Κάθισε στο παγκάκι κι άναψε ένα τσιγάρο. Είχε δύο μήνες που το ξεκίνησε πάλι. Φύσηξε τον καπνό παρακολουθώντας τον να εξαφανίζεται στον έναστρο ουρανό. Έτσι κι εκείνη ήθελε να εξαφανιστεί, να τρέξει πίσω στο σπίτι της, να χωθεί κάτω από το πάπλωμα και να κοιμηθεί. Δεν το έκανε όμως, γιατί στο εστιατόριο απέναντι την περίμενε εκείνος. Το παγκάκι, αν και σχετικά μακριά είχε θέα το παράθυρο του εστιατορίου, όπου τον παρακολουθούσε χωρίς να την βλέπει. Τι δουλειά είχε αυτή μαζί του; Αυτή που ήταν παντρεμένη και μάλιστα σε ένα ευτυχισμένο γάμο.
Τα χέρια της είχαν ιδρώσει, το ίδιο και οι μασχάλες της. Ζεσταινόταν, αν και το αεράκι της ανοιξιάτικης αυτής βραδιάς γαργαλούσε το κορμί της μέσα από το φόρεμα. Κοίταξε την ώρα στο κινητό της. Είχε δέκα λεπτά να αποφασίσει αν θα προχωρήσει ή όχι. Στην τελική, ένα δείπνο ήταν μόνο. Τότε γιατί είπε ψέματα στον άντρα της ότι θα βρεθεί με μια φίλη; Ψέματα! Της ήρθε τάση για εμετό. Μέχρι τώρα όλα κυλούσαν ρολόι στη ζωή της. Είχε μια δουλειά που αγαπούσε, φίλους κι έναν ευτυχισμένο γάμο. Λάτρευε τον άντρα της, ζούσε ζωή χαρισάμενη, της έκανε όλα τα χατίρια, την άφηνε ελεύθερη να ασχολείται με τα χόμπι της, να βλέπει φίλους, να βγαίνει κι ένοιωθε ολοκληρωμένη. Μέχρι που εμφανίστηκε αυτός και ήρθαν τα πάνω κάτω.
Στην αρχή δεν έδωσε σημασία στα σημάδια. Όλο εμφανιζόταν στο γραφείο για ερωτήσεις, αγγίγματα, βλέμματα. Ήταν όμως το ίδιο με πολλές γυναίκες κι εκείνη κατάλαβε ότι αυτό ήταν το στυλ του, ο τρόπος του να δημιουργεί επαφή ως καινούριος στον εργασιακό χώρο. Κάτι όμως έκαιγε το μέσα της. Ήταν δροσερός, χαμογελαστός, γυμνασμένος, άνετος ειδικά με τις γυναίκες. Όλα τα χαρακτηριστικά ενός γόη. Η ίδια ποτέ δεν ανταποκρινόταν σε τέτοιους τύπους. Τους θεωρούσε ρηχούς, σχεδόν αντιπαθητικούς. Όταν όμως ένα απόγευμα φύγανε μαζί τυχαία από τη δουλειά και περπατήσανε μέχρι το αμάξι του, γνώρισε έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο από αυτόν που φανταζόταν. Λάτρευε τα βιβλία, τη μουσική, τα ταξίδια και το χιούμορ του αστείρευτο. Κι εκείνη τι στιγμή μέσα της κάτι ξύπνησε. Κάτι νέο κι επικίνδυνο. Επέμεινε να τη συνοδεύσει σπίτι της, αλλά φυσικά αρνήθηκε κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Αυτή ήταν μόνο η αρχή ενός χείμαρρου συναισθημάτων που την κατέκλυζε καθημερινά.
Τον έβλεπε και ένοιωθε το κορμί της να καίγεται από πόθο, τα μάγουλά της να πυρώνουν, τα άκρα της να μυρμηγκιάζουν. Κάθε άγγιγμα επιτηδευμένο ή μη, ξεσήκωνε τη λάβα της λαγνείας μέσα της και ξεχυνόταν σαν ηφαίστειο παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα του. Τα βράδια έμενε ξάγρυπνη φτιάχνοντας σενάρια με το μυαλό της για ένα μέλλον αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Κάθε φορά που τον έβλεπε, αισθανόταν την καρδιά της έτοιμη να εκραγεί από τους γρήγορους ρυθμούς. Πολλές φορές φοβόταν πως εκείνος θα την ακούσει.
Στο σπίτι, οι τύψεις που κυρίευαν το μυαλό και την ψυχή την εξουθένωναν. Έλεγε και ξανάλεγε μέσα της πως δεν είχε κάνει κάτι κακό. Όμως η αγάπη κι εμπιστοσύνη που λάμβανε από τον άντρα της, η φροντίδα και η αφοσίωση ενώ εκείνη ταξίδευε σε μέρη μακρινά με κάποιον άλλο, την διέλυε. Πρώτη φόρα της συνέβαινε αυτό και δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Έπρεπε να αποδράσει από τον λαβύρινθο των σκέψεων που στοίχειωναν το μυαλό της καθημερινά.
Έτσι ξεκίνησε να τον αποφεύγει όσο περισσότερο μπορούσε. Η καλημέρα της κοφτή, με το κεφάλι σκυμμένο, απέφευγε να φεύγουν την ίδια ώρα, μη τυχόν και τον πετύχει στο δρόμο, όταν εμφανιζόταν στο γραφείο της προφασιζόταν κάποια επαγγελματική συνάντηση και του έκλεινε σχεδόν την πόρτα στα μούτρα. Για ένα διάστημα αυτό λειτούργησε. Εκείνος συναναστρεφόταν με άλλες κοπέλες κι όσο κι αν η καρδιά της έκλαιγε, μέσα βαθιά ένοιωθε πως έπραττε το σωστό. Αυτό της έδινε δύναμη και κουράγιο και το βράδυ στο σπίτι οι τύψεις δεν την βασάνιζαν όπως παλιότερα.
Όλα κυλούσαν φυσιολογικά, μέχρι τη στιγμή που ένα απόγευμα στρίβοντας στη γωνία για να φτάσει στη στάση του λεωφορείου, την περίμενε εκεί. Ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο, ένοιωσε τη ματιά του να γδύνει το κορμί της, την ψυχή της. Έμεινε ακίνητη να τον παρατηρεί, τα χέρια του, τα μακριά δάχτυλα που λαχταρούσε να την χαϊδέψουν, τα χείλη εκείνα που τόσες νύχτες είχε φιλήσει στα όνειρά της. Η πλάτη της ρίγησε και ο πόθος που νόμισε πως είχε καταλαγιάσει, έσπασε το φράγμα της ηθικής που με κόπο έχτιζε η ίδια όλο αυτό το διάστημα. Εκείνος την πλησίασε αργά και βασανιστικά, μέχρι που το πρόσωπό του βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το δικό της. Χάθηκε στο γαλάζιο βλέμμα του και όλες οι άμυνές της διαλύθηκαν στο λεπτό.
«Με αποφεύγεις» ψιθύρισε.
«Όχι, κάνεις λάθος» του απάντησε απότομα.
Το σώμα της έτρεμε και τα χέρια της με κόπο δεν άγγιξαν το κορμί του που τόσο λαχταρούσε να γευτεί.
«Θέλω να σε βγάλω για φαγητό»
Στο άκουσμα αυτής της πρότασης, εκείνη σα να ξύπνησε. Οπισθοχώρησε σαστισμένη.
«Αυτό δε γίνεται. Το ξεχνάς! Αν θες να μείνουμε φίλοι έχει καλώς, αλλά μέχρι εκεί». Ούτε και η ίδια δεν αντιλαμβανόταν πού βρήκε τόσο θάρρος να του μιλήσει με αυτόν τον τρόπο.
«Ξέρω τι τύπο με θεωρείς, αλλά δεν είμαι. Δώσε μου μια ευκαιρία»
«Είσαι με τα καλά σου; Αρχικά είσαι κατά πολύ μικρότερός μου, δεύτερον δεν είμαι του στυλ σου και τρίτον και πιο σημαντικό είμαι παντρεμένη!» είπε τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις.
«Πού ξέρεις εσύ τον τύπο μου;»
«Αυτό κρατάς εσύ από όλη μας την κουβέντα;»
«Δώσε μου μια ευκαιρία» επανέλαβε εκείνος ήρεμα με τα μάτια του κολλημένα πάνω της να χαϊδεύουν κάθε σπιθαμή του προσώπου της.
«Αποκλείεται!» είπε κι αμέσως έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφήνοντας τον μόνο να την παρακολουθεί καθώς απομακρυνόταν. Μετά από κάμποση ώρα, ακούμπησε το χέρι στην καρδιά της που χτυπούσε μανιασμένα κι έβαλε τα κλάματα από την πίεση και την έντονη στιγμή. Νόμισε πως έδωσε ένα τέλος σε όλο αυτό, όμως εκείνος δεν την άφησε ήσυχη. Σχεδόν κάθε απόγευμα την περίμενε επιμένοντας να βγούνε, να του δώσει μια ευκαιρία.
Κι έτσι, καθισμένη στο παγκάκι αυτό, καπνίζοντας, τον χαζεύει από το παράθυρο του εστιατορίου. Μετά από δύο μήνες δέχτηκε να βγούνε. Γιατί όμως ένοιωθε βρώμικη; Τον έβλεπε και το κορμί της έλιωνε σαν το κερί, τα χέρια της αδημονούσαν να εξερευνήσουν κάθε σπιθαμή του δικού του, να τον τυλίξουν μέσα τους και να χαθεί σε έναν παραδεισένιο έρωτα όλο πάθος. Από την άλλη όμως, είχε πει ψέματα για πρώτη φορά σ’ έναν άνθρωπο που επίσης λάτρευε, αγαπούσε με όλο της το είναι, που θα πέθαινε για χάρη του. Πρώτη φορά το μυαλό της είχε μετατραπεί σε κουβάρι σκέψεων, τύψεων, ενοχών, αλλά και πόθου, σαγήνης, λαγνείας. Το κουβάρι μεγάλωνε και την έπνιγε, το κορμί της έτρεμε, τα χείλη της έσφιξαν. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση τώρα. Αρκετά είχε τυραννηθεί τόσο καιρό. Σηκώθηκε πετώντας το τσιγάρο. Η ώρα της επιλογής είχε φτάσει.
Elpida Petrova
Μία απάντηση στο “Η Επιλογή”
Teleio.. Theloume k ti synexeia.