,

Ουτοπία

Είδα αρπαχτικά να τσιμπάνε με το μυτερό τους ράμφος την ευτυχία σου, θέλοντας να απομυζήσουν κάτι από δαύτη κι αν δεν τα καταφέρουν… Να παλεύουν με νύχια και με δόντια να τη φθείρουν, να την αλλοιώσουν και αν είναι δυνατόν να τη διαλύσουν πλήρως. Να διαστρεβλώνουν την αλήθεια κι έπειτα να την ευτελίζουν. Να κατασκευάζουν ταμπέλες, βγαλμένες από αλάνθαστα μοτίβα, πιστά σε ένα σωστό προκατασκευασμένο. Να θορυβούν, μέχρι να κατορθώσουν να σε κάνουν να αμφισβητήσεις τα ιδεώδη της ίδιας σου της ύπαρξης…

Κάπως έτσι άρχισα να μαθαίνω πως… η αξία στο καθετί φθίνει, καθώς ανακυκλώνεται από του κόσμου τα στόματα και πως… τα πιο πολύτιμά μας, πρέπει να τα κρατάμε μυστικά επτασφράγιστα.

Κάπως έτσι κρατήθηκα και δε μίλησα ποτέ για σένα με τρόπο κοινότυπο. Κανείς δεν έμαθε για σένα το όνομά σου, την ιδιότητά σου, μήτε τα χαρακτηριστικά ‘κείνα που είναι ορατά στους οφθαλμούς. Μονάχα σκόρπιους χαρακτηρισμούς, για να σε πλάθει στην φαντασία του όπως θέλει, καθώς διαβάζει κείνα τα παλιά μου σκονισμένα γραπτά. Να σε ωραιοποιεί και να σε εξιδανικεύει… Και κάπως έτσι να αποκτά την ψευδαίσθηση πως σε γνωρίζει και μάλιστα πολύ καλά.

Μα πάνω απ’ όλα να καλλιεργεί προσδοκίες για το εμείς και να κλιμακώνει τα συναισθήματά του, όσο γυρνάει δαύτες τις φθαρμένες σελίδες. Να ακονίζει το μυαλό του, πασχίζοντας να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από λόγια ασαφή, καθώς και να αναζητά τους υπαινιγμούς που κρύβουν τα αποσιωπητικά ‘κείνα που κοσμούν, το πέρας της κάθε γραμμής. Ώσπου να προσγειωθεί απότομα, καθώς πλησιάζει προς το τέλος, διαπιστώνοντας πως έχασε το χρόνο του διαβάζοντας για μια ουτοπία, για μια παραίσθηση κατασκευασμένη από τη βαθιά πεθυμιά…

Έπειτα να καταλαβαίνει πως δεν ήσουν τίποτα παραπάνω από μια πλάνη που με προφύλασσε από καθετί δυσοίωνο. Η νοητή μου απόδραση από την πραγματικότητα, όταν έπαυε να είναι ιδανική και η πειστική δικαιολογία μου, ώστε να μην προσπαθήσω στιγμή να τη σμιλεύσω. Μια ευκαιρία για εφησυχασμό όταν με κυρίευε η δειλία και μια ευκαιρία για άμεση φυγή όταν άρχιζα να τρέμω το αλλότριο. Μια δάδα που άναβε διαρκώς πύρινες φλόγες στην καρδιά μου κι ένας μηχανισμός που γέμιζε το μυαλό μου, παρωπίδες. Η εξαρτησιογόνα μου ανάγκη, μα και παράλληλα το μεγαλύτερό μου εμπόδιο. Ένα όνειρο που με ζέσταινε όταν ερχόταν ο χειμώνας, μα και παράλληλα η αιτία που οι χειμώνες τελευταία είχαν γίνει κάπως πιο συχνοί και μάλλον ο λόγος που η μυρωδιά της άνοιξης, είχε κάπως σβηστεί από τη μνήμη μου, μοιάζοντας πιο πολύ με ανάμνηση βγαλμένη από μία άλλη ζωή.

Ήσουν άλλωστε μία καταχνιά που μου σκέπαζε τα μάτια, κάθε φορά που πάσχιζαν να κοιτάξουν κάπου στον αχανή ορίζοντα κι έπειτα το είδωλό σου σχηματιζόταν κάπου ανάμεσα στην ομίχλη. Σε ονόμασα έτσι, οφθαλμαπάτη με δυο μάτια, γεμάτα υποσχέσεις. Ήσουν εξάλλου ο δημιουργός, που έπλαθε τις πιο μεγάλες και τις πιο πολλές μου αυταπάτες…

Κάπως έτσι μόλυνα για πρώτη φορά την πίστη μου στην αλήθεια, επιλέγοντας την πλήρη προσκόλληση σε ένα ψέμα. Το ονόμασα λυτρωτή, θεωρώντας πως με προφυλάσσει από τη συντριβή που θα προκαλούσε η αποκάλυψη μιας αλήθειας, η οποία φάνταζε στη σκέψη μου με αιφνίδιο κι επώδυνο χτύπημα, αγνοώντας πως υπάρχουν κι εκείνα τα χτυπήματα που δεν καθηλώνουν, μα ωθούν…

Iωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


%d