-Πείτε μου σας παρακαλώ, έχετε κάποιο τηλέφωνό του; Του… παππού μου εννοώ.
-Μα κορίτσι μου, ο Αντώνης έχει πεθάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια!
-Έχει πεθάνει;
-Μα ναι, πρέπει να έχει… 25 χρόνια; Μπορεί και παραπάνω.
Η Μαρίνα αναστέναξε απογοητευμένη. Είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ που βρήκε κάποιον απ’ την οικογένεια της μητέρας της! Ήλπιζε πως θα μπορούσε να έρθει σε επαφή με τον παππού της, ήλπιζε πως ίσως κατάφερνε να τον γνωρίσει από κοντά έστω και τώρα, ήλπιζε πως εκείνος θα μπορούσε να της πει κάτι παραπάνω για τον πατέρα της, ίσως εκείνος να ήξερε ποιος είναι.
Μίλησε αρκετή ώρα με την κυρία Ελένη. Ήταν μια γλυκύτατη γυναίκα, γύρω στα 70. Όταν παντρεύτηκε τον Αρίστο, ο Αντώνης, ο αδερφός του, είχε από χρόνια φύγει απ’ την Εύβοια. Ο άντρας της ήταν αρκετά χρόνια μικρότερος απ’ τον αδερφό του, μικρό παιδί ήταν όταν ο Αντώνης έκλεψε την Μυρσίνη κι εξαφανίστηκε. Έκτοτε δεν είχαν καμία επικοινωνία. Τον Αντώνη δεν τον είχε γνωρίσει. Μετά τη φυγή του, ο Αντώνης έστειλε στην οικογένειά του πρόσκληση για το γάμο του με την Μυρσίνη, αλλά ο πατέρας του ήταν ακόμη θυμωμένος μαζί του κι αρνήθηκε να πάει. Δεν άφησε ούτε τη γυναίκα του, αλλά ούτε και τον μικρό του γιο, τον Αρίστο να πάνε. Η Κατίνα, η μαμά του Αντώνη, πέθανε λίγο καιρό αργότερα και πολύ σύντομα την ακολούθησε κι ο άντρας της. Ο Αρίστος, προσπάθησε τότε να επικοινωνήσει με τον αδερφό του, αλλά δεν κατάφερε να τον βρει. Ο Αντώνης, δεν ήταν καν στις κηδείες των γονιών του. Την ιστορία αυτή την είχε διηγηθεί στην Ελένη ο Αρίστος, αλλά τόσα χρόνια μετά, δεν θυμόταν πολλές λεπτομέρειες…
Ο Αντώνης αγάπησε την Μυρσίνη που τότε ήταν μικρό κορίτσι, έφηβη ακόμη. Κι η Μυρσίνη τον αγάπησε κι ήθελαν να παντρευτούν. Η οικογένεια της Μυρσίνης ήταν αρκετά πλούσια, ενώ ο Αντώνης ήταν από μια οικογένεια φτωχή, της σειράς. Επαναστάτησαν τότε όλοι οι συγγενείς της κοπέλας και με απειλές, καβγάδες και προσβολές, προσπάθησαν να σταματήσουν αυτή τη σχέση. Ο πατέρας του Αντώνη ήταν φτωχός, αλλά περήφανος και μετά απ’ αυτή την αντιμετώπιση, αρνήθηκε να δεχτεί τη Μυρσίνη για νύφη του. Απαγόρευσε στο γιο του να την παντρευτεί. Ο Αντώνης όμως την αγαπούσε κι έτσι αποφάσισε να την κλέψει. Έγιναν πολλά τότε, φασαρίες, καβγάδες… Ακόμη κι όταν ο Αντώνης με τη Μυρσίνη εξαφανίστηκαν, η οικογένειά της δεν σταμάτησε να “χτυπάει” με κάθε τρόπο την οικογένεια του Αντώνη, θεωρώντας τους υπεύθυνους. Μ’ αυτόν τον καημό πήγε ο Βασίλης, ο μπαμπάς του Αντώνη. Μ’ αυτόν τον καημό πήγε κι η Κατίνα, η γυναίκα του.
Ο Αρίστος, ο άντρας της Ελένης πέθανε στα 35 του κι η Ελένη μεγάλωσε μόνη της τα δυο παιδιά τους, που ήταν μικρά τότε. Θυμόταν πως κάποια στιγμή επικοινώνησε μαζί της μια γυναίκα, πάνε πολλά χρόνια από τότε και δεν θυμόταν το όνομά της… απ’ την Κρήτη ήταν… κάποια γειτόνισσα μάλλον και της είπε πως ο Αντώνης πέθανε και την ενημέρωσε για την κηδεία. Η Ελένη, χήρα ήδη τότε με δυο μικρά παιδιά, δεν μπορούσε να πάει. Όσο για την κόρη του Αντώνη, δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Το μόνο που είχε ήταν το προσκλητήριο του γάμου και μια φωτογραφία που έστειλε χρόνια αργότερα ο Αντώνης στους γονείς του. Το προσκλητήριο δεν ήξερε αν το είχε ακόμη, όμως την φωτογραφία την θυμόταν, την είχε δει… Ήταν μια φωτογραφία με τον Αντώνη και τη Μυρσίνη, η κοιλιά της ήταν εμφανώς φουσκωμένη.
-Την έχετε αυτή τη φωτογραφία κυρία Ελένη; ρώτησε η Μαρίνα με λαχτάρα
-Ναι… νομίζω δηλαδή… Πάνε και τόσα χρόνια, μπορώ να ψάξω αν την θέλεις…
-Θα ήταν υπέροχο αν μπορούσατε να το κάνετε αυτό!
Η Ελένη της ζήτησε λίγο χρόνο για να κοιτάξει κι η Μαρίνα της είπε ότι θα της τηλεφωνούσε την επόμενη κιόλας μέρα για να δει αν την βρήκε. Όταν την επομένη, της είπε ότι κρατούσε την φωτογραφία στα χέρια της, η Μαρίνα της είπε πως θα έστελνε courier για να την παραλάβει.
Λίγες μέρες αργότερα, της παραδόθηκε ένας φάκελος. Τον άνοιξε με λαχτάρα. Κράτησε στα χέρια της την φωτογραφία και κάθισε στον καναπέ. Ήταν ασπρόμαυρη και φθαρμένη. Στα αριστερά στεκόταν ένας ψηλός γεροδεμένος άντρας με σκούρα μαλλιά και μουστάκι. Φορούσε ένα σκούρο κοστούμι και πουκάμισο. Ήταν σοβαρός κι αγέλαστος. Στην δεξιά πλευρά της φωτογραφίας στεκόταν μια γυναίκα. Ήταν μικροκαμωμένη και χαμογελαστή. Τα μαλλιά της ήταν σκούρα και σγουρά, λίγο πιο κάτω απ’ τους ώμους. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο, μακρύ, φαρδύ φόρεμα, αλλά φαινόταν ότι ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Στο λαιμό της φορούσε έναν σταυρό και στο χέρι της ένα λεπτό βραχιόλι. Η φωτογραφία πρέπει να ήταν τραβηγμένη σε κάποιο φωτογραφείο. Δεν είχε έπιπλα τριγύρω, ούτε τίποτε άλλο. Πέρασε το δάχτυλό της απαλά πάνω από τα πρόσωπά τους… ένα δάκρυ κύλισε στο δεξί της μάγουλο. Κι ύστερα άλλο ένα… Η Μαρίνα άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όσο κι αν την αγαπούσε η Ανθή, ο Νίκος κι η Φανή, την πραγματική της οικογένεια, δεν είχε την ευκαιρία να την γνωρίσει ποτέ.
Την μαμά της την είχε δει σε φωτογραφίες. Της είχε δείξει κάποιες η Ανθή από τότε που σπούδαζαν μαζί κι από τη βάφτισή της. Της έμοιαζε η Μαρίνα, είχε την λεπτή κορμοστασιά της και τα πλούσια μαύρα μαλλιά της. Η Βασιλική όμως είχε πιο λευκή επιδερμίδα και πράσινα μάτια. Η Μαρίνα είχε μεγάλα, αμυγδαλωτά, καστανά και σταρένιο δέρμα, ίσως απ’ το μπαμπά της. Τον μπαμπά της… πώς θα μπορούσε να τον βρει; Πού αλλού να ψάξει; Στην Κρήτη δεν βρήκε ίχνος του κι απ’ την Εύβοια, το μόνο που κατάφερε να πάρει, ήταν αυτή η φωτογραφία. Δεν ήθελε να τα παρατήσει, έπρεπε να συνεχίσει να ψάχνει, αλλά πού;
Με την Ανθή και τον Νίκο, είχε πολύ καιρό να μιλήσει. Την πήραν κάποιες φορές τηλέφωνο στην αρχή, αλλά δεν απάντησε. Την ήξεραν την Μαρίνα καλά και αποφάσισαν να της δώσουν χρόνο να ηρεμήσει και να τους τηλεφωνήσει η ίδια όταν νιώσει έτοιμη. Στο μεταξύ μάθαιναν τα νέα της απ’ την Φανή. Η Φανή της είχε πει ότι επικοινωνούσαν μαζί της και ρωτούσαν πώς είναι. Και με τη Φανή βέβαια είχε μέρες να μιλήσει. Για όλα όσα έγιναν, μίλησαν πολύ μεταξύ τους… Και οι δύο επέμεναν στις απόψεις τους και έφτασαν στο σημείο να καβγαδίσουν άσχημα. Παρόλα αυτά, δεν σταμάτησαν εντελώς να επικοινωνούν, αλλά η σχέση τους δεν ήταν πια όπως πριν…
Η Μαρίνα το είχε βάρος μέσα της όλο αυτό. Και για την Φανή, αλλά και για την Ανθή και τον Νίκο. Ένιωθε ακόμη πολύ μπερδεμένη και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκε πως μπορεί να έκανε λάθος και όντως να μην ήξεραν τίποτα. Απ’ την άλλη όμως, όταν θυμόταν το παγωμένο και τρομαγμένο βλέμμα της Ανθής… Όπως και να ήταν τα πράγματα όμως, εκείνοι ήταν η οικογένειά της και το γεγονός ότι είχαν απομακρυνθεί τόσο, την πλήγωνε. Έπρεπε να τους μιλήσει, έπρεπε να τους πλησιάσει ξανά, έπρεπε με κάποιο τρόπο να γίνουν όλα όπως πριν. Να ξαναγίνουν η αγαπημένη οικογένεια που πάντα ήταν…
***********
Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε 11. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του, το πέταξε στο δρόμο κι έσπρωξε την πόρτα του “Late”. Παρότι σαββατόβραδο, δεν είχε πολύ κόσμο κι έτσι την εντόπισε εύκολα πίσω από το μπαρ. Ήταν τόσο όμορφη! Φορούσε ένα μαύρο στράπλες μπλουζάκι κι ένα στενό σκουρόχρωμο τζιν. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα ψηλά σε μια σφιχτή αλογοουρά κι ήταν έντονα βαμμένη. Το κόκκινο κραγιόν της, τόνιζε τα εντυπωσιακά χείλη της. Στο λαιμό της φορούσε ένα λεπτό χρυσαφί μενταγιόν που στόλιζε τον όμορφο λαιμό της. Ο Άρης πλησίασε προς το μέρος της και κάθισε σ’ ένα σκαμπό μπροστά στο μπαρ.
-Το πες και το’ κανες… του είπε ξαφνιασμένη, αλλά και χαμογελαστή
-Έτσι κάνουν οι άντρες! Ότι λένε το κάνουν! της ανταπέδωσε το χαμόγελο
-Μόνος;
-Μαζί σου… της είπε και την κοίταξε έντονα
Τον μπέρδευε αυτή η γυναίκα κι αυτό ίσως ήταν που του άρεσε τόσο. Σήμερα έδειχνε τόσο προσιτή, τόσο ομιλητική… Να ήταν επειδή έτσι έπρεπε να είναι με τους πελάτες; Αποκλείεται! Απ’ την ώρα που ο Άρης κάθισε απέναντί της, δεν πήρε τα μάτια της από πάνω του, ακόμη κι όταν σέρβιρε άλλους. Της άρεσε κι αυτό φαινόταν απ’ την πρώτη στιγμή, μόνο που σήμερα τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει.
Τις πρώτες φορές που συναντήθηκαν, έβλεπε στο βλέμμα της πως της αρέσει, κάθε φορά όμως γινόταν ψυχρή απότομα κι εντελώς αναίτια. Αυτό τον προβλημάτιζε. Σκεφτόταν μήπως υπάρχει κάποιος άλλος στη ζωή της κι αυτό την έκανε να φέρεται έτσι, αλλά δεν ήθελε να ρωτήσει τον Γιώργο, του φαινόταν πολύ παιδιάστικο αυτό. Για καιρό, είχε αποφασίσει να μην ασχοληθεί με την Μαρίνα, αν της άρεσε δεν θα έπρεπε να τον κάνει να προβληματίζεται και να αμφιβάλλει. Από πάντα προτιμούσε τις πιο ξεκάθαρες καταστάσεις. Αυτή η γυναίκα είχε όμως κάτι στο βλέμμα της… έδειχνε τόσο δυναμική και τόσο εύθραυστη ταυτόχρονα… του άρεσε και του άρεσε πολύ, απ’ την πρώτη στιγμή. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να την κατακτήσει, ήξερε όμως ότι ήθελε να προσπαθήσει.
Ο Άρης δεν ήταν απ’ τους άντρες που περνάνε εύκολα απαρατήρητοι. Ήταν ψηλός, με αθλητικό σώμα, μελαχρινός, με μαύρα μάτια και υπέροχο χαμόγελο. Ήταν ένας άντρας μορφωμένος, με καλή δουλειά και σε αρκετά καλή οικονομική κατάσταση. Κι όμως, δεν είχε καμία έπαρση στη συμπεριφορά του. Ήταν γήινος και ξεκάθαρος. Όλα αυτά, τον έκαναν περιζήτητο στο άλλο φύλο κι εκείνος δεν δυσκολεύτηκε ποτέ να κατακτήσει όποια γυναίκα τον ενδιέφερε. Παρόλα αυτά μέχρι τώρα, στα 36 του, δεν είχε κάνει ποτέ κάποια σχέση που να τον σημάδεψε. Αυτό το “απόλυτο” που άκουγε παντού, δεν τον είχε αγγίξει ακόμη. Δεν τον ένοιαξε ποτέ αυτό ως τώρα, στη φάση που ήταν δεν τον ενδιέφεραν και τόσο οι έρωτες, είχε προτεραιότητα τη δουλειά του, μιας και στόχος του ήταν να επεκτείνει την επιχείρηση που είχε ο πατέρας του στην Κύπρο, ανοίγοντας ένα καινούριο εστιατόριο στη Θεσσαλονίκη. Από τότε που είχε έρθει από την Κύπρο γι’ αυτό πάλευε και τον βόλευε που οι γυναίκες που γνώριζε, παρέμεναν απλώς ανούσιες γνωριμίες της μιας βραδιάς. Η Μαρίνα ήταν η πρώτη γυναίκα μετά από καιρό που του ξύπνησε ένα διαφορετικό ενδιαφέρον. Κάτι απροσδιόριστο τον τραβούσε σε κείνη. Ήταν όμορφη και μάλιστα πολύ, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν το βλέμμα της, ήταν κάτι στο βλέμμα της που τον αιχμαλώτιζε…
Μίλησαν και γέλασαν πολύ εκείνο το βράδυ. Ο Άρης έμεινε μαζί της μέχρι την ώρα που σχόλασε και την συνόδευσε με τα πόδια μέχρι το σπίτι της. Ήταν άλλωστε δύο τετράγωνα πιο πέρα. Ήταν 3 το πρωί κι είχε ψύχρα όταν βγήκαν απ’ το μαγαζί. Στον δρόμο της επιστροφής, της πρόσφερε το μπουφάν του. Όταν έφτασαν στην είσοδο της πολυκατοικίας, στάθηκε ο ένας απέναντι στον άλλον αμήχανα.
-Φτάσαμε… του είπε δείχνοντας με το δάχτυλό της, την πολυκατοικία πίσω τους
-Εδώ;
-Εδώ…
Ήταν εμφανές πως κανείς απ’ τους δυο δεν ήθελε να χωριστούν ακόμη. Η Μαρίνα σκέφτηκε προς στιγμήν να του πει ν’ ανέβει, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Την αμηχανία της στιγμής, διέκοψε ο Άρης.
-Καλή ξεκούραση λοιπόν…
-Σ’ ευχαριστώ. Καληνύχτα…
-Καλό σου βράδυ…
Του χαμογέλασε, γύρισε την πλάτη της και προχώρησε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ο Άρης έμεινε να την κοιτάζει και δεν έφυγε μέχρι που την είδε να μπαίνει στο ασανσέρ. Άναψε ένα τσιγάρο και περπάτησε αργά μέχρι το αυτοκίνητό του. Σ’ όλη τη διαδρομή για το σπίτι του, την σκεφτόταν. Ήταν τόσο όμορφη σήμερα… τόσο όμορφη και τόσο χαμογελαστή! Αυτή τη γυναίκα έπρεπε να την ξαναδεί και μάλιστα σύντομα! Σε λίγες μέρες ήταν τα εγκαίνια του εστιατορίου του. Το είχε πει στη Μαρίνα και της είπε ότι θα χαιρόταν πολύ να έρθει κι εκείνη. Δεν του απάντησε ξεκάθαρα για το αν θα τα καταφέρει, αλλά του είπε πως θα προσπαθήσει. Της είπε πως θα της έστελνε πρόσκληση και χαμογέλασε… πόσο όμορφη ήταν όταν χαμογελούσε!
Γυρνώντας σπίτι, έκανε ένα γρήγορο ντουζ και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Έβαλε τα χέρια του πίσω απ’ το κεφάλι του και κοιτούσε το ταβάνι για ώρα. Έπαιζε στο μυαλό του σαν ταινία, λεπτό προς λεπτό, το σημερινό βράδυ. Η στιγμή που την είδε πίσω απ’ το μπαρ, το πρώτο χαμόγελό της μόλις τον είδε, οι στιγμές που γελούσε, το βλέμμα της κολλημένο στο δικό του… Πώς περπατούσε στο πλάι του με το μπουφάν του στους ώμους της, τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν τον καληνυχτίσει… Πόσο πολύ ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του εκείνη τη στιγμή και να την φιλήσει! Με πόση δυσκολία κρατήθηκε να μην το κάνει! Έδειχνε τόσο εύθραυστη! Κοίταξε το παράθυρο του δωματίου του, φως είχε αρχίσει να μπαίνει δειλά απ’ το μισάνοιχτο παντζούρι, είχε αρχίσει να ξημερώνει… “Μάλλον την πάτησες Άρη!” σκέφτηκε πριν κλείσει τα μάτια του για να κοιμηθεί.
Η Μαρίνα ξάπλωσε χωρίς ν’ ανάψει το φως. Για ώρα στριφογύριζε στο κρεβάτι της, χωρίς να μπορεί να κλείσει μάτι. Ο Άρης δεν μπορούσε να φύγει απ’ το μυαλό της. Το μπουφάν του είχε αφήσει πάνω της το άρωμά του. Ήταν τόσο όμορφος, τόσο γλυκός, τόσο προστατευτικός! Είχε χρόνια να σκεφτεί έτσι για κάποιον… από τότε, με τον Στέφανο.
Ο Στέφανος ήταν ο πρώτος της αληθινός έρωτας. Και ο τελευταίος. Μέχρι τώρα. Τον είχε ερωτευτεί πολύ! Πάντα πίστευε πως ήταν ο άντρας της ζωής της, αυτός με τον οποίο θα γερνούσε μαζί. Ήταν πάνω από 15 χρόνια μεγαλύτερός της, αλλά τρομερά γοητευτικός. Ήξερε πώς να φερθεί και στα μάτια της, που ήταν μόλις 19 χρονών, έμοιαζε θεός! Εκείνη μια δευτεροετής φοιτήτρια κι εκείνος δικηγόρος στο πλάι του μεγαλοδικηγόρου πατέρα του.
Όλοι γύρω της, της φώναζαν πως αυτός ο άντρας δεν είναι για εκείνη, πως δεν της είναι πιστός, πως την δουλεύει… Όλα μέσα της, της φώναζαν πως ήταν το άλλο της μισό, πως γεννήθηκε για να ζει στο πλάι του… Απ’ τους πρώτους κιόλας μήνες που ήταν μαζί, είχε ενδείξεις πως κάτι συμβαίνει. Μηνύματα στο κινητό που πάντα έκρυβε, τηλεφωνήματα σε ακατάλληλες ώρες, βράδια που ξενυχτούσε στο γραφείο… Ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του όμως, που για όλα του χάριζε μια δικαιολογία. Ακόμη και τότε, που τον είχε δει με τα μάτια της. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε πει σε κανέναν ποτέ! Ούτε σε εκείνον το είπε πως τον είδε εκείνο το απόγευμα να μπαίνει σε μια πολυκατοικία, αγκαλιά με μια ξανθιά γυναίκα, που την φίλησε με πάθος πριν ξεκλειδώσουν την πόρτα της εισόδου. Αν του το έλεγε, θα έπρεπε από αξιοπρέπεια να του πει να χωρίσουν κι αυτό δεν μπορούσε να το κάνει. Γι’ αυτό και συνέχισε να κάνει ότι δεν ξέρει τίποτα κι εκείνος συνέχισε να είναι μαζί της, το ίδιο άνετος όπως πριν. Η Μαρίνα είχε φτάσει στο σημείο να σκέφτεται πως κάπου θα φταίει εκείνη για να μην του είναι αρκετή, κάτι έκανε λάθος, κάπου ήταν ελλιπής…
Από τότε που οι φήμες που τον κακολογούσαν αποδείχτηκαν περίτρανα αληθινές, ο έρωτας που ένιωθε για εκείνον, άρχισε να λειτουργεί σαν εξάρτηση για τη Μαρίνα. Ήξερε πως της κάνει κακό, αλλά δεν ήθελε να το κόψει. Έμεινε μαζί του άλλα δύο χρόνια. Δύο χρόνια που συνέχισε να τον λατρεύει, να τον κοιτάει στα μάτια και να λιώνει για εκείνον κι ας ήξερε… Δύο χρόνια αργότερα κι ενώ εκείνος είχε μέρες εξαφανισμένος, πήγε στο σπίτι του απροειδοποίητα. Δεν ήταν μόνος. Στο κρεβάτι του, σ’ εκείνο που έκανε έρωτα μαζί της, κοιμόταν μια άλλη γυναίκα. Της άνοιξε μισόγυμνος και δεν την άφησε καν να μπει στο σπίτι. Της είπε πως δεν έχει κανένα δικαίωμα να εμφανίζεται απροειδοποίητα. Της είπε πως δεν είχαν τίποτα σοβαρό μεταξύ τους. Της είπε πως δεν θέλει να την ξαναδεί…
Έτσι άδοξα, με λίγες κουβέντες τέλειωσε εκείνη η σχέση. Μια σχέση που η Μαρίνα είχε επενδύσει όνειρα, ελπίδες, αγάπη κι έρωτα. Μια σχέση που στο κλείσιμό της, της πήρε όλη την αθωότητα που είχε στην ψυχή της. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια είχε θεοποιήσει έναν άντρα που δεν υπολόγισε στιγμή τα συναισθήματά της. Που δεν την αγάπησε, δεν την σεβάστηκε, δεν την νοιάστηκε. Εκείνη του χάρισε ό,τι πιο όμορφο υπήρχε μέσα της κι εκείνος το απαξίωσε, το τσαλαπάτησε και το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων χωρίς δεύτερη σκέψη. Στο τέλος, εκείνος αποχώρησε ατσαλάκωτος κι εκείνη έμεινε πίσω, μόνη και πληγωμένη. Σαν ανώμαλη προσγείωση αεροπλάνου, που ο πιλότος βγαίνει σώος και το αεροπλάνο έχει υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες…
Αυτή η ιστορία είχε πάνω από 8 χρόνια που είχε τελειώσει. Στα 8 αυτά χρόνια, η Μαρίνα θωράκισε τον εαυτό της τόσο καλά, που κανείς δεν κατάφερε να την πλησιάσει αρκετά. Αναθεμάτισε τον έρωτα και χαντάκωσε στο βάθος της ψυχής της όλα τα συναισθήματα που θα μπορούσαν να την κάνουν τρωτή στον φτερωτό θεό. Συνέχισε να ζει, αλλά χωρίς να νιώθει. Πλέον πίστευε πως δεν θα μπορούσε κανείς να της ξυπνήσει συναισθήματα ερωτικής αγάπης. Μοιραζόταν στιγμές πάθους με όποιον άντρα ήθελε, αλλά μέχρι εκεί… δεν θα περνούσε τα ίδια ποτέ ξανά!
Και κάπου εκεί ήρθε ο Άρης… που είχε αληθινό χαμόγελο και καθαρή ματιά, που ήταν ευγενικός και προστατευτικός, που το βλέμμα του ήταν σαν μαγνήτης στο δικό της. Ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία και την έκανε να χαμογελάσει, να χαμογελάσει αληθινά! Έκανε τα μάτια της να χαμογελάσουν. Κι αυτό είχε χρόνια να της συμβεί. Την ώρα που ήταν κάτω απ’ το σπίτι της και τον είχε μπροστά της, ήθελε να του πει ν’ ανέβει κι όμως αμέσως το μετάνιωσε, γιατί κάτι μέσα της της έλεγε πως δεν πρέπει να τον κατατάξει με όλους τους άλλους. Εκείνος ήταν αλλιώς… ή μήπως όχι; Μήπως το μυαλό της, της έπαιζε παιχνίδια; Μήπως η καρδιά της βρήκε μια ευκαιρία να επαναστατήσει και να απαιτήσει απεγνωσμένα αγάπη; Όχι, εκείνος ήταν αλλιώς, το έβλεπε στα μάτια του! Ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που είχε γραμμένο η μοίρα για τους δυο τους. Αν κάποια μέρα ξυπνούσε μαζί του, δεν θα έψαχνε δικαιολογίες για να τον διώξει γρήγορα απ’ το σπίτι της, θα κούρνιαζε στην αγκαλιά του και μετά το πρώτο “Καλημέρα”, θα του έφερνε καφέ στο κρεβάτι και… μα τι την είχε πιάσει τέτοια ώρα; Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αδύνατον! Κοίταξε στο παράθυρο, είχε αρχίσει να ξημερώνει…
Κική Γιοβανοπούλου
Συνεχίζεται…
2 απαντήσεις στο “Κόκκινη Κλωστή – 5 & 6”
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΜΕ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ
[…] Προηγούμενο […]