Νίκη… Μια απλή, φαινομενικά συνηθισμένη κοπέλα της διπλανής πόρτας, μεσαίου αναστήματος, με καστανά ίσια μαλλιά και ένα μέτριο σωματότυπο. Αν δεν ήταν τα γαλαζοπράσινα της μάτια, θα περνούσε απλά απαρατήρητη μέσα στο πλήθος. Δεν ήταν το χρώμα που την έκανε να ξεχωρίζει, ήταν αυτή η καθαρότητα στο βλέμμα, ήταν ότι σε διάβαζε στο δευτερόλεπτο χωρίς να προλάβεις να αρθρώσεις λέξη, ήταν που σε αποδεχόταν και σε καταλάβαινε χωρίς να πει κουβέντα. Ήταν που σου έλεγε τόσα πολλά, χωρίς να χρειάζεται να σου μιλήσει καν. Απλά σε κοιτούσε. Δυσεύρετο, σπάνιο και μοναδικό.
Σταλμένη από το χωριό στην πόλη να παντρευτεί, σαν ένα απλό δέμα με το αστικό κτελ της περιοχής. Από τον αποστολέα στον παραλήπτη, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς συναισθήματα. Οι πόρτες της καρδιάς της είχαν κλείσει, ο Μανωλιός, ο πρώτος της έρωτας, το άλλο της μισό την πρόδωσε σκληρά. Ίσως γι’ αυτό δέχτηκε αβίαστα να παντρευτεί τον αποστολέα, τον Αποστόλη. Ίσως να το ήξερε τότε, ίσως και πάλι όχι… ίσως να αναγκαζόταν να το συνειδητοποιήσει στην πορεία.
Ο Αποστόλης, ένας νεαρός, μελαμψός, άντρας γύρω στα 35, έψαχνε να βρει μια κοπέλα να κάνει οικογένεια. Να συμμορφωθεί, να ανοίξει το σπιτικό του, όπως ορίζουν τα καθωσπρέπει του κόσμου και η λογική πορεία της ζωής. Τα πάντα είχαν κανονιστεί, γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν ένα παιδάκι, όλα φυσιολογικά, όλα αποδεκτά από την κοινωνία. Μια κλασσική, φυσιολογική, αστική οικογένεια. Μόνο που κανείς δεν γνώριζε τον άλλο, κρυμμένοι πίσω από τα τυπικά τους προσωπεία, κανείς από τους δυο δεν γνώριζε για το παρελθόν το άλλου, δεν ήθελαν, δεν έπρεπε, δεν βόλευε, ποιος ξέρει…
Είχαν στήσει εν αγνοία τους ένα ωραίο θεατράκι, με πρωταγωνιστές τους ίδιους και κοινό τους γνωστούς και φίλους, την κοινωνία. Είχαν κερδίσει τα όσκαρ των πρωταγωνιστικών τους ρολών επί συναπτά έτη και από όσο έδειξε η ιστορία παρά τα θέλω τους, θα συνέχιζαν να είναι οι νικητές για πολλά ακόμα χρόνια.
Οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν. Η Νίκη τέλεια μάνα, νοικοκυρά και σύντροφος, όλα αυτά τα χρόνια μηχανικά, χωρίς συναίσθημα, μια ρουτίνα. Ο Αποστόλης, τυπικός άντρας, καλός πατέρας, εργατικός και τίμιος, χωμένος στην ρουτίνα του και στην άκρη του καναπέ, το βαθούλωμα από την αριστερή πλευρά που καθόταν, μαρτυρούσε την κενή ζωή και την αδιαφορία του.
Οι σταγόνες της βροχής χτύπησαν μελαγχολικά το παράθυρο, το κρύο ήταν πια αισθητό, η Νίκη έβαλε εκείνη την γκρι ζακετούλα που την έκανε να νιώθει άνετα και ζεστά και ας μην ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, άλλωστε δεν την έβλεπε κανείς, όλοι κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου. Είχε καταντήσει καταστροφική συνήθεια αυτό το πρωινό ξύπνημα, οι σκέψεις και οι ανησυχίες, που δεν άφηναν να χαλαρώσει ούτε το σώμα, μα ούτε και την ψυχή. Ατελείωτες νύχτες και ξημερώματα μοναξιάς και ανησυχίας.
Εκείνο το ξημέρωμα όμως ήταν διαφορετικό από τα άλλα, αποφάσισε να μην αναζητήσει άλλο τις αιτίες της μοναξιάς της, αλλά να αναζητήσει τον ίδιο της τον εαυτό. Τον είχε κάπου χάσει ανάμεσα στους τόσους ρόλους, μάνα, σύζυγος, παιδαγωγός, νύφη, νοικοκυρά, ερωμένη, εργαζομένη, οικονομική σύμβουλος και πόσους άλλους ακόμα. Είχε κάνει αρκετές προσπάθειες να βρει ένα χόμπι να ξεχαστεί, έκανε ψυχοθεραπεία μέσω της δημιουργικότητάς της. Δεν τα κατάφερνε, την ικανοποιούσε για λίγο καιρό, μετά όμως ξανά τα ίδια. Είχε αρχίσει να νιώθει κενή και άδεια, χωρίς νόημα, δεν ήξερε ποια ήταν, προείχε πάντα ο ρόλος της μητέρας. Τι να το κάνεις όμως αν δεν είσαι εσύ καλά, δεν μπορείς να αποδώσεις σε κανέναν ρόλο. Το θέατρο βέβαια καλά κρατούσε, μέσα της όμως καιγόταν, έβραζε, δεν ήξερε αν θα την έβγαζε την παράσταση έως τέλος.
Μεγάλο ρόλο είχε βέβαια και εκείνος ο Θάνος από την διπλανή γειτονιά, με τον οποίο όποτε συναντιόντουσαν τυχαία, μιλούσαν με τα μάτια, χωρίς λέξεις, μόνο με “θέλω”. Είχε καταφέρει να χαμογελάσει μετά από καιρό, είχε βρει νόημα να σηκώνεται να πηγαίνει στην δουλειά, είχε βρει νόημα να υπάρχει. Η έλξη ήταν τόσο έντονη, που όσο και αν αντίθετο ήταν όλο αυτό με τις ηθικές της αξίες, δεν μπόρεσε να αντισταθεί, αφέθηκε.
Ήταν κάτι το ανεξήγητο, το μοναδικό, σαν να γνωριζόντουσαν από πάντα. Οι συναντήσεις τους μαγικές, οι συζητήσεις τους ατελείωτες. Αχ πόσο τους είχαν λείψει να συζητούν, να επικοινωνούν, να μιλάνε ακόμα και με τις σιωπές τους! Ίσως αυτό να ήταν το πιο μαγικό, δύο σιωπές που κατανοούσαν και αποδεχόντουσαν η μία την άλλη. Τα φιλιά τους υγρά και παθιασμένα, σαν να ήταν ο πρώτος τους έρωτας, σαν να μην είχαν ξαναζήσει ηδονή, πρωτόγονες εμπειρίες. Οι συνουσίες τους ήταν ένας ταυτόχρονος οργασμός ψυχής και σώματος. Κούμπωναν τα κορμιά τους, οι ανάσες τους, οι καρδιές τους, τα θέλω τους. Μια αίσθηση μοναδική, πρωτόγνωρη. Στιγμές απόλυτης ευτυχίας.
Ο καιρός περνούσε, δεν ήταν πια μια γλυκιά συνήθεια, ήταν μια ελπίδα, μια ανάγκη. Όσο και να το πάλευε μέσα της με τύψεις και ενοχές, δεν είχε την δύναμη να το μετριάσει, αποκτούσε μεγάλη επιρροή και δύναμη πάνω της. Οι προσδοκίες καταλάμβαναν θέση διακριτικά εκεί, στην άκρη του μυαλού της, όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί, στρογγυλοκαθόντουσαν και την επηρέαζαν. Είχε αρχίσει να φτιάχνει σιγά σιγά το παραμυθάκι της, με τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα. Ξέχασε όμως τον κακό τον λύκο. Ο κακός ο λύκος ήταν μέσα της, ήταν η καθημερινή τραμπάλα των “θέλω” και των “πρέπει”. Το θέατρο ή η πραγματική ζωή. Η ευτυχία της ή τα λόγια του κόσμου.
Είχε σταματήσει πια να κοιτάζεται πια στον καθρέπτη, δεν μπορούσε καν να αντικρίσει την αντανάκλασή της. Αναλογιζόταν την μορφή εκείνη που παίρνει όταν είναι μαζί του, αυτή της ηρεμίας, της αποδοχής, της ελευθερίας να είναι ο εαυτός της και εκείνη την μορφή που έχει μακριά του, ένα κενό και άδειο σύμπλεγμα ρόλων, μια παράσταση γεμάτη από πρέπει.
Ένα βράδυ είχαν πάει στην παραλία. Είχαν χαθεί στον μαγικό αυτό ήχο της θάλασσας και της σιωπής. Εκείνο το βράδυ της είχε πει ότι ήταν ο μεγαλύτερος σταθμός του, ότι άθελά της τον είχε μάθει πολλά, γιατί ήταν η αντανάκλασή του, ο καθρέπτης του, ήταν ένα. Ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό του γυμνό μπροστά του, έμαθε να ξανασυστήνεται από την αρχή στην ζωή. Λάτρευε την φάτσα της, θα την αγαπούσε για πάντα, ακόμα και αν κάποια στιγμή χώριζαν τα μονοπάτια τους και διάλεγαν ξεχωριστές διαδρομές, ίσως επειδή δεν θα είχαν τα κότσια, ίσως επειδή απλά μερικές φορές αποφασίζει η ζωή για εμάς χωρίς καν να μας ρωτήσει. Το ίδιο ένιωθε και εκείνη…
Ήταν εκείνο το σούρουπο που ο Θάνος από νωρίς είχε κακό προαίσθημα, ήξερε, ένιωθε ότι κάτι θα συμβεί. Το μήνυμα ήρθε χαράματα «Θέλω να μείνω μόνη, έχουν συμβεί πολλά, κουράστηκα με τα ψέματα. Σκέφτομαι εσένα, το παιδί μου, τον Αποστόλη. Τελοσπάντων… Πρόσεχε!». Αυτό το τελοσπάντων τον διέλυσε, το τέλος των πάντων. Μια λέξη μόνο, που πάντα υποδείκνυε το τέλος, το τέλος μια συζήτησης, το τέλος μια πράξης, ίσως το τέλος της ζωής τους μαζί. Πρόσεχε… τι να προσέχω, αφού δεν είσαι εσύ εδώ να με προσέχεις! Τα λόγια του κόσμου… αυτό τον πείραξε πιο πολύ από όλα. Τα λόγια του κόσμου! Γιατί πάντα την ενδιέφερε τι θα πουν οι άλλοι κι ας την έκαναν συχνά να νιώθει φτηνή και άχρηστη. Επέλεγε να δίνει εκεί βάση και όχι στον ίδιο της τον εαυτό. Σάμπως όλοι αυτοί που κριτικάρουν δεν έχουν κάνει τα ίδια, τα ίδια και χειρότερα μην σου πω. Οι άνθρωποι αντί να κρίνουν τους εαυτούς τους, αρέσκονται στο να κατηγορούν τους άλλους, είναι πιο εύκολο από το να αντιμετωπίσεις το μέσα σου. Τέλειος να είσαι, πάντα θα βρίσκουν να λένε.
Ο Θάνος όμως την αγαπούσε πραγματικά, την αγαπούσε παρά αυτό που ήταν, την αγαπούσε εκείνες τις στιγμές που η ίδια δεν μπορούσε να αγαπήσει τον εαυτό της, της έλεγε ότι είναι πολύτιμη και ότι κρύβει ένα θησαυρό μέσα της, αρκεί να θέλει να τον δει. Της έλεγε απλά να ακούσει την εσωτερική της φωνή και να την ακολουθήσει. Δεν μπορούσε να την σώσει, έβλεπε, ένιωθε, αλλά ο καθένας σώζει μόνος του τον εαυτό του, μέσα από δύσβατα μονοπάτια και σκοτεινές εκβάσεις, μόνο εκεί βρίσκεις το φως, μόνο στα σκοτάδια. Δεν θα τολμούσε να την πιέσει ποτέ, ο καθένας κάνει τις επιλογές του. Δεν θα ήθελε να έχει ευθύνη για την ζωή της, ο καθένας δέχεται απλά τις συνέπειες των επιλογών του. Είτε θα ήταν μαζί, είτε όχι.
Μέρες περισυλλογής, νύχτες αϋπνίας, κρασί, μοναξιά, απόγνωση, σενάρια, αδικία και ένα σωρό γιατί. Το μυαλό του έπλαθε σενάρια, πλοκές, το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Θα μπορούσε να του είχε εξηγήσει, ίσως ό,τι ήταν, να το λύνανε μαζί, γιατί;;; Σεβάστηκε όμως την επιθυμία της, άλλωστε αυτό είναι η αγάπη… σεβασμός, εκτίμηση, νοιάξιμο, αφοσίωση, υπομονή….
Είχε φτιάξει τον καφέ του στην πράσινη πορσελάνινη εκείνη φλυτζάνα που λάτρευε και μόλις είχε ανάψει το τσιγάρο του, την σταθερή συντροφιά του τόσα χρόνια και ας ήξερε ότι του κάνει κακό. Τουλάχιστον αυτό το είχε επιλέξει ο ίδιος, όχι οι άλλοι, όχι τα καθωσπρέπει της κοινωνίας. Το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν αυτή, ξαφνιάστηκε… του είχε λείψει τόσο πολύ, η μυρωδιά της, οι συζητήσεις της, η αφή της, το πρόσωπό της, η αγάπη της, όλα πάνω της και όλα τριγύρω της! Άκουσε την φωνή της στην άλλη άκρη της γραμμής, αχ πόσο ήθελε μια αγκαλιά… μια αγκαλιά μόνο από εκείνη, από αυτές που σταματούν τα λεπτά, που υπάρχουν μόνο αυτή και αυτός, το δικό τους όνειρο, η δική τους πραγματικότητα.
«Είμαι έγκυος από τον Αποστόλη, περιμένω το παιδί του!» ακούστηκε η φωνή της ξεψυχισμένη, κομματιασμένη… «δεν θέλω.. πρέπει…». Σιγή… τι να πεις όταν ο κακός ο λύκος σε κατασπαράζει, τι να πεις όταν το όνειρο γίνεται χίλια κομμάτια, τι να πεις όταν η χάρτινη ελπίδα σου βουλιάζει, τι να πεις όταν γκρεμίζονται οι προσδοκίες σου, τι να πεις… Δεν υπάρχουν λέξεις να εξηγήσεις το κενό, την σιωπή εκείνη την τσουχτερή που σου τρυπάει τα κόκαλα και τα σωθικά, δεν θα ξαναυπάρξει χαραυγή, τέλοσπάντων… το τέλος των πάντων!
Η ελπίδα έγινε ανάγκη και η ανάγκη απλά χάθηκε μες τα ατελείωτα πρέπει.
Σιγή, κενό, εκκωφαντικός πόνος, σπασμένα όνειρα και συναισθήματα κείτονται παντού…
Άδικη που είναι η ζωή….
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί…
Stella