“Σήκω! Σήκω! Σήκω! Το υποσχέθηκες!’
“Ω, άσε με τώρα! Δεν μπορείς να το κάνεις μόνη σου;”
“Σήκω! Μου είπες πως θα με βοηθήσεις!”
Καμία απάντηση. Άμα του σπάσω το κεφάλι, θα φταίω; Κοιτάει το υπερπέραν και κάνει σαν να μην υπάρχω! Κάθε φορά που χρειάζομαι μια βοήθεια, υπόσχεται πως θα με βοηθήσει και όταν έρχεται η ώρα κάνει τον ανήξερο!
“Σε παρακαλώ, βρε αγάπη μου, περνάει η ώρα! Έχω να σκουπίσω, να σφουγγαρίσω και να μαγειρέψω! Σε παρακαλώ!”
“Ρε μωρό, κάτσε να πιούμε λίγο καφέ και τα κάνουμε μετά! Δεν χάθηκε ο κόσμος!”.
Ρε μπελά που έχω βρει με αυτόν τον τύπο! Τόσα χρόνια! Απορώ τι του βρήκα! Τι του ζήτησα; Μια βοήθεια! Μια! Όχι τίποτα άλλο… Το υποσχέθηκε! Και όταν δίνουμε μια υπόσχεση, την τηρούμε! Εμείς… Εκείνος; Ωχ, συμφορά μου!
“Εγώ στο λέω, αν δεν με βοηθήσεις, θα τα αφήσω όλα μες στη μέση και το απόγευμα που θα έρθουν τα παιδιά για τον αγώνα να δω τι θα τους πεις. Μπροστά ήταν εχτές που υποσχέθηκες να με βοηθήσεις!”
“Δεν έχεις καμία άλλη δουλειά να κάνεις πρώτα; Τελειώνεις τα πάντα και τα αφήνουμε για το τέλος!”
“Ψυχούλα μου, ποιο τέλος; Μέσα Μαΐου έχουμε πια! Φτάνει!”.
Καμία απάντηση και καμιά κίνηση να σηκωθεί. Δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια το ίδιο πράγμα! Η ίδια υπόσχεση κάθε Νοέμβριο και κάθε Μάιο. Πόσες φορές τις έχει τηρήσει μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια; Τρεις! Ξέρω… Κακό ποσοστό, αλλά τι να τον κάνω που τον αγαπάω!
“Θα φτιάξω να πιω ένα καφεδάκι στα γρήγορα και μετά τέλος! Θα σηκωθείς!”
“Εντάξει, εντάξει!”
Φοιτητές ήμασταν όταν γνωριστήκαμε. Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία. Εγώ μόλις είχα μπει στο σπίτι και η μεταφορική έφερνε τα πράγματά μου. Εκεί που κουβαλούσα το χαλί, τσουπ, πετάχτηκε μπροστά μου ο γόης της Πάτρας, τάχα μου δήθεν για να με βοηθήσει. Αυτά τα μάτια και αυτό το χαμόγελό του με λιώνουν ακόμα!
Ξεκινήσαμε ως φιλαράκια και σιγά σιγά έδεσε το γλυκό. Πέρασαν τα χρόνια, πήραμε πτυχίο, γυρίσαμε στην Αθήνα. Ήμασταν ήδη τρία χρόνια μαζί και αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε επίσημα πια. Βρήκαμε ένα τέλειο σπίτι στο κέντρο. Κοντά και στα δύο πατρικά σπίτια. Είχαμε τις δουλειές μας και αρχίσαμε να φτιάχνουμε τη ζωή μας. Λάθος!
Η καθημερινότητα έφερε προστριβές και άρχισαν οι καβγάδες. Αυξήθηκαν τα έξοδα και τα νεύρα, ανέβαιναν συχνότερα οι τόνοι, άρχισαν τα πήγαινε έλα στα πατρικά. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Αλλά τα καταφέραμε. Δέκα χρόνια πια.
Η πρόταση γάμου ήρθε την προηγούμενη χρονιά. Νοέμβριος ήταν και είχε κρύψει το δαχτυλίδι μέσα στο χαλί. Όπως λοιπόν το στρώναμε, γονάτισε ο κύριος, έβαλα εγώ τα κλάματα, αγκαλιές, φιλιά, χαμός, το χαλί στρώθηκε την επόμενη μέρα. Το Μάιο της προηγούμενης χρονιάς, στο ξέστρωμα, ανακοίνωσα την εγκυμοσύνη μου. Δεν ήταν γραφτό! Λίγες μέρες μετά σταμάτησε το όνειρο. Δεν το βάλαμε κάτω όμως! Κάναμε τον γάμο μας το καλοκαίρι και όλα καλά.
Τώρα όμως… Είναι πάλι Μάιος και έδωσε την υπόσχεσή του ότι θα με βοηθήσει να ξεστρώσω για να μην είμαι φορτισμένη συναισθηματικά λόγω της περσινής απώλειας. Αμ, δε! Κάθεται αραχτός στον καναπέ πάλι!
“Σήκω! Ήρθε η ώρα!”
“Βρε αγάπη μου, γιατί δεν το ξεστρώνεις μόνη σου; Μόνη σου δεν τα έβαλες το Νοέμβριο επειδή ήμουν στη δουλειά; Ξέρω πόσο δύσκολο είναι για σένα, αλλά πονάει όλο μου το κορμί!”
“Είχες κόβιντ πριν δέκα μέρες. Δεν πιάνει! Και δεν είμαι συναισθηματικά φορτισμένη. Πέρασε ένας χρόνος. Το ξεπεράσαμε!”
“Πφφφφφ! Εντάξει… Έχεις δίκιο! Είμαι γαϊδούρι! Σηκώθηκα!”.
Ήρθε, με αγκάλιασε, με φίλησε και έπιασε το χαλί. Άρχισε να το κυλάει σαν μπουρέκι και ξεκίνησε να σηκώνει τα έπιπλα. Εγώ τον κοιτούσα! Την ώρα που είχε τον καναπέ στα χέρια και τραβούσε με το πόδι το χαλί, με έπιασε νευρικό γέλιο.
“Ρε, με σήκωσες για να τα κάνω όλα μόνος μου; Καψόνια μου κάνεις;”
“Δεν μπορώ να σηκώσω τίποτα. Ο γιατρός είπε μέχρι να κλείσω τον τρίτο, πρέπει να προσέχω! Υπομονή λίγες μέρες λοιπόν. Μάζευε!”.
Του έπεσε ο καναπές από τα χέρια, παραπάτησε στο χαλί, χτύπησε το γόνατό του στην άκρη από το τραπεζάκι και έφτασε κουτσαίνοντας στην αγκαλιά μου, ενώ εγώ είχα δακρύσει από τα γέλια.
“Πώς; Πότε; Γιατί δεν μου το είπες;”
“Πρώτα τα χαλιά και μετά οι κουβέντες, αγάπη μου! Δεν γλιτώνεις! Τελείωνε!”.
Κατερίνα Μοχράνη