,

Ελληνικό οικογενειακό τραπέζι

Πες μου! Όχι πες μου, σε παρακαλώ! Πες μου, στον Θεό που πιστεύεις, ποιος άνθρωπος, με – δίχως άλλως – βαριά και δυσεπίλυτη, ψυχική νόσο, ποιος διεστραμμένος νους, ποιο σαδιστικό μυαλό εφηύρε τα οικογενειακά τραπέζια; Ποιος έριξε την ιδέα; Ποιος συμμετείχε κι απεφάνθη «παιδιά, ωραία είναι, να το κάνουμε συχνά!» Ποιος; Ποιος;;;

Το κακό βέβαια πάντα αρχίζει τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν κι η πηγή του ήταν, είναι και θα είναι, από πάντα, από τα αρχαία χρόνια, η νοικοκυρά του σπιτιού, που ως γνωστόν, είναι δούλα και κυρά και θα το αποδείξει περίτρανα κι εκείνη τη αποφράδα ημέρα του καλέσματος! Κι εννοείται πως ΕΣΥ θα βοηθήσεις! ΔΕΝ ΘΑ βοηθήσεις; Γιατί δεν είναι δουλάρα να τα κάνει όλα μόνη της ε; (αυτό σου το λέει με μάτια που πετάνε φλόγες, χειρότερες από αυτές στα καζάνια της κολάσεως και με χείλη σφιγμένα, οπότε καταλαβαίνεις πως απειλείται η σωματική σου ακεραιότητα ξεκάθαρα και συναινείς απρόθυμα μεν, πάραυτα δε!). Ασφαλώς θα ‘χει ήδη γλείψει όλο το σπίτι (να τρίζει από καθαριότητα, λέμε) κι εσύ θα είσαι στα γόνατα με την οδοντόβουρτσα να τρίβεις μέχρι να πάθεις κάκωση μηνίσκου, αλλιώς δεν δείχνει έλεος! Από την σοφίτα μέχρι το κελάρι, όλες τις γωνίες, όλα τα σοβατεπιά, ντουλαπάκια, τα πομολάκια από τα ντουλαπάκια, τη Σπανιόλα από το ραφάκι, τα αυγά Φαμπερζέ (που δεν έχεις), τον ίδιο τον Φαμπερζέ, όλα τα συρτάρια (όπου έχεις καταχωνιάσει τόσα χρόνια ό,τι πιθανό κι απίθανο γιατί βαριόσουν να το τακτοποιήσεις ή γιατί σκέφτηκες πως κάποτε θα χρειαστεί – δεν χρειάστηκε ποτέ, take my word for it!). Ενδεικτικά, θα βρεις λαμπάδες μισολιωμένες από παλιά Πάσχα, κυπελάκια για να μην στάξουν τα κεριά στον Επιτάφιο, ένα κουτί με έναν τρομακτικό Άγιο Βασίλη που μόλις ανοίξει το συρτάρι θα κάνει «χοχοχο» και θα σου κόψει το αίμα, διαφημιστικά μαγνητάκια από το κεμπαμπτζίδικο της γειτονιάς – που έχει κλείσει κι έγινε pet shop, μετά λουκουματζίδικο, τώρα το γκρέμισαν – φιγουρίτσες από τα αυγά έκπληξη από τότε που που έκανες συλλογή στα δέκα σου, εννοείται χαμένους νυχοκόπτες, οδοντογλυφίδες, επαγγελματικές κάρτες που οι κάτοχοί τους έχουν πεθάνει πριν από είκοσι χρόνια, στυλό που δεν γράφουν (το πιθανότερο δεν έγραφαν από καιρό τώρα), τσίχλες που έχουν μουμιοποιηθεί, περιτυλίγματα από κάτι σοκολατάκια που έκλεψες, να τα φας σε μια ώρα ανάγκης και τα ξέχασες, οπωσδήποτε κάποια πολύ σημαντικά χαρτιά για κάποια δημόσια υπηρεσία που τα έψαχνες και τελικά τα ξαναέβγαλες γιατί νόμιζες ότι χάθηκαν και είχες κατεβάσει όλα τα καντήλια της Μητρόπολης – ήμαρτον Κύριε! – , τηλεκοντρόλ από ανύπαρκτες τηλεοράσεις, την μασέλα του παππού και τα παλιά ακουστικά του, κάτι ληγμένα υπόθετα για μια πάθηση που δεν θυμάσαι ποιος θα μπορούσε να έχει αντιμετωπίσει από τους κατοίκους του σπιτιού και κάτι τούλια από μπομπονιέρες, συνδετήρες, μπρελόκ, καθώς και την Χαμένη Ατλαντίδα!).

Το πρόγραμμα συνεχίζεται τρίβοντας (όπως στο Βιλαμπάχο, γιατί στη Βιλαρίμπα έχουν ξεμπερδέψει) όλα τα καλώδια πίσω από το έπιπλο της τηλεόρασης (ναι, ναι αυτά που είναι σαν της τρελής τα μαλλιά και δεν τα έχεις αγγίξει από τότε που τα εγκατέστησες κι εννοείται πως θα τρέχει κόμπους – κόμπους ο ιδρώτας από το μέτωπο, όπως όταν απενεργοποιούν βόμβες στις ταινίες, γιατί αυτά τα μηχανήματα του έξω από ‘δω, άμα τα ξεσκονίσεις δεν δουλεύουν μετά!), μέχρι και το από πάνω του απορροφητήρα σε έχει χώσει να καθαρίσεις, τους αρμούς των πλακακίων, λες και θα περάσει το υγειονομικό ξέρω ‘γω, λες και με το που θα μπουκάρουν οι καλεσμένοι θα πέσουν στα γόνατα να ψάχνουν τη σκονίτσα, όπως στην Σήμανση που ψάχνουν κηλίδες αίματος κι αποτυπώματα, ξέρω εγώ! CSI Piraeus λόγου χάρη!

Κι αφού το σπίτι θα είναι λαμπίκο, του κουτιού, να ντρέπεσαι να μπεις κι εσύ θα είσαι διασωληνωμένη, γιατί από τα απορρυπαντικά έπαθες αποφρακτική πνευμονοπάθεια και δεν μπορείς να ανασάνεις, πάλι δεν θα είναι ευχαριστημένη, γιατί τότε θα εντοπίσει όλα τα υπαρκτά κι ανύπαρκτα ελαττώματα του σπιτιού για να γίνει μπαρούτι (ξανά!) γιατί οι κουρτίνες πάλιωσαν, ο τοίχος σ’ εκείνο το τεταρτημόριο, έβγαλε υγρασία, ή γιατί δεν βρίσκει το κατάλληλο τετράγωνο σεμεδάκι να ταιριάζει με το τετράγωνο τραπεζάκι στο τετράγωνο σαλονάκι ή γιατί εκείνο το ποδαράκι της σερβάντας έχει πιτσικάρει κι ενώ φώναζε δεν το έφτιαξε κανείς, αλλά «ποιος την ακούει αυτή, όλοι μας την γράφουμε, αλλά βρήκαμε το κορόιδο, να δει πότε θα μας παρατήσει κοκ» δεν περιγράφω άλλο, αυτό συνεχίζεται στο άπειρο… Κι είναι απολύτως λογικό να έχει φάει φρίκη βέβαια, αφού από την κούραση, σέρνεται σαν το μυρμήγκι που το ‘χεις κόψει στα δύο και αλλού πάει το πάνω, αλλού το κάτω και θα ‘χει αυτό το ύφος «όποιον βρω μπροστά μου την έχει μαμήσει… Φέρτε μου λαρύγγια να δαγκώσω!». Δηλαδή η πιο όμορφη διάθεση για να δεχτείς κόσμο! Γιατί αν δεν το ξέχασες, περιμένει κόσμο σε λίγο! Όσο να κάνει ένα μπανάκι!

Έχει ετοιμάσει 42 πιάτα κι 65 μεζεδάκια, που όμως πρέπει να βγουν/ μπουν/ στο φούρνο μικροκυμάτων ή στον φούρνο τον κανονικό την σωστή ώρα, γιατί αλλιώς θα κρυώσουν / ζεσταθούν πολύ / ξεραθούν / παπαριάσουν και δεν θα τρώγονται (αντίδια, μια χαρά τρώγονται όλα, αλλά εκείνη ποτέ δεν θα ‘ναι ευχαριστημένη, γιατί τι καταλαβαίνουμε εμείς από τον κόπο της νοικοκυράς; Τίποτα!) και ποιος θα την πληρώσει που το τραπέζι πρέπει να ‘ναι στρωμένο λες και περιμένουμε να μας το φωτογραφήσουν για το «Maison Decoration», τα σερβίτσια βαλμένα με το μοιρογνωμόνιο, οι σαλάτες δροσερές, το κρέας μαλακό και γενικά ποιος θα την πληρώσει την νύφη για όλα; Από την όξινη βροχή, μέχρι για την καταστροφή των δασών του Αμαζονίου και το λιώσιμο των πάγων της Ανταρκτικής; Εσύ! Εσύ βέβαια κι ας μην φταις! Θα την πληρώσεις, επειδή υπάρχεις, αναπνέεις (μετά την διασωλήνωση όσο μπορείς) και κινείσαι!

Γιατί οι καλεσμένοι άργησαν ή ήρθαν νωρίτερα ή δεν ήρθαν όσοι περίμενε ή ήρθαν περισσότεροι, γιατί έβγαλες νερό χωρίς δίσκο η έβαλες χυμό σε ποτήρι νερού (είναι δυνατό να σερβίρεις χυμό σε νεροπότηρο; Πόση πορτοκαλάδα έβαλες; Δεν θα φτάσει για τους υπόλοιπους! Θα χεστεί η θεία Πουλχερία, έχει κολίτιδα! ΟΚ… Τώρα καταλαβαίνω γιατί είναι σπαστική σκέφτεσαι και γελάς μόνη, ολομόναχη με το κρύο σου αστείο. Γιατί έβαλες γλυκό περγαμόντο που είναι σκληρό και ξεκόλλησε η μασέλα του θείου Ανέστη και τώρα τρέχει στο μπάνιο να την απεγκλωβίσει από το περγαμόντο, όπως ο βασιλιάς Αρθούρος το Εξκάλιμπερ από το βράχο, ενώ σου είχα έτοιμο το βάζο με το γλυκό τριαντάφυλλο – που όσο να ‘ναι το αντέχει και το καινούργιο μασελάκι του θείου ή γιατί άργησες να βγάλεις το ξυροκάρπι μαζί με το λικεράκι το μωβ κι άρπαξε ο παππούς Βρασίδας το κέρινο μήλο από την πείνα και την αμηχανία – μα το κέρινο κι αυτός ο άνθρωπος, έχει λέει σάκχαρο κι αρπάζει ό,τι να ‘ναι – μη χειρότερα!).

Ποιος τελικά ευχαριστιέται τα ρημαδοτραπεζια αυτά, που οι μισοί πεινάνε σαν λύκοι κι οι άλλοι μισοί δεν είναι η ώρα τους να φάνε κι οι δυο ομάδες κοιτάζονται με μίσος απύθμενο έτοιμοι για μάχη σώμα με σώμα, γιατί οι μεν βλέπουν το μπούτι το αρνίσιο και ονειρεύονται να βυθίσουν τα δόντια τους στην σάρκα του γάλακτος κι οι άλλοι μισοί πίνουν ουζάκι με μεζεδάκι και καπνίζουν στο μπαλκόνι/σαλόνι και μιλάνε για τα πολιτικά/αθλητικά (πράγμα που μπορεί να συνεχιστεί για ώρες, μέρες αν τσακωθούν), ενώ διάφορα αφηνιασμένα παιδάκια έχουν πέσει πάνω στα σοκολάτακια, τα βραχάκια και τις καριόκες μέσα στις φοντανιέρες, την ώρα που εξαγριωμένες, έντρομες μανάδες προσπαθούν να τα αρπάζουν μην κάνουν καμιά ζημιά στα μπιμπελά και σπάσουν τίποτα αξίας! (Μπα! Εν αναμονή των μικρών αυτών ανθρώπων, η διακόσμηση έχει περιοριστεί στα κάτωθι… Συνήθως κοπάδια από ξύλινους ελέφαντες στη σειρά από τον πιο χοντρό στον πιο μικρούλι, κάτι κομπολόγια από το Ναύπλιο που έχουν ξεχαστεί από τον καιρό του Καποδίστρια, μια γκλίτσα από το Μέτσοβο να κάνει couleur locale και κάτι τεράστια κοχύλια από εξωτικά νησιά, κυρίως στα σπίτια ναυτικών). Υπάρχει βέβαια κι ο «Παππούς με το τσιμπούκι», αλλά αυτός είναι κρεμασμένος δίπλα στα πτυχία των παιδιών, οπότε και ο κίνδυνος είναι σαφέστατα μικρότερος να συμβεί κανένα ανεπανόρθωτο, να πέσει ας πούμε και να καταπιεί το τσιμπούκι. Όχι, τόσα χρόνια τέτοιο ατύχημα δεν προέκυψε! Αν η άτυχη μητέρα δεν προλάβει και κάποιο άτακτο τέκνο έχει προλάβει ν’ αρπάξει καριόκα ενώ είναι αλλεργικό στο καρύδι, σου έχει κάνει το χαλί του σαλονιού σκατά ενώ η μάνα – κουράγιο κάνει πλονζόν με χαρτομάντιλα, χαρτιά κουζίνας, υγείας, παλιές χαρτοσακούλες από την Aegean και κάτι στουπιά από το δίπλα βενζινάδικο να προλάβει την δεύτερη ρουκέτα του Κωστάκη, ενώ αλαλάζει στον σουρωμένο σύζυγο “Γιατί δεν προσέχεις το παιδί και τρώει ό,τι να ‘ναι; Μα όλα εγώ πια;”.

Βέβαια πάλι ξέρεις πως θα τ’ ακούσεις εσύ! Εσύ, που δεν έφερες μια πιο άνετη καρέκλα κι έφερες αυτή την στενή και σφήνωσε ο θείος Χαράλαμπος και περπατάει τώρα σαν τον Κένταυρο Χείρωνα γέροντας πράμα, μισός άνθρωπος μισός μπερζέρα και φωνάζουμε τους άντρες να τον ξεκολλήσουμε! Εσύ φταις που στην πεθερά δεν άρεσε το δώρο της νύφης, που δεν είδες που οι συννυφάδες ξίνισαν όταν ανέφερες το τάδε, που σίγουρα θα τον πήραν σαν υπονοούμενο για το δείνα! Σε συμβούλιο κορυφής με Πούτιν – Μπάιντεν, δεν θα ‘χα τόσο τσίτα τις αισθήσεις μου να προλάβω τα πάντα, μην γίνει καμιά στραβή! Από το να τσαντιστεί η θεία Αφροξυλάνθη που δεν θα είναι στην φωτογραφία γιατί κατούραγε εκείνη την ώρα και χρειαζόταν 45 μάστορες κι εξήντα μαθητάδες να τραβάνε να ξαναβάλει τον κορσέ, μέχρι που δεν διάλεξες την σωστή μουσική, γιατί οι μισοί θέλαν Βιβάλντι κι οι υπόλοιποι Γωγώ Τσαμπά, γιατί δεν είχε τασάκι δίπλα του ο θείος Πελοπίδας και θα κάψει το τραπεζομάντηλο το καλό, το πανάκριβο (στραβός είσαι ρε θείο να το ανάβεις το ρημάδι το τσιγάρο, ενώ δεν έχει που να ρίξεις τις στάχτες, γμ το κεφάλι σου το παραλληλόγραμμο;) γιατί ενώ έχουμε πιατάκια για το γλυκό λείπουν κουταλάκια; (πάντα λείπουν κουταλάκια! Είναι στο μυστικό μέρος με τις κάλτσες που χάνονται στο πλυντήριο). Γιατί δεν έβαλες γλυκό στον Μίλτο (γιατί δεν τον είδα το ηλίθιο, το αποβλακωμένο από την ώρα που μπήκαν πήγε και χώθηκε σε μια γωνιά και παίζει μ’ ένα ματζαφλάρι και φοράει και την κουκούλα μέχρι το σαγόνι και καλά είμαι τράπερ και δεν σηκώνω πολλά, τύπου «μόλις ήρθα από Χάρλεμ μπιτς, κάνε τουμπεκί», ο Μίλτακος να πούμε, που μέχρι χθες τρέχαμε με τα μωρομάντηλα να του σκουπίζουμε τις μύξες γιατί τις κατάπινε όλο χαρά κι ερχόταν και μας το έλεγε με περηφάνια!

Όχι ρε! Δεν μ’ αρέσει που θα φταίω για όλα! Που θα πλένω πιατάκια πιατέλες, πιατελάκια μέχρι να σβήσει ο ήλιος ο Ηλιάτορας, που θα τα ακούω από την μάνα μου μέχρι να ξανακάνει τραπέζι για κάθε πιθανή κι απίθανη αιτία, γιατί μέχρι να ξεκουραστεί θα έχει την διάθεση του απίθανου Χούλκ και μόλις ξεκουραστεί θα αρχίσει την κλάψα ότι τίποτα δεν ήταν ωραίο κι ήταν αποτυχία το τραπέζι!

Ελάτε βρε χαζούλια με πιστέψατε; Υπάρχει πιο μεγάλη χαρά από να δέχεσαι αγαπημένα πρόσωπα στο σπίτι σου και να τα περιποιείσαι; Άιντε βρε και του χρόνου να είμαστε καλά, πάντα να ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε… Σας περιμένουμε με την πρώτη ευκαιρία. Μη χαθούμε πάλι!!!

Ασπασία Κουρέπη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: