριάνθης. Φιλήσυχη και φτωχή ήταν η οικογένεια της, με τρεις κόρες, την μητέρα να ασχολείται με οικιακά και τον πατέρα να μεταφέρεται όπου βρίσκει δουλειά.

Ένα απόγευμα, ο Άγγελος προσέγγισε την Μαριάνθη, όταν την συνάντησε τυχαία στο δρόμο. Της πρότεινε να της δείξει τα μέρη. Σύντομα ήρθαν πολύ κοντά και έγιναν ζευγάρι. Ο Άγγελος ερωτεύτηκε το ήρεμο πνεύμα της και τα κατάμαυρα μάτια της. Εκείνη είδε κάτι στον χαρακτήρα του, που το έβγαζε μόνο μαζί της. Από τον ενθουσιασμό του, άρχισε να της κάνει το ένα δώρο μετά το άλλο. Ρούχα, τσάντες, παπούτσια γέμιζαν όλο και περισσότερο την ντουλάπα της.

«Βρε μπαμπά! Γιατί σου φαίνονται όλα παράξενα; Αφού έχει πατέρα διοικητή και αδερφό γιατρό!», παραπονέθηκε η Μαριάνθη και προσπάθησε να καθησυχάσει τον πατέρα της.

«Και τι σχέση έχει αυτό; Αυτός τί δουλειά κάνει και μπορεί και σου παίρνει τέτοια δώρα; Ή μεθαύριο θα σε ταΐζει ο πατέρας και ο αδερφός του;» ύψωσε τον τόνο της φωνής του, παρόλο που δεν το συνήθιζε.

«Κάνει διάφορες δουλειές. Εξάλλου και εγώ σύντομα θα τελειώσω την σχολή, θα πιάσω και εγώ δουλειά και όλα καλά», ανασήκωσε τους ώμους της.

Του Θωμά κάτι δεν του κολλούσε. Επιπλέον, του φαινόταν πολύ περίεργο το γεγονός ότι ο Άγγελος έβρισκε κάθε φορά δικαιολογία για να μην πηγαίνει να τον γνωρίσουν. Μετά από πολλή σκέψη, πήρε την απόφαση και άρχισε να παρακολουθεί την κόρη του. Τους είδε αργά το βράδυ μαζί που την επέστρεφε μέχρι λίγο πιο πάνω από το σπίτι της. Ο Θωμάς συνέχισε να παρακολουθεί τον Άγγελο. Πού μένει, πού συχνάζει, τα έμαθε όλα. Παρατήρησε πως κατέληγε σε ένα απόμερο σημείο, σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο. Κρύφτηκε για να μην τον δουν. Και ναι, οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν!

«Γι’ αυτό μπορείς και της παίρνεις ακριβά δώρα και την πας βόλτες!» αναλογίστηκε και έσφιξε τις γροθιές του. «Αχ, κορίτσι μου, πού έχεις μπλέξει;»

Λίγες μέρες μετά, ο Ιάσωνας έφτιαξε τσάι και βγήκε στην αυλή για να απολαύσει τις ανοιξιάτικες βραδινές μυρωδιές. Ο Άγγελος ως συνήθως έλειπε και ο Μιχάλης του τηλεφώνησε για να του αναφέρει πως έτυχε επείγον περιστατικό και δεν θα περνούσε να τους δει απόψε. Ο Ιάσωνας ένιωθε περίεργα, ποτέ δεν είχε ξανανιώσει έτσι στην αυλή της μονοκατοικίας του.

Ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά του ο Θωμάς!

«Δεν ντρέπεσαι;» του φώναξε ο αγριεμένος άντρας και ο Ιάσωνας σάστισε. «Λέγε ρε δεν ντρέπεσαι;» επανέλαβε.

«Ποιος είστε κύριε, τι θέλετε στο σπίτι μου τέτοια ώρα;!» τραύλισε ο Ιάσωνας.

«Τέτοιες αρχές του έδωσες;»

«Τι λέτε δεν καταλαβαίνω, φύγετε αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία!»

«Φώναξε την, φώναξε την! Να πάνε τον γιο σου μέσα! Το βαποράκι, που πουλάει και έρωτες στην κόρη μου!» τον απείλησε.

Ο Ιάσωνας τα έχασε.

«Μιλάτε για τον γιο μου και την κόρη σας; Τί θέλετε; Να τους κάνω κουμάντο τι θα κάνουν τα παιδιά;» απόρησε.

«Να μιλήσεις του γιου σου εσύ να το τελειώσει! Γιατί εγώ δεν μπορώ να πληγώσω έτσι την κόρη μου! Θα το κάνεις;»

«Δεν.. Δεν νομίζω ότι μπορώ να το κάνω αυτό, μου φαίνεται παράλογο», απάντησε ο Ιάσωνας.

Ο Θωμάς γεμάτος οργή όρμησε πάνω του και άρχισαν να παλεύουν. Σε ένα σπρώξιμο που έκανε ο Ιάσωνας, παραπάτησε ο Θωμάς και βρέθηκε με αίματα στο κεφάλι! Έπεσε πάνω σε ένα εργαλείο κήπου και πέθανε ακαριαία.

Ο Ιάσωνας δεν πίστευε στα μάτια του. Τι είχε μόλις γίνει; Σκοτώθηκε ένας άνθρωπος μπροστά στα μάτια του κ ευθυνόταν εκείνος! Κάθισε λίγο πιο πέρα κοκαλωμένος. Είχε περάσει μισή ώρα και δεν το είχε καταλάβει.

Κατέφθασε ο Άγγελος για τον βραδινό ύπνο και περνώντας από την σαλοτραπεζαρία για να ανέβει στο δωμάτιό του, κοιτώντας ασυναίσθητα προς την αυλή πάγωσε στο θέαμα!

«Μπαμπά! Πώς… Τι έγινε;»

«Εσύ είσαι βαποράκι και πουλάς έρωτες στην κόρη του», γύρισε μονάχα και του είπε με χαμένο ύφος.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν εκείνο το βράδυ δεν τα περίμενε κανένας τους. Καθάρισαν το σημείο και διέγραψαν το υλικό από τις κάμερες ασφαλείας. Ο Ιάσωνας ανέλαβε να κρύψει το πτώμα. Συμφώνησαν να είναι το κοινό μυστικό τους.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Ιάσωνας δεν απολάμβανε τα συντάξιμα χρόνια. Μόνος πλέον χωρίς την γυναίκα του, δεν βάσταγε άλλο η ψυχή του. Κάλεσε τον γιό του να έρθει από το διπλανό χωριό που είχε μετακομίσει για να του μιλήσει.

“Άγγελέ μου, πρέπει να εξομολογηθώ. Δεν μπορώ άλλο! Το έχω βάρος στην συνείδησή μου τόσα χρόνια”, έβαλε τα κλάματα μόλις τον αντίκρυσε.

“Σε παρακαλώ, μπαμπά! Πάλι τα ίδια; Σου υποσχέθηκα να αλλάξω και το έκανα. Σκέψου την Μαριάνθη και τα παιδιά μας. Έκανα και το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά. Σωστός κύριος πια! Δεν έχω ασχοληθεί ξανά με αυτά!”

“Ποιος; Εγώ! Σωστός διοικητής, τόσα χρόνια στο καθήκον και να σκοτώσω άνθρωπο! Δεν μπορώ να το χωνέψω!» άρχισε να θυμάται ξανά τα πάντα και να μονολογεί. «Και δεν φτάνει αυτό, διατήρησα εκείνο το βράδυ την ψυχραιμία μου και τον έθαψα κιόλας στο δάσος!»

Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα του δωματίου και μπαίνει ο Μιχάλης. Είχε ακούσει τα πάντα.

«Τί πράγμα; Τί είναι αυτά που λες πατέρα;» έπιασε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια νιώθοντας ότι θα ανοίξει από την σύγχυση. «Καλά ρε Άγγελε, τα ήξερες αυτά τόσα χρόνια και δεν είπες τίποτα; Άφησες τον μπαμπά να σηκώνει τέτοιο βάρος; Κάλυψες ένα έγκλημα που στην τελική ήταν ατύχημα. Τόσα χρόνια κάθεστε και λέτε ότι ο πατέρας της εξαφανίστηκε. Και εσείς τον έχετε θαμμένο στο δάσος!». Άρχισε να περπατά νευρικά πάνω κάτω ακούγοντας όλες τις λεπτομέρειες που εξιστορούσε χωρίς σταματημό ο πατέρας του από εκείνο το μοιραίο βράδυ.

«Και τι να της πω ρε Μιχάλη; Ότι ήταν ατύχημα; Και αν δεν με πίστευε; Τί ψάχνεις τόσα χρόνια μετά;» άρχισε και ο Άγγελος να φωνάζει και τα δύο αδέρφια ήταν έτοιμα να πιαστούν στα χέρια.

Ο Ιάσωνας βλέποντάς τους θυμήθηκε την δική του σκηνή και πίστεψε ότι τα παιδιά του θα είχαν την ίδια κατάληξη. Φοβήθηκε ότι το έγκλημα θα επαναληφθεί από τα ίδια του τα παιδιά. Άρχισε να τραυλίζει και οι λέξεις δεν έβγαζαν πια νόημα. Έγειρε στο πλάι της καρέκλας και το τελευταίο πράγμα που είδε, ήταν τους γιους του να στέκονται με ταραχή από πάνω του. Ένιωθε την ανάσα του να γίνεται όλο και πιο βαριά και την καρδιά του να καίει. Μέχρι που σταμάτησε. Εκεί, στα χέρια των γιων του με την εξομολόγηση του θλιβερού μυστικού του στα χείλη του.

CC & Elgare

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: