Σε κρατώ αγκαλιά και απολαμβάνω την στιγμή. Μυρίζεις ακόμα μωρό, με έχεις ακόμα ανάγκη, την αγκαλιά μου, το γάλα που παράγει το κορμί μου, μα πιο πολύ την ασφάλεια που σου προσφέρω απλόχερα. Κλείνω τα μάτια να χαθώ στην στιγμή…
Ανοίγω τα μάτια… είναι καλοκαίρι, είμαι μικρή και είμαστε στο χωριό. Όλα τα γειτονόπουλα παίζουμε στον κήπο της γιαγιάς, σκαρφαλώνουμε στην καρυδιά, κυνηγάμε τις κότες, τις πάπιες και ό,τι άλλο ζωντανό κυκλοφορεί! Νιώθω ευτυχία! Ξαφνικά το όμορφο ρούχο μου λερώνεται, τρέχω σε εσένα να με παρηγορήσεις, να με πάρεις αγκαλιά και να νιώσω ασφάλεια. Η αγκαλιά άνοιξε, τα χέρια σου με έσφιξαν γλυκά, τα ρούχα άλλαξαν και ένιωσα την ανάγκη να μην επιστρέψω να παίξω με τα παιδιά. Κλείνω τα μάτια να μείνω εκεί στη ζεστή αγκαλιά σου…
Ανοίγω τα μάτια και νιώθω πόνο και μια δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά! Ωχ… ήρθε η ώρα! Σηκώνομαι από το κρεβάτι και σπάνε τα νερά, φόβος, άγχος με κυριεύουν, πρέπει να βιαστώ! Στο δεύτερο δεν έχεις πολύ χρόνο… χαιρετώ το αγγελούδι μου που κοιμάται ήσυχα και φεύγω με την υπόσχεση να γυρίσω ξανά και να είναι όλα όπως ήταν πάντα! Ο χρόνος περνά γρήγορα, έχει έρθει η ώρα να σπρώξω για τελευταία φορά, νιώθω ασφάλεια, νιώθω ότι με βοηθάς… ανακούφιση, κρατώ το μωρό μου αγκαλιά και νιώθω ευλογία, νιώθει ασφάλεια και ψάχνει το στήθος μου. Κλείνω τα μάτια να απολαύσω την πρώτη μας στιγμή….
Ανοίγω τα μάτια και προσπαθώ να πιστέψω αυτό που συμβαίνει… το βλέμμα κενό, μα το κορμί σου ζεστό, είμαι θυμωμένη! Προσπαθούν να σε επαναφέρουν και σε έχουν ξαπλώσει στο πάτωμα. Θα κρυώσεις… «προσπαθήστε ξανά» ακούγεται το μηχάνημα ανάνηψης, δεκάδες σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό μου… και αν σε επαναφέρουν και μείνεις φυτό; Και αν φύγεις τελικά, θα είναι καλύτερα για σένα; Για εμάς; Για ποιον; Δεν απαντά κανείς… ανασφάλεια … νιώθω χαμένη… «λυπάμαι για την απώλειά σας» μια φωνή με επαναφέρει στην πραγματικότητα «πρέπει να υπογράψετε». Γιατί σου κάλυψαν το πρόσωπο με το σεντόνι; Δεν μου αρέσει αυτό… Με μια υπογραφή έμεινα ορφανή από μάνα, σε μια στιγμή σταμάτησα να είμαι παιδί. Κλείνω τα μάτια να χαθώ από την στιγμή.
Ανοίγω τα μάτια και κοιτάζω το ταβάνι, έχω πολύ καιρό να κοιτάζω απλά το ταβάνι. Δεν προλαβαίνω πια να κοιτάξω το ταβάνι, το ρολόι δείχνει εννιά το πρωί, απόλυτη ησυχία στο σπίτι, το κρεβάτι άδειο στην πλευρά σου, πρέπει να σηκωθώ, είναι Σάββατο και έχω πολλά να κάνω, μα πριν σηκωθώ, θα καρφώσω τα μάτια στο ταβάνι, να το απολαύσω… και ξαφνικά, εμφανίζεστε οι τρεις σας με μια τούρτα καρδιά! «Χρόνια πολλά μανούλα!!!» και πλημμυρίζει το κρεβάτι χαρά, φιλιά και γέλια! Τελικά έχει και τα καλά του το να είσαι η μοναδική γυναίκα στο σπίτι!
Κλείνω τα μάτια καθώς ανεβαίνουμε τις κυλιόμενες σκάλες στο Μινιόν, είναι Χριστούγεννα και όλοι μαζί θα αγοράσουμε δώρα. Θυμάμαι τα πολλά φωτάκια, την μουσική, το χέρι σου να κρατά το δικό μου. Θυμάμαι το δώρο που μου πήρατε, το διάλεξε η αδερφή μου, ένα ροζ σκυλάκι, πήρε και εκείνη ένα ίδιο… Μετά τα ψώνια φάγαμε σουβλάκι και στο μαγαζί ακριβώς δίπλα λουκουμάδες. Περάσανε και κάποιοι και μας είπαν τα κάλαντα. Νιώθω ασφαλής, νιώθω χαρά, είμαι ευτυχισμένη!
Τώρα πια δεν υπάρχει το Μινιόν, τώρα πια δεν υπάρχεις εσύ να μου κρατήσεις το χέρι …
Σε λίγες μέρες πλησιάζουν Χριστούγεννα…
Σωτηρία Μορφάκη