, ,

Πεταλούδα του Ουρανού – Μέρος Ένατο και Δέκατο

Προηγούμενο

9

Σίγουρα τρελαίνομαι, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.

Ο κόσμος εκείνος δεν υπήρχε, όπως δεν υπήρχε κι ο Ζεν, είχε πιεστεί πολύ για να μπορέσει επιτέλους να το χωνέψει, όσο σπαρακτική κι αν ένιωθε αυτή την απώλεια. Κι όμως… αυτό το κοριτσάκι έλεγε με την παρουσία του ότι δεν ήταν έτσι. Τι στο καλό συνέβαινε τελικά στ’ αλήθεια;

Ένιωσε ασφυξία.

Το μυαλό της αγκομαχούσε να ισορροπήσει σε κάποιο λογικό σημείο, παραζαλισμένο από τις τόσες εναλλαγές γεγονότων που μια έπνιγαν και μια αναβίωναν τις ελπίδες της. Στάθηκε για μια στιγμή έξω από την πύλη, ενώ έβλεπε από μακριά την μητέρα της να έρχεται για να την παραλάβει. Αισθανόταν μια ζαλάδα να την καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο. Έστρεψε το βλέμμα της κάπου έξω στον ορίζοντα, μήπως και κατάφερνε να αποσπάσει τον νου της από τον τρελό χορό στον οποίο παρασυρόταν. Κι αν το κοριτσάκι υπάρχει, τότε κι ο Ζεν… μήπως κι ο Ζεν θα μπορούσε να μην είναι απλώς προϊόν της φαντασίας μου; Ένιωσε πραγματικό πόνο και προσπάθησε να κρατηθεί από έναν στύλο, μην αντέχοντας καν να οραματιστεί αυτό που δυο μέρες πριν είχε θάψει κάτω από καντάρια ψυχρής λογικής. Κοίταξε τριγύρω προσπαθώντας να ηρεμήσει, για δες αυτό το νοσοκομείο είναι κοντά στη θάλασσα, πίεσε τον εαυτό της να σκεφτεί, από το δωμάτιο δεν θα το μάντευα ποτέ αυτό.

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, παρά τη ψύχρα που επικρατούσε. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε παραζαλισμένο στον ορίζοντα, στη θάλασσα που έστεκε ακύμαντη σαν γκρίζο γυαλί. Λευκές σιλουέτες μικρών βαποριών γλιστρούσαν στο νερό, μεταφέροντας ζωές και μοιάζοντας να αιωρούνται γεμάτα ελπίδες που άστραφταν κάτω από το εκτυφλωτικό φως. Στις όχθες σωρεύονταν λιλιπούτεια σπιτάκια, που καθρεφτίζονταν χορεύοντας βουβά, όμοια με μεταξωτά ξέφτια πάνω στην κρυστάλλινη γυαλάδα του νερού. Πιο πέρα, ίσα που διακρινόταν όγκοι από γιγάντια βουνά θαμμένα κάτω από αιώνιο χιόνι, σαν κουφάρια αρχαίων Τιτάνων, παντοτινά χαμένων στη αιώνια λήθη.

Το βλέμμα της κόλλησε εκεί, σαν να ήθελε να δείξει κάτι που η Αταλάντη δεν μπορούσε να καταλάβει. Και τότε, χωρίς να ξέρει κι αυτή γιατί, έστρεψε το κεφάλι της δεξιά.

Παραπέρα από τον στιβαρό, τσιμεντένιο όγκο του νοσοκομείου, σχεδόν ισάξιό του, έστεκε ένα παρόμοιο αρχιτεκτονικό συγκρότημα από γυαλί κι ατσάλι με έναν ψηλό πυργίσκο να προεξέχει σαν κρυστάλλινος φάρος από έναν γκρεμό στην ακροθαλασσιά. Ένα σμάρι από θαλασσοπούλια φάνηκε να τριγυρίζει σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο του πυργίσκου σε ένα παράξενο σχηματισμό. Σαν μια φιγούρα να αιωρούνταν εκεί απέξω παρατηρώντας κάτι μέσα στον πυργίσκο.

Κάτι μέσα στο κεφάλι της Αταλάντης έκανε έναν παράξενο ήχο. Κλικ.

Προσπάθησε να διώξει τις ξέφρενες σκέψεις της, πριν εκτροχιαστούν τελείως. Πρώτα το κοριτσάκι, τώρα αυτό το τοπίο που έμοιαζε τόσο παρόμοιο με εκείνο στο σπίτι του Ζεν. Το πρόσωπό της συνοφρυώθηκε καθώς αισθάνθηκε σαν τη διαπερνούσε ξαφνικά ένα παγωμένο ρεύμα από το πουθενά. Εκείνη τη στιγμή είδε στο πάρκινγκ έναν νοσηλευτή που έβγαινε από ένα κλειστό ασθενοφόρο και με μια πρωτοφανή ενεργητικότητα έτρεξε προς το μέρος του.

«Συγγνώμη» είπε κι εκείνος στράφηκε προς το μέρος της με προθυμία. «Εκείνο το κτίριο με τον γυάλινο πυργίσκο, δίπλα στο νοσοκομείο… μήπως ξέρετε τι είναι; Γραφεία ή κάτι άλλο;»

Ο γεροδεμένος άντρας έριξε μια ματιά προς τα εκεί κι έμοιαζε αιωνιότητα για την Αταλάντη η απάντησή του. Μέσα σε δευτερόλεπτα μετάνιωσε που είχε ρωτήσει. Τι κουταμάρες πάω και ρωτάω, σκέφτηκε περιμένοντας ανυπόμονα την όποια απάντηση για να φύγει και να πάει στη μητέρα της που εκείνη την ώρα ερχόταν προς το μέρος τους.

«Αυτό λέτε; Κλινική είναι, παράρτημα του νοσοκομείου με πτέρυγα εντατικής για χειρουργικά περιστατικά». Η Αταλάντη πρέπει να του φάνηκε απορημένη εκείνη την ώρα, αφού στέκονταν έξω από παρόμοια πτέρυγα στα Επείγοντα. «Εκεί είναι το παλαιότερο τμήμα» της εξήγησε «τώρα χρησιμοποιείται για, ας πούμε, πολύ πιο βαριές περιπτώσεις». Το βλέμμα του ήταν εύγλωττο, δεν χρειαζόταν να διευκρινίσει ότι ήταν για αυτούς που δεν είχαν ελπίδα να επανέλθουν.

Ο παράξενος ήχος στο μυαλό της συνέχισε, πιο γρήγορα τώρα. Κλικ, κλικ, κλικ.

Δεν ήξερε κι εκείνη γιατί το έκανε. Όμως ευχαρίστησε τον άντρα και πήγε να προλάβει τη μητέρα της. Αντί όμως να την ακολουθήσει για το αμάξι, στράφηκε προς το μέρος της με ένα πρόσωπο που έμοιαζε σαν να είχε εισβάλει κυκλώνας στο μυαλό της.

«Μαμά, δεν θα φύγω τώρα» της είπε βιαστικά «Προέκυψε κάτι επείγον. Μπορείς να πας σπίτι μου να με περιμένεις; Δεν θ’ αργήσω». Η μητέρα της σάστισε κι ετοιμάστηκε να τη ρωτήσει τι συνέβαινε. Αλλά κάτι στο βλέμμα της κόρης της, της έδωσε να καταλάβει ότι ήταν σημαντικό. Κι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τα μάτια της Τάλα, από την ημέρα που είχε ξυπνήσει στο νοσοκομείο, να έχουν μια φλόγα ζωντάνιας μέσα τους.

«Εντάξει, μόνο αν χρειαστείς οτιδήποτε στο μεταξύ, πες μου, ναι;» της είπε κι απέμεινε να την κοιτάζει καθώς η Τάλα απομακρυνόταν, κάνοντάς της ένα ενθαρρυντικό νεύμα κεφαλιού.

Επέστρεψε βιαστική μέσα στο νοσοκομείο, ψάχνοντας την Ευγενία. Η απορία της νοσηλεύτριας όταν την είδε ξανά εκεί, έγινε ακόμα μεγαλύτερη με αυτό που της ζήτησε η Αταλάντη. Αλλά προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει και πιάνοντας το τηλέφωνο άρχισε την αναζήτηση, μιλώντας με συναδέλφους της κι όπου αλλού μπορούσε με χαμηλόφωνο, υπηρεσιακό τόνο, σαν να ήταν κάποιο συνηθισμένο γραφειοκρατικό ζήτημα.

«Αλήθεια;» την άκουσε η Αταλάντη να λέει ξαφνικά και η έκπληξη στο πρόσωπο της Ευγενίας που της έκανε απεγνωσμένα νόημα, έκανε την καρδιά της να αρχίζει να χτυπάει δυνατά. «Ναι, ναι, πες μου, Σούλα…» αντάλλαξε μερικές πληροφορίες ακόμα και μετά στράφηκε με μια θριαμβευτική έκφραση προς το μέρος της.

«Είχες δίκιο» της είπε απλά.

Αν ήταν κανονιά θα έφερνε λιγότερη αντάρα στον νου της Αταλάντης. Ξεροκατάπιε και έσκυψε κοντά της να ακούσει με κομμένη ανάσα.

Κι η Ευγενία της είπε την πιο τρελή ιστορία.

 

10

Ο Ζένος Καμπάκης θεωρούσε ότι είχε μια συνηθισμένη ζωή, όπως όλοι, αλλά χρειάστηκε μόλις μια μέρα για να διαψευστεί. Εκείνη την μέρα που ατένισε τον κόσμο από την ψηλότερη κορφή και αμέσως μετά, όταν ψηλαφούσε στα τυφλά, παγιδευμένος στην πιο σκοτεινή άβυσσο.

Κοίταζε χωρίς να βλέπει, τη φλόγα του κεριού που λικνιζόταν απαλά πάνω στο εβένινο πιάνο σαν ένα φεγγερό πανί από ένα βαρκάκι που έπλεε ακυβέρνητο στη μαύρη απεραντοσύνη του ωκεανού. Η ζωή του Ζεν, ή ό,τι είχε απομείνει από εκείνη, ήταν αυτή η βάρκα και το πηχτό σκοτάδι γύρω της ήταν όλα όσα είχε χάσει.

“Τάλα…”. Τα χείλη του ψιθύρισαν για άλλη μια φορά το όνομά της κι ασυναίσθητα το βλέμμα του κατηφόρισε στις σκιές, ως το κατεβασμένο καπάκι των πλήκτρων, καθώς το χέρι του έσβηνε απαλά έναν ανύπαρκτο κόκκο σκόνης. Δεν έπαιζε πια το τραγούδι που αγαπούσε όσο κι εκείνη, δεν είχε νόημα πια, αφού η Τάλα δεν μπορούσε να το ακούσει πλέον. Ακούμπησε τους αγκώνες του πάνω στην γυαλιστερή επιφάνεια με το βλέμμα του στραμμένο στην μικρή φλόγα που χόρευε σιωπηλά αιωρούμενη στο πουθενά. Είχε την ομορφιά που είχε η Τάλα, όταν την είχε δει να αιωρείται έξω από το παράθυρό του. Μια εύθραυστη ουράνια πεταλούδα που φέγγιζε μέσα στη νύχτα. Δεν το ήξερε εκείνη, μα την είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή. Με την άκρη του ματιού του έβλεπε το παλλόμενο, χρυσαφένιο φως της μελωδίας του να την τυλίγει, την αντανάκλαση του πάνω στο λευκό της δέρμα σαν ένα βουβό καλωσόρισμα. Πόσο διαφορετική έμοιαζε η Τάλα εκείνη τη νύχτα! Με φιλντισένια επιδερμίδα, σκούρα μάτια που ιρίδιζαν σαν δίδυμα φεγγάρια, μαύρα μαλλιά μακριά να αυλακώνουν το μέτωπο, τα μάγουλα, τον λαιμό της, όλο το σώμα της να ταλαντεύεται τυλιγμένο στα κουρέλια ενός δαντελωτού, λευκού φορέματος σαν να είχε βγει από μυθιστόρημα του Γουίλκι Κόλινς. Ακούμπησε το πρόσωπό του πάνω στα σταυρωμένα χέρια του, αλλά τα μάτια του απέμειναν εκεί, πιασμένα στη λάμψη της φλόγας που συνέχιζε να λικνίζεται στον ωκεανό των αναμνήσεων του από εκείνη.

Πόσο διαφορετική ήταν στην πραγματικότητα όταν την είχε πρωτοδεί!

Σε ένα από αυτά τα παιχνίδια της τύχης, εκείνος ξεκινούσε από την Καβάλα και πήγαινε προς τη Θεσσαλονίκη κι αντίστροφα, η Αταλάντη που ήταν από τη Θεσσαλονίκη, πήγαινε στην Καβάλα. Και οι δύο σπούδαζαν και τύχαινε να συναντιούνται συχνά, αλλά φευγαλέα καθώς έπαιρνε ο καθένας την αντίθετη κατεύθυνση. Πότε ο Ζένος κατέβαινε από το λεωφορείο της Θεσσαλονίκης και συναντούσε εκείνη που ανέβαινε δίπλα στο λεωφορείο για Καβάλα και πότε το αντίστροφο.

Δεν ήξερε για εκείνη αν ίσχυε το ίδιο, όμως ο Ζένος την πρώτη φορά που την είχε δει ή μάλλον που είχε πέσει κατά λάθος πάνω της, είχε κεραυνοβοληθεί. Ένιωσε μεμιάς ότι υπήρχε κάτι σ’ εκείνη τη γυναίκα. Ο τρόπος που του χαμογέλασε απλόχερα με τα μάτια της σαν μισοφέγγαρα, του ζέστανε την καρδιά, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Όταν πήρε ο καθένας τον δρόμο του είχε κιόλας μετανιώσει που είχε απομακρυνθεί χωρίς κάτι περισσότερο, εκτός από μια καλοπροαίρετη συγγνώμη. Συναντιόντουσαν κι άλλες φορές, όλες όμως εφήμερα, με βουβό χαιρετισμό κι εκείνον να κοιτάζει κατόπιν από μακριά την Αταλάντη να επιβιβάζεται σε λεωφορείο που πήγαινε στην αντίθετη κατεύθυνση. Η επιθυμία του να της μιλήσει μεγάλωνε όσο οι περιστάσεις τους εμπόδιζαν κι όπως φαινόταν, η γνωριμία τους θα είχε παραμείνει μια ανταλλαγή διασταυρώσεων, αν εκείνος δεν είχε πάρει μια ξαφνική, τρελή απόφαση.

Εκείνη η μέρα ήταν μια ηλιόλουστη Δεκεμβριάτικη Δευτέρα κι ο Ζένος είχε μόλις φτάσει στη Θεσσαλονίκη από την Καβάλα όπου έμενε. Κατέβηκε κοιτάζοντας αφηρημένα γύρω του, αναζητώντας την υποσυνείδητα, ίσως την πετύχαινε την ώρα που θα έπαιρνε το επόμενο λεωφορείο. Ωστόσο δεν την είδε πουθενά και λίγο απογοητευμένος πέρασε μέσα από το κτίριο των εκδοτηρίων, έτοιμος να βγει στις στάσεις των αστικών. Και τότε είδε την Αταλάντη, που μόλις είχε κόψει εισιτήριο, να κατευθύνεται προς το σημείο αναχωρήσεων. Άλλη μια φορά που την έβλεπε και την έχανε, ξανά και ξανά.

Ήταν μια στιγμή που πάγωσε στην αιωνιότητα.

Ξαφνικά, χωρίς ούτε ο ίδιος να το πιστεύει, είδε τον εαυτό του να προχωρά προς το εκδοτήριο, να βγάζει την κάρτα του και να λέει «ένα απλό για Καβάλα, παρακαλώ, προλαβαίνω κάποιο τώρα που φεύγει;» ενώ μόλις είχε έρθει από εκεί. Ο υπάλληλος κοίταξε σιωπηλά τη λίστα επιβατών και αφού έγραψε κάτι, του έδωσε το απόκομμα μιας θέσης στην τελευταία σειρά του λεωφορείου μουρμουρίζοντας κάτι που ακούστηκε σαν «ακυρώθηκε μια κράτηση, έγινε λάθος στην ώρα, αλλά ο οδηγός ξέρει». Σαν μέσα σε όνειρο ο Ζένος το πήρε, κρατώντας το σαν τρόπαιο κάποιου φανταστικού διαγωνισμού και προχώρησε βιαστικά νιώθοντας τα μηλίγγια του να χτυπάνε φρενιασμένο ταμπούρλο.

Συνήλθε όταν έφτασε στο ήδη γεμάτο λεωφορείο με τον κόσμο να επιβιβάζεται, χωρίς να βλέπει εκείνη τη στιγμή την Αταλάντη. Τι βλακεία είχε πάει κι έκανε, λες και όλα θα ήταν μέλι-γάλα, εκείνη θα του έλεγε καλημέρα και μετά θα κάθονταν μαζί σαν παιδάκια σε σχολική εκδρομή. Στέναξε και κάθισε μελαγχολικά στη θέση του, νιώθοντας εντελώς ανόητος. Παρηγόρησε τον εαυτό του πως ίσως, όταν έφταναν, να κατάφερνε να της μιλήσει, μετά δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να γίνει. Καθώς το όχημα έστριψε και πήρε την ευθεία, κοίταξε μηχανικά στις σειρές μπροστά, έστω για την πιθανότητα να την έβλεπε από μακριά.

Και σταμάτησε εκεί, νιώθοντας το αίμα να φουντώνει το πρόσωπό του.

Υπήρχε κάποια θεότητα των ευτυχών συγκυριών; Πιθανόν ναι. Γιατί μόλις τρεις σειρές μπροστά του, γερμένη με το καστανοκόκκινο μαλλί της να λαμπυρίζει σαν φωτοστέφανο από το πλάγιο φως του απογεύματος, καθόταν η Αταλάντη. Θα την αναγνώριζε παντού, μ’ αυτό το προφίλ που έμοιαζε να ρωτάει κάτι όλο περιέργεια, έτοιμη να χαμογελάσει με όλη της την καρδιά.

Και δίπλα της, η άλλη θέση ήταν κενή.

Ακόμα κι όταν απέμεινε να κοιτάζει δίβουλος, η τύχη συνέχιζε να τον ραίνει με την ευλογία της, επειδή το λεωφορείο έκανε μια στάση λίγο πιο έξω από την πόλη για να παραλάβει κι άλλους επιβάτες. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί αν κάποιος από αυτούς είχε ίσως κλείσει τη θέση, τινάχτηκε σαν ελατήριο στον διάδρομο και στάθηκε πάνω της, πριν καν το καταλάβει. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της έκπληκτη, αλλά όταν είδε ότι ήταν αυτός, χαμογέλασε λίγο παραπάνω από όσο περίμενε ο Ζένος. Έμεινε μαγεμένος θαρρείς εκεί από εκείνο το χαμόγελο κι ευτυχώς που εκείνη είχε περισσότερη ψυχραιμία. «Είναι η θέση σας;» τον ρώτησε με ευγένεια κι εκείνος έγνεψε καταφατικά, μην τολμώντας να μιλήσει. Η Αταλάντη έσπευσε να του κάνει μέρος και μουδιασμένος κάθισε στο παράθυρο, πλάι της. Από εκεί που την χάζευε από μακριά νιώθοντας κάποιες ενοχές έτσι όπως την παρατηρούσε, τώρα μπορούσε σχεδόν να νιώσει το άρωμά της, ένα ανάλαφρο γλυκό πέπλο αγριολούλουδων. Ένιωθε ξερό το στόμα του και κάπως καθυστερημένα, θυμήθηκε να κοιτάξει πέρα στους άλλους επιβάτες, μήπως κάποιος κατευθυνόταν προς το μέρος τους. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, ένιωσε σχεδόν κάτι να του το ψιθυρίζει, καθώς όλοι τους, τρία άτομα, κάθισαν διαδοχικά σε κενές θέσεις μπροστά.

«Τι σύμπτωση σήμερα, να ταξιδεύεις στην ίδια πόλη» του είπε τότε η Αταλάντη χαμογελώντας του με τόση ζεστασιά, που ο Ζένος ένιωσε να ζαλίζεται. Χρειάστηκε όλη του τη δύναμη για να ψελλίσει ένα «ναι, σωστά». Μα τι έχεις πάθει, σύνελθε επιτέλους, σε κοιτάζει, κραύγασε σχεδόν μέσα του και ξεροκατάπιε νιώθοντας πως τα αυτιά του είχαν είναι κόκκινα σαν παπαρούνες. Της συστήθηκε λες κι έπαιζαν σε σκετς «Ζένος Καμπάκης, αλλά με φωνάζουν Ζεν» και της είπε για το ωδείο στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζε πιάνο. «Γι’ αυτό πηγαινοέρχομαι» κατέληξε προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα «συναντιόμαστε τόσο συχνά, που έχουμε γίνει σχεδόν γνωστοί, έτσι δεν είναι;». Παράκαμψε σιωπηρά το γιατί εκείνη τη μέρα δεν αντάλλαξαν κατευθύνσεις όπως συνήθως, μη βρίσκοντας κάποιο λόγο που θα μπορούσε να ξεστομίσει πειστικά εκτός από το ανείπωτο, ήθελα να σου μιλήσω.

Η θεότητα πρέπει να είχε παροξυσμό εύνοιας γιατί η Αταλάντη, αντί να τον κοιτάξει στραβά, χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά με τα μάτια της να βυθίζονται σχεδόν ολότελα «έχεις δίκιο» του είπε «δεν ξέρω γιατί δεν είπαμε ποτέ περισσότερο από μια κουβέντα. Κι εμένα με λένε Αταλάντη Δαφνούδη, αλλά οι δικοί μου με φωνάζουν, Τάλα». Και χωρίς να διστάσει ούτε λίγο του είπε τη δική της ιστορία, ότι σπούδαζε σε Σχολή Πληροφορικής στην Καβάλα. Συνέχισαν με άνεση το κουβεντολόι σαν να γνωρίζονταν από πάντα κι ας είχαν μόλις γνωριστεί. Καθώς το λεωφορείο συνέχισε την πορεία του, αντάλλαζαν κουβέντες και έβρισκαν κοινά σημεία εκεί που δεν το περίμεναν. Όπως ότι είχαν το ίδιο αβίαστο χιούμορ και ότι προτιμούσαν το ίδιο είδος μουσικής. Η Αταλάντη του έτεινε αμέσως το ένα ακουστικό κι άκουσαν παρέα το τραγούδι που έπαιζε εκείνη την ώρα διαπιστώνοντας ότι άρεσε και στους δύο.

«Η Πεταλούδα! Μ’ αυτό το τραγούδι κάνω εξάσκηση στο πιάνο!» της είπε έκπληκτος κι αμέσως της έβαλε να ακούσει την ορχηστρική έκδοση από το δικό του κινητό. Το πρόσωπό του το ένιωθε να λούζεται με χίλια δυο χρώματα, αλλά ούτε καν τον ένοιαζε, έβλεπε την αύρα από τα μαλλιά της να φλέγεται γεμίζοντας με χρυσαφένιες φωτοσκιάσεις το χαμόγελό της. Κι ήταν τόση η ευτυχία του εκείνη τη στιγμή που ούτε κατάλαβε πότε πέρασε μια ώρα, απλώς μιλούσαν κι ήθελε να έμεναν για πάντα έτσι, ν’ ακούν τη μουσική που τους ένωνε αναπάντεχα και να ταξιδεύουν, σπρώχνοντας μακριά το αύριο και οτιδήποτε άλλο τους χώριζε.

Ο ήλιος είχε δύσει πια κι άρχισαν ν’ απλώνονται οι σκιές του δειλινού, όταν ο Ζεν μετάνιωσε για την ευχή που είχε απερίσκεπτα κάνει λίγο πριν. Η θεότητα της καλής συγκυρίας έδειξε εκείνη τη στιγμή το πραγματικό της πρόσωπο, σαν την ινδουιστική θεά Κάλι, δημιουργούσε και κατέστρεφε, απολαμβάνοντας με την ίδια προσήλωση την κάθε λεπτομέρεια. Δεν θυμόταν για τι πράγμα μιλούσαν, όταν ο Ζεν αντίκρισε πίσω από την Τάλα την καταστροφή που ερχόταν με την εικόνα ενός διπλού φορτηγού που έστριβε. Για ένα δυο δευτερόλεπτα έμοιαζε σαν να μην πίστευε ότι αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό. Η πρόσοψη του φορτηγού αντί να στρίψει, απλώς ερχόταν ολοένα και πιο κοντά τους σαν γκρο πλαν τρισδιάστατης ταινίας δράσης.

Ο χρόνος πάγωσε για άλλη μια φορά με το πρόσωπο της Τάλα να τον κοιτάζει με κάποια απορία, ενώ πίσω της το φορτηγό γέμιζε όλο το πλάνο με την εφιαλτική του προοπτική. Και τότε έκανε το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή.

«Κράτα με όσο πιο σφιχτά μπορείς» της είπε και την αγκάλιασε κλείνοντας τα μάτια, προσευχόμενος ξαφνικά σε ό,τι μπορεί να είχε μια ελάχιστη έστω δύναμη πάνω σε αυτό που τους συνέβαινε εκείνη την τρομερή στιγμή. Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ, σώσε τουλάχιστον την Τάλα!

Ένιωσε τον αέρα να εκρήγνυται και κάτι τεράστιο να τους αρπάζει σαν να ‘ταν άχυρα τραβώντας τους με βιαιότητα μέσα από το παράθυρο. Τη μια στιγμή μιλούσαν καθισμένοι ανέμελα στο λεωφορείο που ταξίδευε και την άλλη το έδαφος τους χτυπούσε με έναν κούφιο ήχο, καθώς τους έλουζαν τα θραύσματα γυαλιού και μετάλλων.

Αλλά το χειρότερο δεν είχε έρθει ακόμα…

The2Godmothers

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Μία απάντηση στο “Πεταλούδα του Ουρανού – Μέρος Ένατο και Δέκατο”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading