Πάντα δούλευε! Από όταν μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό της, μικράκι ακόμα, δούλευε, μάζευε σύκα και αμύγδαλα μαζί με όλη την οικογένεια, αδέλφια, γονείς, θείες και ξαδέλφια. Έτσι ήταν η ζωή τους, να βοηθούν, να προσφέρουν στο σπίτι τους όσο μπορούσαν. Έτσι έμαθε η κυρά Μαρία, δεν έφταιγε! Από μικρή ήταν κοντά στην μάνα της, να μάθει το νοικοκυριό, μαζί και οι αδελφές της, πώς να πλένει στην σκάφη, να τρίβει καλά τα ασπρόρουχα, να σκουπίζει, να μαγειρεύει, να ράβει, να κεντά. Ακοίμητος “φρουρός” ήταν η γιαγιά της, η Κοκωνιά, να κοιτάζει αυστηρά και αν κάτι δεν έκαναν σωστά, τους το χάλαγε να το κάνουν από την αρχή, σωστά να γίνει! Και πάλι και ξανά μέχρι να μάθουν! Πρηζόντουσαν τα δαχτυλάκια τους από τις δουλειές και είχαν να προσέχουν και τα μικρά. Αγόρια εκείνα, απαλλαγμένα από τις δουλειές του σπιτιού, μπορούσαν να σκαρφιστούν ό,τι σκανδαλιά τους κατέβαινε στο νου και εκείνες να τρέχουν να μαζέψουν την ακαταστασία από τα καμώματά τους! «Γεννηθήκατε γυναίκες» αναφωνούσε η γιαγιά Κοκωνιά, σαν να είχε βρει μεγάλη συμφορά το σπιτικό τους!
Και μετά ήταν και το σχολείο… Τι δύσκολο πράγμα και αυτό! Να έχουν τόσες δουλειές, να έχουν να διαβάσουν και για το σχολείο. Αλίμονο, ήθελαν να παίξουν και λίγο, αλλά γνώριζαν καλά πως αν πήγαιναν αδιάβαστοι, τότε θα καθόντουσαν γονατιστοί σε χαλίκια, αφού πρώτα με την βίτσα θα τρώγαν ξυλιές από τον δάσκαλο. Τι σκληρή ζωή! Από τα παιδικά τους χρόνια έμαθαν τιμωρίες που δεν τους άξιζαν, με την συναίνεση των γονιών. Ο δάσκαλος είχε μεγαλύτερη εξουσία, έμαθαν σε εξευτελισμούς που δεν είναι για παιδικές καρδιές και σώματα. Σκληρή ζωή! Το παράδοξο ήταν πως αυτό περνιόταν για φυσιολογικό!
Και μεγάλωσε η κυρά Μαρία και τα αδέλφια της και η μεγαλύτερη αδελφή της είπε πως ήθελε να πάει γυμνάσιο και να δώσει εξετάσεις για μαία. Χαμός στο σπίτι από τον πατέρα τους! «Πάει η κόρη μου! Θα γίνει πουτάνα!» φώναζε στην μάνα τους και χτυπιόταν και κατηγορούσε την κυρά Ελένη ότι δεν μεγάλωσε τις κόρες συνετά! «Άκου λέει να σπουδάσει! Πού ακούστηκε η κόρη του Πέτρου να σπουδάσει!» και δώσε ξύλο και στις δυο μάνα και κόρη. Η Ντίνα όμως πήγε στο γυμνάσιο, αν και πουτάνα για τον πατέρα της, διάβασε πολύ, αλλά δυστυχώς δεν πέρασε στις εξετάσεις. «Θα ξαναδώσω την επόμενη χρονιά…» είπε. «Ξέχνα το!» της απάντησε ο πατέρας της, «Δεν χρειάζεται οι γυναίκες να σπουδάζουν! Θα παντρευτείς!» και την έστειλε πακέτο σε γαμπρό στην Αυστραλία!
Αυτά ζούσε η κυρά Μαρία και όταν ήρθε η ώρα της δεν τόλμησε να πει πως ήθελε και εκείνη να σπουδάσει! «Τελείωσε το γυμνάσιο η μεγάλη, τίποτα δεν έκανε!» τους έλεγε ο μπάρμπα Πέτρος! Μετά από πολλή πίεση και τσακωμούς με τον πατέρα, κατάφερε εκείνη και η άλλη αδελφή της να μάθουν μοδίστρες! Κάτι ήταν και αυτό! Τι τα θες όμως! Η οικογένεια είχε ανάγκη από χρήματα. Τρία από τα επτά αδέλφια, τα μεγαλύτερα μαζί και η κυρά Μαρία ήρθαν στην Αθήνα και έπιασαν δουλειά σε εργοστάσιο. Βάρδιες, δουλειά πρωί και βράδυ και όλος ο κόσμος έτσι. Μόνο την Κυριακή πήγαιναν εκδρομή με τους συναδέλφους όλοι μαζί, έκρυβαν λίγα χρήματα από εκείνα που έστελναν στην οικογένεια, τους ερχόταν πιο οικονομικά, ρεφενέ σε όλα! Και ρουχαλάκια είχαν, έραβε η μια αδελφή την άλλη, τότε δεν υπήρχαν έτοιμα. Νόμιζαν ότι πέρναγαν καλά και είχαν κάνει και ένα καλό κομπόδεμα, να φτιάξουν τις προικούλες τους. Με τα χρήματα που έστελναν στην οικογένεια θα έδιναν προκαταβολή να αγοράσουν ένα διαμέρισμα να μεταφερθεί όλη η οικογένεια στην Αθήνα. Αλλά ο πατέρας τους είχε άλλα σχέδια. Άνοιξε καφενείο με αυτά τα χρήματα και αλίμονο ξύλο που έφαγε η κυρά Ελένη όταν του είπε πως «Αυτά είναι τα χρήματα των παιδιών, να πάρουν ένα κεραμίδι να έχουν προίκα τα κορίτσια μας!». Την μαύρισε την καημένη στο ξύλο, μπήκε στην μέση ο μικρός γιος και με δυνατή φωνή του είπε «Έτσι και ξαναγγίξεις την μάνα μου θα σε σκοτώσω!» και άστραψε το μάτι του! Το παράδοξο ήταν πως η ελληνική κοινωνία το θεωρούσε και αυτό φυσιολογικό, το να χτυπά δηλαδή ένας άνδρας την γυναίκα του σε ένδειξη συμμόρφωσης! Και αν κάποια γυναίκα τόλμαγε να αντισταθεί ή να φύγει, εκείνη κατηγορούσαν, εκείνη έφταιγε!
Το καφενείο δεν πήγαινε καλά, κακή διαχείριση και ο πατέρας τους συνεχώς τσακωνόταν. Πότε του έφταιγε ο ένας που δεν πλήρωνε, πότε του έφταιγε ο άλλος που δεν υποστήριζε το ίδιο πολιτικό κόμμα, πότε ο άλλος που είχε διαφορετική ομάδα. Την μάνα τους όμως δεν την ξαναχτύπησε. Και όλο έτρωγε από τα έτοιμα, όλο έλεγε θα τα επιστρέψει, μα ποτέ δεν το έκανε. Κάπου τα παιδιά του δυσανασχέτησαν και είπαν δεν θα στέλνουμε χρήματα, θα τα κρατάμε εμείς πλέον. Τούρκος ο πατέρας! Κόντεψε να την σκοτώσει την μάνα τους! Πήγαν και την πήραν την κυρα Ελένη μαζί τους τα παιδιά στην Αθήνα και έμεινε μόνο ο μικρός με τον πατέρα και με μια απειλή ή υπόσχεση που του είχε δώσει από παλιά!
Ο μαθημένος όμως στις δυσκολίες, τραβάει σαν μαγνήτης πάνω του τους δύσκολους ανθρώπους ή ας πούμε καλύτερα τα λάθος γονικά πρότυπα μεταφέρονται στα παιδιά και για να νιώσουν στα καλά τους αναζητούν αυτά τα πρότυπα, όσο λάθος και αν είναι και στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους!
Η κυρά Μαρία παντρεύτηκε. Από έρωτα λέει. Αλλά νομίζω πως συνέβη επειδή έμεινε έγκυος. Δεν κατάλαβε είπε πώς έγινε, μα είναι δυνατόν να είσαι έγκυος και να μην έχεις καταλάβει τι έχει γίνει; Αγαθή από κούνια, αλλά ο άντρας της καλόψυχος την ήθελε έτσι και αλλιώς! Του κλότσου και του μπάτσου και αυτός από την οικογένειά του, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ήθελε να συνεχίσει στο πανεπιστήμιο, αλλά ο πατέρας του δεν τον άφησε. «Θα αναλάβεις το μανάβικο» του είπε. Και έμεινε και δούλεψε μαζί με την γυναίκα του να σπουδάσουν τα άλλα δυο μικρότερα αδέλφια του, να κάνει και προίκα στην αδελφή του. Έκλεβε η πεθερά από το ταμείο, μέτραγε ο άντρας της κυρά Μαρίας δεν τα έβρισκε σωστά. «Γυναίκα κάτι γίνεται, το ταμείο είναι μείον» της έλεγε. Και όταν εκείνη τόλμησε να πει την άποψή της, χαμός έγινε. Το είπε ο άντρας της στην μάνα του, παρεξηγήθηκε εκείνη, αλλά το ταμείο συνέχιζε να είναι μείον! «Θα δεις σκύλα γυναίκα τι θα πάθεις» σκέφτηκε πονηρά η πεθερά της και όλο έβαζε λόγια στο ζευγάρι πως η κυρα Μαρία έκλεβε τα χρήματα. Μα εκείνη πιστή στην δικαιοσύνη φερόταν σε όλους με καλοσύνη. Και ο άντρας της καλός εκ φύσεως, δεν πίστεψε ποτέ πως η γυναίκα του τον έκλεβε, παρακολούθησε την μάνα του και είδε πως έβαζε «χέρι» στο ταμείο!
«Μάνα αν χρειάζεσαι χρήματα, πες μου να σου δώσω» της είπε κάποτε που την «έπιασε» να παίρνει από το ταμείο.
«Τι είναι αυτά που λες! Να… παίρνω να πληρώσω τα ρούχα στην μοδίστρα της μικρής.»
Και έκλεβε η πεθερά πότε από το ταμείο, πότε από το μανάβικο και έδινε στα άλλα δυο της παιδιά, μα ποτέ στον γιο τον μεγάλο δεν έλεγε τίποτα! Και όταν εκείνος της ζήτησε να μην έρχεται στο μαγαζί, τότε εκείνη τόσο πολύ φουρκίστηκε, που πήγε δυο στενά πιο κάτω και μίλησε σε εκείνο το κάθαρμα! «Θα πας στην αστυνομία και θα πεις πως ο γιος μου ο μεγάλος, σου στρίμωξε το μικρό σου. Πάρε και αυτά και αν τον κλείσεις φυλακή με τις γνωριμίες σου, θα σου δώσω και άλλα».
Τέσσερα χρόνια μόνη της η κυρά Μαρία, με τρία παιδιά, από φυλακή σε φυλακή να τρέχει να δει τον άντρα της! Αθωώθηκε εν τέλει, ελλείψει στοιχείων, αλλά βγήκε ένας άλλος άνθρωπος ο άντρας της. Ένα ράκος! Φοβόταν να βγει εκτός σπιτιού, ζούσε στην μικρή τοπική κοινωνία με την ρετσινιά και την ντροπή και ας αθωώθηκε και ας ήξεραν όλοι πως αυτός που τον κατηγόρησε ήταν μεγάλο κουμάσι! Μάρτυρας κατηγορίας ήταν η ίδια του η μάνα! Μετά την φυλακή κατέπεσε ψυχολογικά, δεν μπορούσε να βρει δουλειά, το «κίτρινο χαρτί» έλεγε τον κυνηγά. Η κυρά Μαρία σήκωσε τα μανίκια και έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα. Δούλεψε! Έτσι είχε μάθει! Δούλεψε χωρίς σταματημό! Ακόμα και όταν τα πράγματα αλλάξαν και μεγάλωσαν τα παιδιά, ο άντρας της αρνιόταν να βρει δουλειά. Είχε μάθει πλέον να τα βρίσκει έτοιμα! Και τα παιδιά επειδή λυπόντουσαν την μάνα, δουλεύαν και αυτά και βοηθούσαν στα έξοδα του σπιτιού. Ο πατέρας κοιμόταν μέχρι αργά, κάπνιζε τρία πακέτα την ημέρα και όλο έλεγε πως «θα βοήθαγα και εγώ, αλλά έχω κάνει φυλακή, κανείς δεν με παίρνει» χωρίς να ψάχνει, χωρίς να αναζητά τίποτα πλέον στην ζωή του! Έτρωγε και έπινε, κάπνιζε και κοιμόταν και μια από τα ίδια κάθε ημέρα. Με πόνους έπεφτε στο κρεβάτι η κυρά Μαρία, από τις δυο δουλειές που δούλευε! Μα δεν έφευγε, δεν τον εγκατέλειπε, είχε μάθει να είναι συνεχώς θύμα των συνθηκών! Πόσες δουλειές του βρήκε και δεν πήγε! Αλλά εκείνος ήθελε η κυρά Μαρία να δουλεύει σε δυο δουλειές και εκείνος να κλαίει την μαύρη του την μοίρα!
Όταν ο γιος τους, κατηγόρησε τον πατέρα ότι η μάνα του κουράζεται σε δυο δουλειές και ότι όφειλε και εκείνος να κάνει κάτι, ο πατέρας στεναχωρήθηκε και δήλωσε πως θέλει να πεθάνει, να μην είναι βάρος σε κανέναν! Τα έπαιρνε όλα πολύ προσωπικά, δεν είχε τρόπο να καταλάβει πως η οικογένειά του δεν λειτουργούσε σωστά και πως η αιτία ήταν οι δυο γονείς! Η κυρά Μαρία που ποτέ δεν διαμαρτυρόταν και μόνο δούλευε και εκείνος που είχε κολλήσει στο παρελθόν και το χρησιμοποιούσε σαν όπλο λύπησης στην οικογένειά του. Πέθανε δυστυχώς από λάθος εκτίμηση του εαυτού του! Δήλωσε πως θα πεθάνει και το έκανε! Σε λιγότερο από ένα χρόνο χάθηκε από καρκίνο.
Στην άλλη άκρη, εκείνη η μάνα, η κυρά Μαρία, σταμάτησε να δουλεύει όταν έχασε τον άντρα της. «Κουράστηκα» δήλωσε και ήταν η μοναδική της δήλωση όλα αυτά τα χρόνια!
Όλα αυτά τα χρόνια όμως έχασε… έχασε τα παιδιά της που μεγάλωσαν και δεν τους πρόσφερε χάδια, τις παιδικές γιορτές που ποτέ δεν πήγε, τα γενέθλια που ποτέ δεν τους έκανε, τις παρελάσεις, τα αδέλφια της, τις φίλες που ποτέ δεν απόκτησε! Όχι ότι δεν αγαπούσε τα παιδιά της, αλλά ποτέ δεν το έδειξε, ήταν σκληρή και η ζωή της και η ίδια! Είχε μάθει να μην δείχνει αισθήματα. Τα δεχόταν όλα σαν ένας σάκος του μποξ και θεωρούσε ότι με την δουλειά θα τα αλλάξει όλα! Έχασε την κόρη της όταν την είχε περισσότερο ανάγκη, απλά «παπαγάλισε» αυτά που είχε μάθει «Τι θα πει ο κόσμος;».
«Σε κατηγορώ μάνα» της είπε η κόρη της «όχι γιατί δεν με αγάπησες, αλλά επειδή αυτά που έμαθες δεν σκέφτηκες μια στιγμή αν είναι σωστά ή λάθος. Δεν σκέφτηκες ποτέ να ρωτήσεις γιατί; Δεν προχώρησες την σκέψη σου πέρα από την εποχή σου, πέρα από τις προκαταλήψεις της γενιάς σου, δεν θέλησες το καλύτερο για εσένα. Σε κατηγορώ για όλα τα όχι που δεν είπες! Σε κατηγορώ όχι γιατί δούλευες πολύ, αλλά γιατί έδωσες λάθος παράδειγμα στα παιδιά σου! Δεν αρκεί μόνο η δουλειά, δεν είναι το μοναδικό αντίδοτο του πόνου, υπάρχει αγάπη, δυο καλά λόγια και μυαλό να μετατρέψεις την δυστυχία σε ευτυχία. Και σε αυτό αποτύχατε και οι δυο μάνα. Μα καταλαβαίνω έτσι μάθατε, έτσι πράξατε…». Σκληρή την χαρακτήρισε την κόρη της! Μα δεν καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει! Δεν ήξερε άλλο πλην να δέχεται στωικά τα πάντα. Σκληρή ζωή έζησε αυτή η γυναίκα, σκληρή γυναίκα γέννησε μια σκληρή κόρη! Και η κόρη δεν συγχωρέσε το θύμα που αιώνια ονομάζεται γυναίκα!
Ελένη Ρέγγα