Αναμονή μέχρι τις 18:00. Τότε θα έρθει. Κάνει γρήγορα ένα καφέ και φουμάρει βιαστικά δυο τσιγάρα, δεν είναι καπνιστής και είναι άκομψο να πλανιέται η τσιγαρίλα στο χώρο. Είναι θέμα σεβασμού. Μπαίνει για ένα ντουζάκι εξπρές για να προλάβει. Χτυπάει η πόρτα. Ανοίγει και σωριάζεται στον καναπέ. Βγάζει παπούτσια και απλώνεται, είναι αυτή η κρυφή άνεση που νιώθει, αλλά αδυνατεί να παραδεχτεί. Πάει και έρχεται καιρό τώρα. Η διεκδίκηση ήταν αξιοθαύμαστη εξ’ αρχής. Αντιστάθηκε πολύ παρά την επιμονή του, δεν ήθελε, είχε συνηθίσει στη μοναξιά της. Έπεσε σαν χιλιοπολιορκισμένο κάστρο.
Έρχεται όποτε θέλει, οπότε νιώσει την σαρκική ανάγκη (έτσι νομίζει) και αν μπορεί συναντιούνται. Άνθρωπος ευαίσθητος εντός, καλυμμένος με πολύχρωμο κοινωνικό περιτύλιγμα, για να βαρεθεί γρήγορα όποιος αποφασίσει να επιχειρήσει το ξετύλιγμα. Η επίσκεψη αφορά πάντα την ερωτική επαφή. Η σωματική γύμνια είναι πια δεδομένη, εύκολη λεία σερβιρισμένη σε πιάτο. Άλλωστε έτσι ξεκίνησαν όλα. Μια σύζευξη και ταυτόχρονα εκτόνωση των ερωτικών επιθυμιών τους. Η επικοινωνία όταν επιτραπεί είναι αμφίδρομη και οι συζητήσεις ποικίλες και ουσιαστικές. Είναι φορές που έρχεται και μόλις τελειώσει η συνουσία ντύνεται και φεύγει και είναι και εκείνες οι φορές που έχει ανάγκη να μιλήσει, να επικοινωνήσει, να αφεθεί, να απελευθερωθεί. Ίσως και να την πάρει και αγκαλιά…
Για απόψε είχε βάλει όρο… να την φιλήσει πριν καν την αγγίξει. Ήθελε να νιώσει την πηγή των αισθήσεων και των συναισθημάτων, την διάχυτη ένωση του πάθους και της επιθυμίας την κινητήρια δύναμη της απελευθέρωσης. Την κεντρική πύλη που διαχέει το ρίγος στο μυαλό και επιτρέπει στο σώμα να αφεθεί και να νιώσει.
Άψυχο το σώμα της κείτεται γυμνό στα τσαλακωμένα σεντόνια. Ανάβει τσιγάρο. Τον βλέπει να ντύνεται, της σκάει ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, κλείνει την πόρτα και φεύγει. Έβγαλε τις ορμές του σαν αγρίμι στο ζεστό κορμί της, έκανε τα γούστα του, άδειασε το σπέρμα του, γέμισε ενέργεια, αναζωογονήθηκε και αποχωρεί. Σήμερα όμως νιώθει κενή και άδεια…
Γυναίκα δυναμική και ανεξάρτητη. Επαγγελματίας στη δουλειά της χωρίς κανένα μεμπτό ελάττωμα να της επιβληθεί. Παντρεμένη με έναν υπέροχο άντρα και τρία παιδιά. Από εκείνες τις λίγες σχέσεις τις ζηλευτές, τις εκ θαύματος παραμυθένιες. Με την ιδανική επικοινωνία, την κατανόηση, το νοιάξιμο και την απεριόριστη αγάπη μεταξύ τους. Όλα φάνταζαν μια τέλεια οικογενειακή ζωή, σαν εκείνες τις λίγες εξαιρέσεις που διέπουν τον κανόνα των σχέσεων πια, χωρίς τις λαμπερές μάσκες των ανθρώπων, τα ασύστολα ψέματα και την ασύστολη κοροϊδία μεταξύ των οικογενειών. Μέσα στη φούσκα την αλήθειας της, δεν μπορούσε να διανοηθεί πως αυτοί οι άνθρωποι άφηναν τα κορμιά τους δίπλα στους συντρόφους τους τα βράδια, ενώ οι ψυχές τους ταξίδευαν αλλού. Πώς μπορούσαν να κοιτάξουν τους εαυτούς τους στα μάτια, πλημμυρισμένοι από τα φανταχτερά περιτυλίγματα της κοροϊδίας και των ψεμάτων τους αγκαλιά; Αηδίαζε με τη φαινομενική ευτυχία που πλασάρανε για να καλύψουν το απίστευτο κενό που νιώθανε. Συμβιβασμένοι σε μια ζωή που δεν τους ανήκει, πασχίζοντας να κοροϊδέψουν τους άλλους με τα χρυσά κάγκελα της φυλακής του, λησμονώντας ότι βρίσκονταν ήδη μες το κλουβί με πολύχρωμα φωτάκια να φεγγίζουν σε κάθε σκοτεινή πτυχή, για να μπορέσουν να ξεχάσουν την ύπαρξη τους εκεί. Λουλούδια και μυρωδικά κοσμούν τα παράθυρα, ώστε η ευωδία να καλύπτει τη μούχλα της ψυχής.
Ανάβει και δεύτερο τσιγάρο, πόσα σκοτωμένα όνειρα κείτονται στο τασάκι μαζί με τις στάχτες…
Τετάρτη πρωί ήταν. Μια καθημερινή ηλιόλουστη μέρα μες την άνοιξη. Το εγκεφαλικό που έμελλε να φέρει το θάνατο στον αγαπημένο της σύζυγο, έγινε αθόρυβα στον ύπνο του, ήρεμα και γαλήνια σαν τη ζωή του. Ίσως το ευχαριστώ της ίδιας της μοίρας για τη συμβολή του στο πέρασμα. Όλο το όνειρο γκρεμίστηκε σαν τσιμεντένιος πύργος με τα συντρίμμια να της καρφώνουν τη ζωή και τη ψυχή. Μια μαύρη τρύπα που ρούφηξε τα πάντα. Η βάση της κλονίστηκε το ίδιο και η ίδια της η ζωή, όλο το σύμπαν της. Δεν υπήρχε χρόνος, είχε τρία αγγελούδια κάτω από τις φτερούγες της. Όλος τους ο κόσμος τους αυτή. Δε θρήνησε, δεν ξέσπασε ουσιαστικά ποτέ, δεν πρόλαβε. Ίσως κάποιες φευγαλέες στιγμές μες τις νύχτες που έπνιγε τα άηχα κλάματα της στο μαξιλάρι μη τυχόν και ακούσει κανείς ότι λυγίζει, μη τυχόν και πει κανείς ότι δεν είναι δυνατή. Ακλόνητος βράχος στην ακροθαλασσιά η μορφή της, τη μέρα το αγαπημένο καταφύγιο των παιδιών για τα μακροβούτια και τη νύχτα κρύο και μοναξιά με τα κύματα να κατατρώνε ύπουλα τη βάση του, κλονίζοντας την ασφάλεια του και τη σιγουριά.
Τρίτο τσιγάρο στη σειρά, οι αναμνήσεις της κυριεύουν το μυαλό. Δέσμια τους χρόνια τώρα, δεν τολμά καν να σκεφτεί ότι θα ξεφύγει, έχει παραδοθεί άνευ όρων.
Την προαγωγή δεν τη δέχτηκε στη δουλειά, δεν ξέρει άλλωστε αν ήταν για την αξία της ή αν είχε μερίδιο ευθύνης και η λύπηση των άλλων πάνω της. Δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί με τις καθημερινές υποχρεώσεις. Τα οικονομικά της είχαν μειωθεί σημαντικά, κράτησε τα ουσιώδη και τα πραγματικά. Απομονώθηκε… ο περίγυρος είτε την λυπόταν, είτε δεν μπορούσε να την κατανοήσει. Δεν είχε το κουράγιο να κάτσει να ασχοληθεί μαζί τους, πόσο μάλλον να τους εξηγήσει τη ζωή της. Μιλούσε και δεν εισακουγόταν, ο καθένας χαμένος στο μικρόκοσμό του κατέκρινε για να μην χρειαστεί να ασχοληθεί και να αντιμετωπίσει τον εαυτό του. Είναι εκείνη η ποιότητα των ανθρώπων που επέλεξε να λείπει από τη ζωή της. Λυπηρό.
Τέταρτο τσιγάρο… η μόνιμη συντροφιά της τα τελευταία χρόνια. Ήξερε ότι της κάνει κακό, αλλά η παρέα του απαραίτητη μαζί ένα ποτήρι βραστό, γλυκό κρασί. Ανέκαθεν της άρεσε η διαδικασία να κόβει τα φρούτα σε κυβάκια και να τα απολαμβάνει έπειτα όλα μαζί. Ιεροτελεστία!
Οι λιγοστές ώρες που απέμεναν για τον εαυτό της, επέλεγε να τις περνάει παρέα με τη σιωπή. Ήλπιζε να της εξομολογηθεί τα πιο γλυκά της μυστικά και να γείρει στον ώμο της και να λιμνάσει έστω για λίγο στη ζεστή της αγκαλιά. Σήμερα όμως γινόταν πάρτι, ένα μπουρδούκλωμα οι σκέψεις της, οχλαγωγία επιθυμιών και πρέπει. Καιρό τώρα αποζητούσε μια συνειδητοποιημένη συναισθηματική επαφή, συντροφικότητα, νοιάξιμο, εκτίμηση και σεβασμό, έναν άνθρωπο πλάι της ουσιαστικά. Ήξερε ότι από εκείνον δεν… Οι ρόλοι ήταν προκαθορισμένοι εξ’ αρχής άλλωστε στη μεταξύ τους σιωπηλή συμφωνία.
Πέμπτο τσιγάρο στη σειρά, το δικαστήριο αποφάνθηκε. Το είχε πάρει απόφαση, θα τον χώριζε, τον καταλάβαινε, τον πονούσε, διάβαζε τα σκοτάδια του πίσω από το άσπρο του, ήθελε σαν τρελή να τον κάνει να δει, να καταλάβει, να τον σώσει. Αναγνώριζε τις πληγές τις και τον πόνο της πάνω του και ήθελε να τον προλάβει να μη χρειαστεί να περάσει και αυτός όσα η ίδια χρειάστηκε να υπομείνει για να φτάσει να κάνει την προσωπική της επανάσταση. Έβλεπε τον εαυτό της στα μάτια του. Αντιλαμβανόταν τα λάθη της μέσα από τα δικά του. Λυπόταν που δεν είχε φτάσει η ώρα του, να αντιληφθεί όλα εκείνα που όφειλε να δει. Ίσως όλα να ήταν αλλιώς… Ίσως πάλι να μην έπρεπε να είναι όλα αλλιώς. Ίσως όλα να είναι ακριβώς όπως έπρεπε να είναι.
Ανοίγει το πακέτο, ανάβει ένα τσιγάρο και τραβάει μια τζούρα. Θυμήθηκε πόσο ανάγκη είχε τότε στα παιδικά της χρόνια να εμφανιστεί δια μαγείας ένας σωτήρας και να τη σώσει. Πόση κατεστραμμένη ελπίδα και διαμελισμένα όνειρα κουβαλούσε τόσα χρόνια εντός της. Αντιλήφθηκε γιατί όλη της τη ζωή προσπαθούσε να «σώσει» τους γύρω της. Άδικος κόπος, ο καθένας σώζεται μονάχα όταν θέλει ο ίδιος να σωθεί.
Πέταξε τα τσιγάρα στα σκουπίδια. Μπήκε στο δωμάτιο της κόρης της, πήρε το χρυσό ραβδάκι από την αποκριάτικη στολή της και στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη. «Ξέρεις, ο σωτήρας σου ήμουν πάντα εγώ. Με έψαχνες αλλού, αλλά ήμουν συνέχεια μέσα σου, αναμένοντας πότε θα με προσέξεις. Ήρθε η ώρα! Αμπρα κατάμπρα, σε μεταμορφώνω σε βασίλισσα του δικού σου παραμυθιού! Βάλε την κορώνα σου και βασίλευε όπως σου αξίζει!».
Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη. Δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει…
Stella