Άρπαξε βιαστικά τα κλειδιά και έκλεισε την πόρτα. Έβαλε ευλαβικά το γκρι σακίδιο στην πλάτη. Όλος ο θησαυρός του κρυμμένος εκεί. 02.00 το πρωί. Η ιδανική ώρα για να απολαύσει την πολυτέλεια που του προσέφερε η νύχτα, να ξεγλιστρά ανέμελος στις σκιές της πόλης, να παραμένει αόρατος, να διατηρεί την ανωνυμία του, να χάνει το περιτύλιγμά του και απλά να παρατηρεί.
Γνώστης της δημιουργικής διαδικασίας και ειδήμων στον τομέα του. Με δυνατό πορτφόλιο στο ενεργητικό του και επίτιμος βραβευμένος ποικίλων εκθέσεων. Πολλά από τα εκθέματά του κοσμούν σπίτια διασημοτήτων. Αναγνωρισμένος στο είδος του με πολλές διακρίσεις. Λάτρης της ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Έρωτας της πρώτης ματιάς! Η απαράμιλλη εκείνη τέχνη που απομονώνει διακριτικά τα υπόλοιπα χρώματα, κυριαρχώντας μόνο στο άσπρο και το μαύρο γοητεύοντας τον θεατή και προκαλώντας τον να επικεντρωθεί αποκλειστικά στο συναίσθημα και στην ιστορία.
Επαγγελματίας και υπερδραστήριος στη δουλειά του, μόλις διεκπεραίωνε το ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα, είχε ήδη δρομολογήσει το επόμενο, ώστε να μην υπάρχει κενό, καιρός να αφεθεί, να αναλογιστεί, να σκεφτεί… Αν τολμούσε, αν το επέτρεπε, θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει κιόλας. Φυγή… ερινύες, σιωπή, δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά.
Κατευθύνθηκε προς το ιστορικό κέντρο της πόλης. Παρά τον άξαφνο πλουτισμό και την ανέγερση νέων πολυτελέστατων κτιρίων, η μοναξιά των ερειπωμένων οικοδομημάτων είναι ακόμα ορατή σε κάθε γωνιά της πόλης. Κάθε σοκάκι, κάθε τοίχος, κάθε πέτρα, κάθε σπιθαμή, κρύβουν μια ανείπωτη εξιστόρηση για την προϊστορία και την κατάληξή του πια σε αυτή τη μορφή. Αναζητά ένα νεύμα ζωής, ένα σημάδι από ανθρώπινη πλευρά μέσα στα χαλάσματα, ώστε να καταφέρει να αποτυπώσει το χαμένο συναίσθημα της απώλειας και της μοναξιάς. Νιώθει την απομόνωση και την παραμέλησή τους, την άλλοτε πολύβουη ζωή τους. Το ερέθισμα πίσω από τις εικόνες, που θα τον οδηγήσει να μεταμορφώσει μια άψυχη φωτογραφία σε μια ιστορία με μια μοναδική προσωπικότητα. Το μυστικό του πίσω από τις εντυπωσιακές λήψεις, η ταύτιση με το εκάστοτε αντικείμενο, το νοιάξιμο, η συμπόνια. Η βίωση του παρελθόντος του, η πορεία του στο χρόνο, η παρούσα στιγμή, η αποδοχή και η αγκαλιά με τη σκέψη και κατά συνέπεια με το φακό του.
Ανέπνεε μέσω των ιστοριών των άλλων. Η φωτογραφική μηχανή ήταν ο κινητήριος μοχλός του. Από εκεί ζούσε, από εκεί αντλούσε ενέργεια, από εκεί προβαλλόταν. Ήταν η ασφάλειά του πίσω από τον φακό. Τον προφύλασσε από τότε… Προωθούσε ότι ήθελε να δείξει με τα δικά του μάτια, αποκρύπτοντας ότι μπορούσε να τον απειλήσει, να τον μετριάσει, να τον πονέσει ξανά. Οι αποτυπωμένες εικόνες εξιστορούσαν όλα εκείνα δεν που δεν τολμούσε με λέξεις να αφεθεί να πει. Καλυμμένος πίσω από τα megapixels, μπορούσε να δώσει ό,τι διάσταση και ποιότητα επιθυμούσε στις ιστορίες του, να τις υποβιβάσει, να τις αναβαθμίσει, να τις απογειώσει, να τις καταστρέψει. Προσκήνιο και παρασκήνιο μαζί. Λόγια ανείπωτα χαραγμένα στις φωτογραφίες, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ανομολόγητοι πόθοι, καταπιεσμένες αδικίες, ενδόμυχες σκέψεις, πλαισιωμένα όλα εκεί. Είχε τον απόλυτο έλεγχο της μηχανής, του διαφράγματος, της ταχύτητας, του συναισθήματος και φυσικά του αποτελέσματος.
Το συγκεκριμένο βράδυ έμελλε να είναι διαφορετικό από τα άλλα. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος είχε ταράξει τη γειτονιά. Τρόμαξε! Στη παρελθόντος και μέλλοντος γωνία, εκεί κάτω από την ταμπέλα του άλλοτε πολυσύχναστου παντοπωλείου, εκεί στην άκρη του δρόμου, ένα ζευγαράκι φιλιέται, σαν βγαλμένο από τα παλιά. Είχαν σπάσει οι μάσκες τους. Ραγισμένα θραύσματα περασμένων στιγμών κείτονταν παντού. Η στιγμή της γύμνιας, της ειλικρίνειας, της αφοσίωσης και της αποδοχής. Είναι εκείνη η στιγμή που τίποτα άλλο δεν έχει πια ουσία, μονάχα αυτές οι δυο ψυχές, σφιχτά ενωμένες. Δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω, μόνο τα υγρά φιλιά χαμένα μες την σφιχτή τους αγκαλιά. Μια αγκαλιά που περίκλειε την απόλυτη σιγή των λέξεων, την αμοιβαία ανταλλαγή των συναισθημάτων τους, τον ασταμάτητο χτύπο από τις καρδιές, τη ζεστή επαφή των σωμάτων και το αποκλειστικό άγγιγμα από τις ψυχές τους. Αφέθηκε να τους χαζεύει, να αισθάνεται αυτή την αγνή ένωση μαζί με τον παθιασμένο έρωτα και να αναπολεί. Ίσως λίγο και να ζήλεψε, ίσως και βαθιά μέσα του να ήθελε να ξαναζήσει μια ιστορία αμφίδρομη σαν αυτή. Δύο χέρια πλεγμένα, μια τέλεια ένωση αόρατη στους ορατούς και μια ιστορία αγάπης που έπαιρνε μορφή. Η στοργή και η άνευ όρων αποδοχή και κατανόηση ήταν διάχυτη στον αγέρα, τα σκάγια από εκείνα τα “σ’ αγαπώ” που γαληνεύουν την ψυχή και τη καρδιά, τον χάιδεψαν γλυκά στον ώμο.
Ένα περιστέρι πετάχτηκε απότομα από τη ρωγμή του τοίχου, επαναφέροντάς τον απότομα στην πραγματικότητα. Από το τράνταγμα, η μηχανή του ακολούθησε γοργά τη φυσιολογική διαδρομή της βαρύτητας προς τη γη.
Με το κλείστρο του φακού κομματιασμένο, δυσανασχέτησε, πανικοβλήθηκε. Κυρίως όταν του ανάγγειλαν ότι το ανταλλακτικό θα καθυστερήσει δυο βδομάδες. Χωρίς τη μηχανή του ένιωθε γυμνός, εκτεθειμένος, δεν μπορούσε να δουλέψει, να απασχοληθεί, αλλά κυρίως δεν μπορούσε να κρυφτεί. Παραζάλη, μελαγχολία, φόβος, δεν ήξερε τι να κάνει να γεμίσει τον χρόνο του, τα δευτερόλεπτα καταλάμβαναν τις στιγμές και τις μετέτρεπαν σε αιώνες. Δεν είχε έλεγχο πουθενά, ένιωθε αδύναμος, ανεπαρκής, ατελής. Όλη του η δύναμη κρεμόταν από εκείνο το κλείστρο. Κρύφτηκε στο σπίτι να μην χρειάζεται να αντιμετωπίσει τους άλλους, μη γνωρίζοντας ότι η αναγκαστική αποκλειστικότητα με τον εαυτό του, θα ήταν από εκείνες τις βεβιασμένες στιγμές που η ζωή σε πετάει στα βράχια για να δοκιμαστείς. Όταν η θύμηση επιβάλλει την παρουσία της απρόσκλητη, προσπαθείς να ξεφύγεις, αλλά δεν μπορείς. Το χάος των σκέψεων τον περιβάλλει, για όλα συνέβησαν τότε, για το τι θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μες τα χαλάσματα της ψυχής του, είχαν κουρνιάσει πια τα όνειρα εκείνης της εποχής, παρέα με τη διαμελισμένη ελπίδα τόσων χρόνων να κείτεται πιο εκεί. Είχε πέσει στα ίδια του μάτια και αυτό ήταν που τον πονούσε πιο πολύ. Δεν τολμούσε να κοιτάξει τα είδωλο στον καθρέπτη του πια. Ήταν θλιμμένος, χιλιάδες οι σκέψεις που του κατέκλυσαν το μυαλό. Οι ανασφάλειες ανέβλυζαν, έψαχνε απεγνωσμένα διέξοδο για να απελευθερωθεί. Κρύφτηκε πίσω από τις δικαιολογίες για να μην ξαναθυμηθεί τον παλιό του εαυτό. Αυτό το ανελέητο κρυφτό όμως είχε έρθει πια η ώρα του να λήξει..
Εκείνο το πρωί τόλμησε. Δεν πήγε στην παλιά πόλη όπως συνήθως αλλά εκεί… όπως παλιά. Η υγρασία κυριαρχούσε παντού, το ψιλόβροχο του ξυπνούσε τις αισθήσεις από τον λήθαργο που είχε βολευτεί. Θρονιάστηκε στο παγκάκι ανάμεσα στις ανθισμένες μηλιές και κοίταξε τριγύρω. Αναπόλησε τις στιγμές που ήταν ουσιαστικά ελεύθερος, την πραγματική του δύναμη που είχε πια εναποθέσει στο άψυχο αντικείμενο της μηχανής. Οι μνήμες αναζωπυρώθηκαν για όλες αυτές τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες και εκείνα τα μισθωμένα όνειρα που θάφτηκαν ξαφνικά εν μια νυκτί. Ναυάγιο οι ελπίδες του, βυθισμένη η άγκυρα μαζί με τη ψυχή. Αναλογίστηκε πώς επέλεξε μόνος να μπει οικειοθελώς στη δικιά του φυλακή και να τον στοιχειώσει. Αναλογίστηκε πώς περίμενε να βγει από το σκοτάδι, αφού είχε λησμονήσει πια πώς μοιάζει το φως. Άρχισε να δυσανασχετεί, να χάνει την ανάσα του, δεν μπορούσε να πάρει αέρα, ένιωθε την πνοή του να τον εγκαταλείπει. Όλοι οι δρόμοι της ζωής του ξεκινούν και τελειώνουν εδώ…
Μπήκε δειλά στο ερειπωμένο σπίτι… Πάλεψε για άλλη μια φορά να σύρει εκείνη την σκουρόχρωμη πολυκαιρισμένη πόρτα που έχει κολλήσει από την πολύ σκόνη και τη σκουριά. Δεν κινείται σπιθαμή, ούτε μπρος ούτε πίσω, ούτε ανοίγει, ούτε κλείνει. Πάει καιρός που είχε να ακούσει τον ήχο του σουρσίματός της στο πάτωμα. Κολλημένη εκεί χρόνια τώρα, και εκείνος ακόμα να αναρωτιέται γιατί έχει βαλθεί με τόσο πείσμα να μένει ατάραχη, να μη θέλει να πάει στη θέση που της ανήκει και της αναλογεί. Τα σημάδια από την αίγλη της παλιάς της ζωής ακόμα διακρίνονται αχνά στις βαθιά χαραγμένες λευκές γραμμές στο πάτωμα από την άλλοτε κίνηση της τριβής.
Στρογγυλοκάθεται απέναντί της και συλλογιέται… Τις φουρτούνες εκείνες που συνάντησε και μπούκαραν ανελέητα με το έτσι θέλω, τις νεροποντές που πλημμύρισαν τα πάντα με την ορμή τους χωρίς εμπόδια και χωρίς σταματημό. Τις ακτίνες του ήλιου που άπλωναν την ζέστα πάνω της και την έκαναν τρωτή και ευάλωτη κάθε φορά. Τη μελωδία του φεγγαριού που της ψιθύριζε γλυκά τις νύχτες, επιτρέποντας ύπουλα στην υγρασία να εισβάλλει και να διαβρώνει την ποιότητά και την υφή της. Τους επισκέπτες κάθε λογής που πηγαινοερχόντουσαν χωρίς να χτυπήσουν, χωρίς να ενημερώσουν για την άφιξή τους, χωρίς να ερωτηθεί, αφού η δίοδος ήταν άλλωστε μπλοκαρισμένη πάντα ανοιχτή.
Οι ζημιές ανυπολόγιστες κάθε φορά. Ρωγμές, χαρακιές, ανεξίτηλα σημάδια, βίαιοι κατακτητές. Όλα λεηλατημένα. Χρόνος και κόπος απαιτούνταν για την αποκατάσταση μετά από κάθε καταστροφή, με τα συντρίμμια κάθε φορά από λίγο να της αποδυναμώνουν τη μορφή. Τόσος πόνος, τόση λύπη για την ακινησία της και αυτή ακόμα εκεί, αγέρωχη, ακλόνητη, αμετανόητη επιμονή. Προσπάθησε πολλές φορές να καταλάβει, να βοηθήσει, να απαλύνει τις φθορές. Αποτέλεσμα μηδέν.
Πάει καιρός …
Η φλυαρία από τα τιτιβίσματα των χελιδονιών από την ετοιμόρροπη φωλιά στη σκεπή, τον υποχρεώνει να αναρωτηθεί γιατί τα χελιδόνια πάνε μόνο όπου υπάρχει άνοιξη. Αναρωτήθηκε γιατί δεν τόλμησε πότε να το κάνει ο ίδιος.
Για όλα εκείνα τα “σ’ αγαπώ” που είχαν πετρώσει μες την ψυχή του. Για όλα εκείνα τα λόγια που χάθηκαν χωρίς επιστροφή. Για όλα εκείνα που κάποτε ήλπιζε και διαλύθηκαν σε μια στιγμή.
Ένα λεπτό σιγή…
Έτριξε στη σιωπή το σούρσιμο της πολυκαιρισμένης πόρτας. Μην αναζητώντας πια το πως. Ασυναίσθητα μάλλον, όταν σταμάτησε απλά να προσπαθεί! Την έκλεισε ρουφώντας μέσα της όλους εκείνους τους δαίμονες που διεκδικούσαν τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες και το χαμένο χρόνο του. Την ασφάλισε καλά.
Έβαλε κατευθείαν και τα λουλούδια για το μνημόσυνο του τέλους, μη χρειάζεται να ξανάρθει…
Stella