,

Μέρα (άσχημη) συνηθισμένη

Ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του. Ήταν στο σκοτεινό δωμάτιο που μοιραζόταν με την γυναίκα του. Σκοτεινό δωμάτιο, σκέφτηκε. Όπως οι σκέψεις μου τα τελευταία χρόνια. Γύρισε προς τα αριστερά, καθώς άκουγε τον (πένθιμο) χαρακτηριστικό ήχο του ξυπνητηριού δίπλα από το προσκεφάλι του. Ήταν μόνος τώρα. Σηκώθηκε από την κρεβατοκάμαρα. Άκουσε τις φωνές κάτω στην κουζίνα, τη γυναίκα και τα παιδιά του και τον πατέρα του, να κουβεντιάζουν και (να μαλώνουν, να βρίζουν ο ένας τον άλλο) να διασκεδάζουν. Άλλη μια συνηθισμένη μέρα.

Φόρεσε τα πασούμια του και περπάτησε (σαν να μην θέλω να συνεχίσω) αργά ως το μπάνιο. Έκανε την ανάγκη του και μετά έπλυνε το πρόσωπό του. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα με τα νερά να στάζουν από το κεφάλι του στον νιπτήρα. Ύστερα, κοίταξε το είδωλό του. Αναρωτήθηκε (ποιος είσαι) για ποιο λόγο είχε ξεχάσει να ξυριστεί. Έμοιαζε με τον τύπο στη φωτογραφία του ισογείου. Με τον άνθρωπο που βρισκόταν κάτω μαζί με τα παιδιά του. Έμοιαζε στον (κακό) κάποτε νεαρό πατέρα του. Έναν γυαλάκια τύπο με φθαρμένο τζιν και πουκάμισο φτηνό, συνήθως λερωμένο. Που χαμογελούσε στο φακό (ψεύτικα, διπρόσωπα) ενώ η μητέρα του Κώστα βρισκόταν δίπλα του και κοιτούσε κάτω, στο έδαφος (εκεί που την έστειλε αυτός) με μάτια μελαγχολικά, έχοντας το χέρι του άντρα της περασμένο γύρω από τους ώμους της. Γιατί είχε κρατήσει αυτή τη φωτογραφία; Γιατί είχε κρατήσει (τον φονιά) τον πατέρα του μέσα σε αυτό το σπίτι; Στο σπίτι όπου έμενε η γυναίκα και τα παιδιά του; Δεν είχε καμιά δουλειά εκεί. Δεν είχε καμιά δουλειά πουθενά. Άλλος είχε πεθάνει και άλλος έπρεπε να έχει πεθάνει.

Ο Κώστας ντύθηκε βιαστικά. Το κοστούμι του, χάρη στην γυναίκα του, ήταν περιποιημένο. Τα παπούτσια του ήθελαν λίγο γυάλισμα. Τα έσαξε όπως-όπως. Καθάρισε τα γυαλιά του. Ο χαρτοφύλακάς του βρισκόταν στο γραφείο του. Έβαλε μέσα τα χαρτιά του. Έτριψε το καφετί δέρμα. Κάποτε ήταν πιο όμορφος αυτός ο χαρτοφύλακας. Πιο (δικός μου) επαγγελματικός. Μια φαρέτρα νέας γενιάς, γεμάτη βέλη, που είτε θα έδιναν χαρά, είτε θα (γίνομαι ο μπαμπάς) απέλυαν εργαζόμενους. Ένα οπλοστάσιο, αμυντικό και επιθετικό ταυτόχρονα, όπως και τα κανονικά οπλοστάσια. Τώρα, όμως, είχε φθαρεί (σαν τα παντελόνια του μπαμπά) αλλά του Κώστα του άρεσε ακόμα. Του θύμιζε πώς ξεκίνησε πριν δέκα χρόνια, όταν ήταν εικοσιπέντε χρονών. Νέος, μόλις είχε τελειώσει με τη θητεία του. Είχε κάνει αίτηση, πολλές αιτήσεις, για δουλειά. Τελικά, βρέθηκε μια εταιρεία που τον δέχθηκε στις τάξεις της σαν υπεύθυνο διανομών των προϊόντων. Μετά από τέσσερα χρόνια, ο διευθυντής τον έκανε προϊστάμενο του τομέα. Εκεί έμεινε. Δεν ήθελε να πάει πιο πάνω. Δε χρειαζόταν. Η γυναίκα του η Ειρήνη εργαζόταν κι αυτή σε μια άλλη εταιρεία. Είχαν (λεφτά, φράγκα, γεμάτες τσέπες) έσοδα.

Όμως, ο μπαμπάς διαφωνούσε. Φυσικά και θα διαφωνούσε. Ήταν πλεονέκτης. Ήταν (παραδόπιστο, φιλοχρήματο κάθαρμα) άνθρωπος που είχε θεοποιήσει τα λεφτά. Που θα έκανε τα πάντα για να αποκτήσει όσα ήθελε. Ο μπαμπάς. Τώρα ο Κώστας τον έβλεπε να είναι δίπλα στην Ειρήνη. Κάθονταν όλοι μαζί στο τραπέζι. Τα παιδιά απέναντί του, με τις σχολικές τσάντες να κρέμονται στην καρέκλα και τα μπολ τους γεμάτα γάλα και δημητριακά. Έκανε ζέστη μέσα στο σπίτι. Ο Κώστας ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Ο μπαμπάς αγκάλιασε (σαν αρπακτικό που είναι) δυνατά την Ειρήνη, γελώντας εξίσου δυνατά με κάποιο αστείο του. Εκείνη έδειχνε να υπομένει την οικειότητα του μπαμπά. Είχε δεχτεί να τον αφήσουν να μείνει. Ίσως επειδή ο δικός της πατέρας είχε πεθάνει νωρίς. Δεν ήθελε να στερήσει και από τον Κώστα τον δικό του (προσωπικό τύραννο) πατέρα.

«Κωστάκη, πόσους θα απολύσουμε σήμερα;» ρώτησε ο μπαμπάς, κλείνοντάς του το μάτι.

«Καλώς εχόντων των πραγμάτων, κανένα».

Ο μπαμπάς γέλασε. «Έλα τώρα, αν το αξίζουν…»

Υπάρχει κάποιος που το αξίζει. Αλλά δεν είναι οι συνάδελφοί μου. Μπαμπά. «Θα το αποφύγω όσο μπορώ».

Η Ειρήνη συμφώνησε με τον Κώστα. «Όχι, κύριε Λάμπη, δεν πάει έτσι. Έχουν οικογένειες οι άνθρωποι. Και ζούμε και σε δύσκολες εποχές. Δε διώχνεις έτσι απλά κάποιον». «Φυσικά και όχι, καλή μου». Ο μπαμπάς κοίταξε με νόημα τον Κώστα. Μετά φίλησε (σαν πελάτης πόρνης) την Ειρήνη στο μέτωπο.

Ο Κώστας βγήκε λίγο αργότερα. Η μέρα ήταν (συννεφιασμένη, μελαγχολική σαν τη μαμά) γαλάζια και φωτεινή από τον ήλιο. Μπήκε στο εταιρικό αμάξι. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και έβαλε μπρος και σε λίγο είχε αναμειχθεί στην κίνηση. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι οχήματα. Τέτοια ώρα όλοι πήγαιναν στη δουλειά τους. Ή για να βρουν δουλειά. Ή για να πάνε τα παιδιά τους στο σχολείο. Ο Κώστας συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ανοίξει το ραδιόφωνο. Έκανε να πατήσει το κουμπί, αλλά δεν είχε όρεξη και το άφησε.

Καθώς περίμενε σε ένα φανάρι, είδε έναν τύπο να πλησιάζει τρεκλίζοντας. Ήταν μικροκαμωμένος, κρατούσε ένα μπαστούνι και φορούσε βρόμικα, κουρελιασμένα ρούχα. Έμοιαζαν (ταιριαστά) να έχουν κολλήσει πάνω στο σώμα του. Ο άντρας στάθηκε στο παράθυρο του Κώστα και άπλωσε τα χέρια του. «Θα μου δώσετε κάτι, κύριε;» ρώτησε. «Κάτι;»

Ο άντρας τον κοίταξε με προσμονή. «Ναι», είπε ο Κώστας στον άντρα.

Κορναρίσματα ήχησαν, καθώς το φανάρι άναψε πράσινο. Αλλά σταμάτησαν όταν οι οδηγοί είδαν τι έκανε ο Κώστας. Όσοι βιάζονταν ή δεν είχαν καμιά όρεξη για τέτοιες βλακείες, προσπέρασαν από δεξιά. Στην πύλη, ο φύλακας έμεινε με τον καφέ του στο χέρι στη θέα του Κώστα. Γιατί, σκεφτόταν, μέσα σε ένα σύγχρονο αμάξι βρισκόταν ένας κουρελής, ένας ζητιάνος. Ο Κώστας χαμογελούσε στο φύλακα.

«Κύριε; Είστε καλά;» ρώτησε ο άντρας με τη στολή.

«Ναι», απάντησε ο Κώστας. «Νιώθω (ο εαυτός μου) θαυμάσια».

Ο φύλακας έκανε να σκύψει προς το ανοιχτό παράθυρο, αλλά δεν το τόλμησε τελικά, καθώς μύριζε. Άσχημα. Άνοιξε την πύλη και παρακολούθησε το αμάξι, διερωτώμενος χίλια δύο πράγματα.

Ο Κώστας, καθώς έβγαινε και κλείδωνε το αμάξι, είδε τον Μαν να τον πλησιάζει τρεχάτος. Ο Μαν ήταν το σκυλί του αφεντικού, πάντα ελεύθερο στον περιβάλλοντα χώρο της εταιρείας. Ένα μεγαλόσωμο, μαύρο ντόπερμαν. Συνήθως ήταν κοινωνικό και χαρούμενο.

«Γεια σου, Μαν», είπε ο Κώστας και έκανε να χαϊδέψει το σκυλί. Αλλά εκείνο (αμύνεται) γάβγισε δυνατά, δείχνοντας τα δόντια του στον Κώστα. Κινούνταν ασυντόνιστα δεξιά αριστερά και πίσω.

«Μαν;» Ο σκύλος γρύλισε απειλητικά.

Τότε εμφανίστηκε ένας υπάλληλος. «Έι! Ποιος είσαι εσύ;» φώναξε.

«Ο Κώστας. Προϊστάμενος του τομέα διανομών».

Ο άντρας χρειάστηκε να δει τα διαπιστευτήρια του Κώστα, για να μην καλέσει το φύλακα ή την αστυνομία. Στις εννιά ώρες που ακολούθησαν, οι υφιστάμενοι του Κώστα τον απέφευγαν όσο μπορούσαν. Ειδικά, δε, όσοι έκαναν γκάφες… Χρειάστηκαν αρκετές στιγμές για να πάνε να του το πουν. Πιο πολύ απ’ όλα, ενδόμυχα, δεν ήθελαν να τους διώξει ένας (βρομιάρης) «άστεγος». Αλλά ο Κώστας τους κράτησε. Δεν απέλυσε κανέναν. Έταξε μάλιστα και αυξήσεις. Επέστρεψε σπίτι το απόγευμα. Βρήκε τον (φονιά της μαμάς) μπαμπά να κάθεται στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση. Με τα πόδια πάνω στο τραπέζι. Με τις πιτζάμες ακόμα.

«Δεν έχουν επιστρέψει», είπε ο μπαμπάς.

Ο Κώστας πήγε στο γραφείο του και άφησε το χαρτοφύλακά του. Έπειτα, επέστρεψε στο καθιστικό. Βολεύτηκε δίπλα από τον μπαμπά.

«Γιατί βρωμάς έτσι, γαμώτο;»

Ο Κώστας δεν απάντησε.

«Λοιπόν, πόσους απέλυσες σήμερα;» Ο μπαμπάς τον κοίταξε χαμογελώντας. «Τι φοράς; Τι είναι αυτά τα κουρέλια;»

«Έναν».

«Έναν;»

«Έναν απέλυσα».

«Μόνο; Πώς το πήρε;»

«Δεν ξέρω ακόμα. Τώρα θα το μάθει».

Ο μπαμπάς παραξενεύτηκε πιο πολύ. «Είσαι καλά μικρέ;»

Ο Κώστας έβγαλε από την τσέπη του ένα από τα προϊόντα της εταιρείας. Ένα μαχαίρι για κρέατα.

Όταν τέλειωσε, πήγε στην κρεβατοκάμαρα, άλλαξε και επέστρεψε κάτω. Πήρε (το πτώμα) τον μπαμπά και τον τσουβάλιασε στο πορτ-μπαγκάζ του αμαξιού. Μαζί με τη νέα του καθημερινή στολή.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr.
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/.
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: