«Καλά να λες που δεν παντρευτήκατε», ήταν η τελευταία κουβέντα της σπιτονοικοκυράς της. Έτσι παρηγόρησε την Έλλη βλέποντάς την να εγκαταλείπει το μεγάλο διαμέρισμα που νοίκιαζε, για ένα μικρότερο και πιο οικονομικό. «Έλα να σου πάω την βαλίτσα στο αμάξι», ήταν η βοήθεια που προσέφερε στην νεαρή γυναίκα που έχασε ό,τι της θύμιζε την προηγούμενη ζωή της και μάλιστα ενώ μέσα της ξεκινούσε μια νέα.
Η Έλλη ήταν στον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης της και λίγες μέρες πριν τον γάμο της έπιασε τον αρραβωνιαστικό της να την απατάει. Τα χίλια της κομμάτια τα μάζεψε ένα ένα και χωρίς δεύτερη σκέψη ετοιμαζόταν να φύγει για ένα κοντινό χωριό, μιας και στην πόλη δεν κατάφερε να βρει τίποτα που να μπορούσε να νοικιάσει με τον μισθό που έπαιρνε. Όπως είχε ακούσει, αρκετοί έβρισκαν καταφύγιο στην εξοχή και ήλπιζε στην νέα της αρχή να βρει συνομήλικές της. Η γειτόνισσα της όμως ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που έμενε μόνη και σε αυτήν την πλευρά του χωριού δεν υπήρχαν άλλα σπίτια. Στο σύνολό του το χωριό απαρτιζόταν από ηλικιωμένους.
Είχε συνηθίσει να βασίζεται στον εαυτό της, αλλά ευχόταν για μια φορά στην ζωή της να υπήρχε κάποιος να φροντίσει και εκείνην. Το πρώτο βράδυ στο νέο σπίτι έκλαψε πολύ. Σιωπηλά και ασταμάτητα. Οι βαλίτσες ήταν μισάνοιχτες στο πάτωμα δίπλα στο στρώμα που θα κοιμόταν με το μικρό της κοριτσάκι. Τα παιδικά σεντονάκια μοσχομύριζαν αλόη και πράσινο σαπούνι. Η κουζίνα και το μπάνιο ήταν μικροσκοπικά, αλλά τουλάχιστον η κρεβατοκάμαρα θα χωρούσε αργότερα και την κούνια.
Η εγκυμοσύνη δεν ήταν όπως την περίμενε, αλλά τουλάχιστον εργαζόταν περιστασιακά από τον υπολογιστή και θα μπορούσε ενδιάμεσα να ξεκουράζεται. Η κοιλίτσα της είχε αρχίσει να σκληραίνει, τα κοντά καστανά μαλλιά της να αραιώνουν και ο πόνος στην μέση την βασάνιζε από τώρα. Τις επόμενες μέρες θα πήγαινε στον φούρνο του χωριού να ζητήσει δουλειά. Να μάθει έστω αν θα υπάρχει περίπτωση να βρει εκεί καλύτερη δουλειά.
Οι περισσότεροι δεν ξέρουν πώς είναι να μην χτυπάει το τηλέφωνο. Να μην υπάρχει ένας γονιός, ένας αδερφός, ένας φίλος να σε πάρει να μιλήσεις, έστω να τον ακούσεις. Στα δεκαοχτώ της που έφυγε από το ορφανοτροφείο, γνώρισε σχεδόν αμέσως τον Χρήστο. Πέρασαν πέντε χρόνια μαζί, μέχρι που άκουσαν την καρδιά της μικρής στον υπέρηχο και αμέσως κανόνισαν το λογόστεμα. Όπως μπήκε ξαφνικά στην ζωή της, έτσι και βγήκε. Δεν υπήρχε περίπτωση να συγχωρέσει την προδοσία, γιατί όπως διαπίστωσε, δεν ήταν η πρώτη φορά.
Συχνά παρατηρούσε ότι η ηλικιωμένη γυναίκα που ζούσε απέναντι, την παρακολουθούσε από το παράθυρό της. Αυτό την έκανε να αισθάνεται άβολα, αλλά σκεφτόταν ότι ήταν μια από τις συνήθειες του χωριού. Παρατηρούσε και άλλα παράξενα πράγματα, αλλά δεν μπορούσε ακόμα να τα εξηγήσει. Η γειτόνισσα έκανε λίγο στην άκρη το κουρτινάκι και κοιτούσε θαρρείς διακριτικά το σπίτι της Έλλης. Είχε παρατηρήσει ότι η κοπέλα γυρνούσε από το σούπερ μάρκετ κρατώντας μια μόνο τσάντα, ότι δεν έπαιρνε ποτέ γλυκά από τον φούρνο, παρά ένα ψωμί πού και πού.
«Έγκυος και να μην λιγουρεύεται καμία σοκολάτα;» σκεφτόταν και ίσιωνε ξανά το κουρτινάκι της κουζίνας.
Όταν την έπιασαν οι πόνοι, κατάλαβε αμέσως ότι γεννούσε. Είχε διαβάσει σε ένα από τα βιβλία εγκυμοσύνης ότι εκείνη τη στιγμή πονάει φοβερά η μέση. Το ασθενοφόρο έφτασε σε πέντε λεπτά. Η Έλλη δεν είχε προλάβει να σηκωθεί από το κρεβάτι και όταν άκουσε να της χτυπάνε την πόρτα, δεν πίστευε στα αυτιά της. Δόξα τω Θεώ, ο τοκετός πήγε πολύ καλά. Σε λίγες μέρες γύρισε ξανά στο διαμέρισμα, κρατώντας το μικρό της κοριτσάκι στην αγκαλιά της. Οι πρώτες μέρες ήταν πολύ δύσκολες. Κούραση, αϋπνία, μοναξιά. Την 8η και την 40η μέρα, ο παπάς του χωριού χτύπησε την πόρτα της και διάβασε τις ευχές του μωρού.
«Κόρη μου, έχει μια τσάντα με πάνες στο περβάζι. Βάλε τις μέσα μην βραχούν», της είπε ο ηλικιωμένος ιερέας φεύγοντας.
Τα πρώτα της γενέθλια έφτασαν. Το τραπέζι τους όμως ήταν άδειο. Η Έλλη δεν είχε τίποτα να μαγειρέψει. Στο ψυγείο της είχε μόνο μερικές ντομάτες που βρήκε τυχαία στον δρόμο, το γάλα του μωρού και λίγο τυρί.
«Ας κάνω μια μακαρονάδα», σκέφτηκε. «Μακαρονάκια με σάλτσα κάνει να φάει και το μωρό».
Δεν το έβαζε κάτω. Ό,τι και αν είχε ήταν ευγνώμων, γιατί είχε το παιδί της. Κάθε βράδυ παρακαλούσε τον Θεό να έχει φαγητό την επόμενη μέρα. Κι ας μην ήταν για εκείνη, να ήταν για το μωρό. Η Έλλη ζούσε αυτό που χιλιάδες μητέρες ζούνε σήμερα. Την αγωνία για τα παιδιά τους. Αγωνία για το αύριο. Ένιωθε την ακρίβεια στο πετσί της. Ακρίβεια στα τρόφιμα, στο ενοίκιο, στην καθημερινότητα. Παρόλα αυτά δεν έχανε την πίστη της, ούτε και την ελπίδα της. Ζητούσε με ταπείνωση να ξημερωθεί και την επόμενη ημέρα και να μπορεί να την χαρεί με το παιδάκι της. Κυριολεκτικά το μεγάλωνε με την αγάπη της και την αγάπη του Θεού.
Ξαφνικά άκουσε θόρυβο στην αυλή και πήγε και άνοιξε την πόρτα απότομα.
«Κύριε Μιχάλη, τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ξαφνιασμένη τον ιδιοκτήτη του φούρνου, ο οποίος έκρυβε μια κούτα πίσω από την πλάτη του.
«Γεια σου, Έλλη. Ε… Τι να πω τώρα που με κατάλαβες; Δεν ήταν σωστό να με δεις. Έφερα κάτι για τη μικρή, για τα πρώτα της γενέθλια».
Πήρε την κούτα στα χέρια της, την άνοιξε λίγο και είδε από μέσα να ξεπροβάλει μια μικρή ροζ τούρτα και το κεράκι με τον αριθμό ένα.
«Κύριε Μιχάλη, δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Νιώθω άσχημα», χαμήλωσε το βλέμμα της.
«Κακώς, πολύ κακώς νιώθεις άσχημα! Δεν θα έπρεπε να νιώθεις άσχημα που παλεύεις να μεγαλώσει το παιδάκι σου μόνη σου. Εμείς τι κάνουμε εδώ; Απλά δεν στο είπαμε, γιατί δεν θέλαμε να ντραπείς. Γι’ αυτό η κυρία Δέσποινα…»
«Ποια είναι η κυρία Δέσποινα»;
«Η γειτόνισσά σου, η κυρία Δέσποινα. Είπε να μη μας βλέπεις…»
«Εντάξει κύριε Μιχάλη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!».
Η Έλλη πήγε και φύλαξε την τούρτα στο ψυγείο. Τύλιξε την μικρή σε μια λεπτή πικέ κουβερτούλα και πήγε και χτύπησε την πόρτα της γειτόνισσας της.
«Καλώς το κορίτσι μας, τι κάνεις Έλλη μου;» την καλωσόρισε η ηλικιωμένη κυρία, λες και την γνώριζε πολύ καλά, ενώ δεν είχαν ξαναμιλήσει ποτέ.
Τα λεπτά κοντά μαλλιά της ήταν βαμμένα καστανά και σχημάτιζαν ελαφριές μπούκλες. Φορούσε μια λουλουδάτη ρόμπα που έφτανε κάτω από το γόνατο. Η μυρωδιά του φρεσκομαγειρεμένου φαγητού έφτασε αμέσως στη μύτη της. Η Έλλη σκέφτηκε ότι έτσι πρέπει να νιώθουν τα παιδιά όταν πηγαίνουν στο σπίτι της γιαγιάς τους. Να τους κατακλύζουν ευωδιαστές μυρωδιές από το νόστιμο φαγητό που φτιάχνει με τα χεράκια της και να τους υποδέχεται με εκείνο το στοργικό χαμόγελο.
«Συγνώμη αν σας ενοχλώ. Ήθελα να σας ρωτήσω, εσείς στείλατε την τούρτα στο σπίτι μου με τον κύριο Μιχάλη;» ρώτησε διστακτικά.
«Εγώ; Τι εγώ παιδί μου;» γέλασε και έπιασε την κοιλιά της. «Εγώ και όλο το χωριό!»
«Ήθελα να σας ευχαριστήσω. Και αναρωτιέμαι, πώς ξέρατε ότι ήταν σήμερα τα πρώτα γενέθλια της μικρής;»
«Πώς να μην το ξέρω; Χωριό είμαστε. Όλα δεν τα ξέρουμε; Βέβαια, έχει σημασία πώς τα χρησιμοποιούμε. Αν τα ξέρουμε όλα για κουτσομπολιό, τότε κάνουμε κακό. Αν τα ξέρουμε όλα για βοήθεια, τότε κάνουμε καλό. Κι εμείς θέλουμε να σε βοηθήσουμε, αλλά χωρίς να σε φέρουμε σε δύσκολη θέση. Για αυτό το λόγο δεν σου είπαμε τίποτα».
«Να σας ρωτήσω και κάτι άλλο. Κάποιες φορές έβρισκα πράγματα στην αυλή ή τυχαία στον δρόμο. Ντομάτες, σοκολάτες, μέχρι και τα βιβλία εγκυμοσύνης».
«Στο χωριό όταν έχει ο γείτονας, έχεις και εσύ. Αυτό είναι το σωστό», σήκωσε απόλυτα το δάχτυλο. Δεν σήκωνε κουβέντα σε αυτό.
«Μια φορά μάλιστα βρήκα και πάνες στο περβάζι!»
«Τις πάνες της άφησε ο παπάς. Αυτός τις πήρε».
«Μα εκείνος έκανε ότι δεν ξέρει τίποτα. Και μου είπε μάλιστα να τις βάλω και μέσα να μην βραχούν!»
«Αυτό θα πει διακριτικότητα, κορίτσι μου».
«Να σας ρωτήσω και κάτι άλλο. Εσείς καλέσατε το ασθενοφόρο εκείνο το βράδυ που γεννούσα;»
«Εγώ το κάλεσα κορίτσι μου. Δεν ήθελα να ανησυχήσεις που έμεινα ξάγρυπνη. Αλλά άκουσα τον πόνο σου και τους πήρα τηλέφωνο. Έλα τώρα μέσα, φτάνουν οι ερωτήσεις. Κόπιασε να φάμε, γιατί έχω μαγειρέψει κάτι για τα γενέθλια της μικρής. Τώρα δεν χρειάζεται να το φέρω κρυφά», γέλασε ξανά. «Άντε σε λίγες μέρες θα φτάσει και η κούνια της», έτριψε τα χέρια της ικανοποιημένη. «Α! Και να μου θυμίσεις τι όνομα της δώσατε στην ονοματοδοσία που κάνατε με τον παπά. Να ξέρω τώρα που θα κανονίσουμε και την βάφτιση», είπε συνωμοτικά.
«Μαρία είναι το όνομα της», απάντησε η Έλλη που δεν κρατήθηκε άλλο και άφησε τα μάτια της να πλημμυρίσουν δάκρυα. Γέμισε αγάπη η ψυχή της μπροστά σε αυτό το όνειρο που ζούσε, μέσα σε εκείνο το ταπεινό σπιτάκι, με εκείνην την ηλικιωμένη γειτόνισσα που οργάνωσε όλο το χωριό, μιας και έβλεπε στον συνάνθρωπο μια ευκαιρία να προσφέρει αγάπη και βοήθεια.
«Μαρία λοιπόν. Της Παναγίας μας. Υπέροχα! Και έχει ο Θεός!» έσκυψε και την έκανε μια σφιχτή αγκαλιά από αυτές που κάνουν οι γιαγιάδες μας και κλείνουν όλες οι πληγές και η μυρωδιά τους μένει για πάντα στην ψυχή μας.
C.C.
Μία απάντηση στο “Η Γειτόνισσα”
αριστούργημα! υπέροχο, μπράβο