,

Υποτιμημένη ρουτίνα

«Ξύπνα! Ξύπνα Νέλλη, μικρή δεκαοκτάχρονη φοιτήτρια, ακόμα μια συνηθισμένη μέρα σε περιμένει», είπε στον εαυτό της αναστενάζοντας τόσο βαριά, που τα ρουθούνια της έμοιασαν με εκείνα του γουρουνιού από την δυνατή εκπνοή. Τα μάτια της όταν ήταν μόνη της, εκείνη και το εγώ της, είχαν μια μόνιμη θλίψη, καθώς αυτό το κάτι εκπληκτικά ωραία απρόσμενο που περιμένει, έπαιζε ακόμα κρυφτό μαζί της, οδηγώντας την στα όρια της απελπισίας. Το απρόσμενο ήρθε στην ζωή της σαν χαστούκι δυνατό που της γύρισε το κεφάλι 360 μοίρες. Δίχως να το καταλάβει, η ζωή της άλλαξε για πάντα και η παλιά της ρουτίνα κατέληξε να θυμίζει παράδεισο.

Το τηλέφωνο χτυπά και συνάμα ο χτύπος της καρδιάς της αντηχεί από χιλιόμετρα. «Τα αποτελέσματα της τελικής, ύστερα από τις πολλοστές, βιοψίας του κυρίου τάδε (για αυτούς), του μπαμπά της (για εκείνη), είναι έτοιμα, περάστε από το νοσοκομείο να τα παραλάβετε και να μιλήσετε με τον θεράποντα», η Νέλλη με τρεμάμενη φωνή απάντησε «ευχαριστώ». Ετοιμάστηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και παρόλο που ο πατέρας της ήταν σπίτι, ανέθεσε σε εκείνη να πάει να παραλάβει τα αποτελέσματα σαν εκείνος να τα γνώριζε ήδη από καιρό.

Η Νέλλη παρέλαβε τα αποτελέσματα με βλέμμα χαμένο στο κενό, με κομμένα τα πόδια και την ανάσα, αφού οι υποψίες επιβεβαιώθηκαν. Καρκίνος, ναι καρκίνος αχαρακτήριστου σταδίου. «Κοίτα κορίτσι μου, ο μπαμπάς δεν είναι καλά, πρώτη φορά αντιμετωπίζω τέτοια περίπτωση, θα κάνω το καλύτερο που μπορώ ειδικά για να μην πονάει, αλλά να ξέρεις δεν μπορώ να κάνω πολλά, δεν έχει πολύ καιρό μπροστά του… Όμως, ό,τι και να γίνει, εσύ μην παρατήσεις τις σπουδές και την ζωή σου!». Η Νέλλη, με δάκρυα στα μάτια, έσφιξε τα χείλη της τόσο που μάτωσαν, μάτωσαν τόσο όσο μάτωνε και η ψυχή της. Μια ηλικιωμένη κυρία, συνοδός ηλικιωμένου ασθενή την αγκάλιασε και της είπε «Κουράγιο κορίτσι μου, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς με αυτό το πράγμα, να είστε δυνατοί». Η Νέλλη λύγησε και αγκάλιασε την άγνωστη γιαγιά λες και την γνώριζε χρόνια, λες και ήταν η δική της γιαγιά.

Ύστερα η δεκαοκτάχρονη, πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Προτού φτάσει όμως, έκανε μια στάση να παραλάβει ένα σύγγραμμα με όσο κουράγιο είχε, μάλλον λόγω της άρνησης να πιστέψει τι είχε ακούσει πριν λίγα λεπτά ή μάλλον για να κερδίσει χρόνο για το πώς θα το ανακοίνωνε στον μπαμπά που την περίμενε ξαπλωμένος στον καναπέ, με μια ηρεμία που θα έκανε τον κάθε ένα να ανατριχιάσει. Αφού λοιπόν γύρισε στο σπίτι και του ανακοίνωσε τα αποτελέσματα, με όλη την αφέλεια και την αμηχανία της, είπε ότι παρέλαβε και το βιβλίο της για να σπάσει τον πάγο που δεν έλιωνε με τίποτα μέσα της. Ο μπαμπάς πήρε το βιβλίο, το ξεφύλλισε την κοίταξε και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της είπε με συγκίνηση «Τώρα θα γίνεις μια δασκαλίτσα! Δασκαλίτσα μου εσύ! Η γιαγιά σου ήθελε να γίνει δασκάλα αλλά δεν την είχαν αφήσει, δεν τα κατάφερε, εσύ όμως τώρα θα γίνεις δασκαλίτσα!», σαν να της είπε με τον τρόπο του ό,τι της είχε πει και ο γιατρός προηγουμένως, να μην παρατήσει την ζωή της, αφού ο μπαμπάς γνώριζε καλύτερα το πόσο ευαίσθητο άτομο ήταν η Νέλλη.

Έτσι λοιπόν, πριν καλά-καλά το καταλάβει, ξεκίνησε ο αγώνας δρόμου και τρόμου, αγώνας που σε κάνει να ακούς καθημερινά κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου που περνά, έτσι όπως αυτός περνάει σε ένα δωμάτιο αντικαρκινικού νοσοκομείου, αργά και ταυτόχρονα πιο γρήγορα από ποτέ, τις περισσότερες φορές όμως βασανιστικά.

Ο χρόνος περνούσε, ενάμισης χρόνος πέρασε ακούγοντας κάθε δευτερόλεπτο. Η Νέλλη ποτέ δεν έκλαψε μπροστά στον μπαμπά της, όσο εκείνος έδινε την μάχη του. Έκλαιγε μονάχα βουβά όταν εκείνος κοιμόταν και η Νέλλη καθόταν δίπλα του κοιτάζοντας τον. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο μπαμπάς της την κοιτούσε λες και ήταν σωστό παλικάρι η Νέλλη, ενώ στην πραγματικότητα το παλικάρι ήταν εκείνος που άντεχε τους ψυχικούς και σωματικούς πόνους.

Ο χρόνος, κάποιο ξημέρωμα του Φλεβάρη, σταμάτησε να ακούγεται για τον μπαμπά της, γιατί έφυγε, έφυγε μακριά, ποιος ξέρει ίσως και για πάντα, ίσως να μην τον ξαναδεί. Έφυγε αθόρυβα με την καρδιά του σε κόμμα. Με αξιοπρέπεια, σαν σωστό παλικάρι που ήταν.

Η Νέλλη μαζί με αυτόν, έχασε και τον κύριο Τάσο, τον κύριο Γιάννη, τον κύριο Μανώλη, τον κύριο Φώτη, την κυρία Ανδριάνα, τον κύριο Αντωνάκη, την κυρία Λίτσα, τον κύριο Δημήτρη, τον κύριο Νεκτάριο, τον κύριο ‘Κρητικό’, τον κύριο ‘Ταζ’, τον κύριο Πέτρο, που όλοι αυτοί έγιναν οικογένεια για την Νέλλη, που στη διαδρομή τους έδινε και της έδιναν κουράγιο. Έφυγαν μακριά της, όμως όλες οι στιγμές μαζί τους καλώς ή κακώς έμειναν στην μνήμη της και θα είναι εκεί για πάντα!

Η ρουτίνα λοιπόν που είχε υποτιμήσει, της λείπει πια τόσο πολύ, που θα έκανε τα πάντα να την είχε πίσω. Όμως έμαθε τόσα πολλά, έμαθε πια ακόμα και όταν είναι μόνη της, να κάνει τα μάτια της μόνο να γελούν και να μην έχουν πια θλίψη, καθώς το κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου που ακούει, ξέρει πια το πόσο σπουδαίο είναι. Μέσα από αυτό, είχε την τιμή να γνωρίσει πτυχές του εαυτού της που αγνοούσε, είχε την τιμή να γνωρίσει υπέροχους ανθρώπους που αγάπησε και την αγάπησαν πραγματικά. Μέσα από όλο αυτό βγήκε κερδισμένη, όμως και με απώλειες.

Έψιλον

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: