,

Αναμνηστικά

Έσυρε την πλαστική σακούλα πάνω στην άμμο. Κάθε βδομάδα διάλεγε μια μέρα και αφιέρωνε λίγες στιγμές στον εαυτό της και την θάλασσα, σαν μικρό τελετουργικό. Αυτή την φορά όμως ήταν διαφορετικά. Έφτασε στην άκρη της θάλασσας, άφησε την σακούλα δίπλα της, έβγαλε τα παπούτσια της και άφησε το ελαφρύ κύμα να χαϊδέψει τις γυμνές πατούσες της.
Άνοιξε την σακούλα και ξεκίνησε να βγάζει από μέσα διάφορα αντικείμενα. Τα πρώτα που έβγαλε ήταν μια φωτογραφία και ένα καπέλο.

Η πρώτη μνήμη από εκείνον, ήταν όταν ήταν πέντε χρονών. Πιθανόν να θυμόταν και άλλα, αλλά κάπου εκεί λένε πως ξεκινά η μνήμη των παιδιών. Είχε γυρίσει με κλάματα από το σχολείο. Την είχαν κοροϊδέψει τα άλλα παιδιά. «Είσαι τόσο ασχημομούρα! Για αυτό σας παράτησε ο πατέρας σου!». Πόσο σκληρά μπορούν να γίνουν τα παιδιά! Η μητέρα της την πήρε αγκαλιά και της είπε την ίδια ιστορία. Ο μπαμπάς της ταξίδευε στα καράβια για να μην τους λείψει τίποτα. Τις αγαπούσε και τις δύο και έστελνε όσο πιο συχνά μπορούσε λεφτά.
«Ναι αλλά δεν τον έχω δει ποτέ!» επέμεινε η Στέλλα.
«Είναι αναγκασμένος να δουλεύει συνέχεια μωρό μου…»
«Δεν ξέρω καν πώς μοιάζει!»

Τότε η μητέρα της, άνοιξε το πορτοφόλι της και έβγαλε από μέσα μια φωτογραφία. Ήταν εκείνη νέα, αγκαλιά με έναν άντρα. Φαινόταν ψηλός και γλυκός. Τα μάτια του γελούσαν καθώς την κοιτούσε.
«Δες μωρό μου. Αυτός είναι ο μπαμπάς! Σ’ αγαπάει πολύ και μου είπε να σου πω να μην στεναχωριέσαι. Αύριο κιόλας θα μας στείλει το καπέλο του!».

Την επόμενη μέρα, εμφανίστηκε από το ταχυδρομείο ένα μπλε καπέλο ναυτικού. Στην Στέλλα δεν προξένησε καμία εντύπωση η ταχύτητα με την οποία έλαβαν το καπέλο του μπαμπά. Άλλωστε τα παιδιά είναι έτοιμα να πιστέψουν τα πάντα. Το φόρεσε με καμάρι.
«Δες μαμά! Μου πάει;»
«Σου είναι υπέροχο μωρό μου!»

Δεύτερο αντικείμενο, ήταν ένα μουσικό κουτί. Ήταν ροζ και ξύλινο. Μόλις το άνοιξε πετάχτηκε από μέσα μια μικρούλα όμορφη μπαλαρίνα που χόρευε στον ρυθμό της μελωδίας της λίμνης των κύκνων.

Ήταν δύο μέρες πριν την παράσταση του μπαλέτου. Θα χόρευε την λίμνη των κύκνων, το αγαπημένο της. Είχε τόσο πολύ άγχος! Κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, με τις πουέντ της, την αγαπημένη της τουτού και τα μαλλιά της σε σφιχτό κότσο. Ήταν πλέον δώδεκα χρονών. Τόσα χρόνια ήταν μόνοι οι δυο τους. Κι όμως αυτή την μέρα δεν της έφτανε. Ήθελε να τον έχει μαζί της. Έκατσε στο πάτωμα και άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε αν μπορεί να συνεχίσει να ζει μέσα σε αυτό το ψέμα. Γιατί ναι, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως όλα αυτά μάλλον ήταν ψέμα. Ο ανύπαρκτος πατέρας, τα ταξίδια με το καράβι, τα λεφτά που τους έστελνε. Ήταν μόνο οι δύο τους. Αυτή και η μητέρα της. Και όμως, χωρίς να τον έχει γνωρίσει ποτέ, της έλειπε. Ένιωθε ένα κομμάτι της να τον ζητάει. Να έχει κάποιον να φωνάζει μπαμπά. Κοίταξε ξανά την φωτογραφία που της είχες δώσει πριν χρόνια η μαμά της. Ο άντρας της φωτογραφίας φαινόταν καλός. Ευγενικός. Πιθανόν τρυφερός.

Νευρίασε με τον εαυτό της. Έπλαθε σενάρια για έναν άνθρωπο ανύπαρκτο. Σκούπισε τα μάτια της και ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Μαμά. Δεν υπάρχει τελικά ε;»

Η μητέρα της ξαφνιάστηκε.

«Ποιο πράγμα αγάπη μου;»
«Αυτός εδώ. Που σε έχει αγκαλιά. Που λες πως είναι ο πατέρας μου. Δεν υπάρχει. Σωστά;»

Η μητέρα της έκανε να την αγκαλιάσει, μα η Στέλλα την έσπρωξε.
«Θέλω να μου πεις την αλήθεια! Υπάρχει ή δεν υπάρχει ο πατέρας μου; Βαρέθηκα τόσα χρόνια με τα ψέματα!» είπε με νεύρα, αλλά τα μάτια της ήταν ήδη υγρά.

Η μητέρα της πήρε τα χέρια της κόρης της στα δικά της,
«Σου υπόσχομαι ότι υπάρχει. Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα. Μα αυτή την στιγμή είναι το μόνο που μπορώ να σου πω. Υπάρχει και μας αγαπάει πολύ!»

Λέξη δεν πίστεψε η Στέλλα, αλλά προσωρινά τα νεύρα της καταλάγιασαν. Μια μέρα μετά την παράσταση, γυρνώντας από το σχολείο βρήκε έξω από την πόρτα τους ένα καφέ πακέτο. Χωρίς αποστολέα, χωρίς γραμματόσημα.
«Μαμά, περιμένεις τίποτα;» ρώτησε αφήνοντας αδιάφορα το πακέτο στο τραπέζι.
«Όχι, μωρό μου. Άνοιξε το να δούμε τι είναι.»

Η Στέλλα άνοιξε το πακέτα και τα μάτια της γυάλισαν από χαρά. Μέσα είχε ένα μουσικό κουτί. Από έξω μια καρτούλα με δυο γραμμές.
Σ’ αγαπώ πολύ
Ο μπαμπάς σου

Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Άνοιξε το ξύλινο κουτί και από μέσα πετάχτηκε μια μπαλαρίνα, ενώ ακουγόταν η μουσική από την λίμνη των κύκνων. Δεν ήξερε τι να πιστέψει.
«Εσύ το αγόρασες! Το ξέρω! Και έγραψες και αυτή… αυτή την χαζοκάρτα για να το πιστέψω!» είπε στην μαμά της με νεύρα.
«Δεν το αγόρασα εγώ. Ούτε έγραψα την κάρτα.»
«Σταμάτα με τα ψέματά σου! Δεν με νοιάζει αν υπάρχει ο πατέρας μου! Δεν τον έχω γνωρίσει καν! Θέλω απλά να σταματήσεις με αυτό το παραμύθι!» είπε η Στέλλα και πέταξε στο πάτωμα το μουσικό κουτί.

Μπήκε κλαίγοντας στο δωμάτιό της. Μετά από αρκετή ώρα, έχοντας παραξενευτεί που η μαμά της δεν πήγε να την παρηγορήσει, βγήκε ακροπατώντας και πήγε στην κουζίνα. Το μουσικό κουτί ήταν εκεί που το είχε πετάξει και η μαμά της μαγείρευε.
Το πήρε, έβαλε μέσα την μικρή καρτούλα και το πήγε στο δωμάτιό της. Άνοιξε ένα σεντουκάκι κάτω από το κρεβάτι της και το έβαλε μαζί με την φωτογραφία και το καπέλο.
Όταν γύρισε στην κουζίνα, η μαμά της ήταν χλωμή.
«Ξέρω ότι δεν με πιστεύεις, μα σου λέω αλήθεια. Δεν το έγραψα εγώ. Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα. Μα για την ώρα πρέπει να αρκεστείς σε αυτό.»

Στα δεκαοχτώ της, η Στέλλα το είχε πάρει πια απόφαση. Δεν θα ασχολούνταν άλλο με αυτό το θέμα. Κάθε φορά που το συζητούσαν, η μάνα της άλλαζε χίλια χρώματα και πάντα έλεγε πως δεν μπορούσε να πει περισσότερα. Μα δεν την ένοιαζε άλλο πια. Ήταν ολόκληρη κοπέλα. Και δεν ήθελε άλλο να τσακώνεται με την μαμά της. Άλλωστε την αγαπούσε πολύ. Και δεν είχε και κανέναν άλλο στην ζωή δικό της. Τόσα χρόνια δεν είχε φτάσει κανένα άλλο «δώρο» από τον πατέρα της, οπότε το πήρε απόφαση να το ξεχάσει μια για πάντα.

Με μεγάλη προσπάθεια, διάβασμα, μαθήματα και κόπο, έδωσε πανελλήνιες και πέρασε σε άλλη πόλη. Τα περισσότερα πράγματα τα είχαν στείλει με μεταφορική στην γκαρσονιέρα που νοίκιασαν, έτσι την μέρα που θα έφευγε με το καράβι είχε μόνο δύο βαλίτσες. Καθώς την αποχαιρετούσε στο λιμάνι, η μαμά της έδωσε και έναν φάκελο.
«Να το διαβάσεις όταν είσαι μόνη σου, στο κατάστρωμα του καραβιού» της είπε.

Η Στέλλα μπήκε στο καράβι και βρήκε ένα μέρος να τακτοποιήσει τα πράγματά της. Παράγγειλε ένα καφέ και βγήκε στο κατάστρωμα να δει το πλοίο να φεύγει από το λιμάνι. Καθώς άκουσε να σφυρίζει τρεις φορές, θυμήθηκε τον φάκελο της μαμάς της. Τον έβγαλε από την τσέπη της και τον άνοιξε με προσοχή. Το χαρτί που έβγαλε από μέσα ήταν κιτρινισμένο και φαινόταν αρκετά παλιό.

Κοριτσάκι μου,
Δεν σε έχω δει ποτέ και όμως σε ξέρω. Δεν σε έχω κρατήσει στην αγκαλιά μου, μα σ’ αγαπάω με όλη μου την καρδιά. Εύχομαι η ζωή σου να είναι γεμάτη αγάπη, τύχη και καλούς ανθρώπους. Θα κάνω ότι μπορώ για να είσαι πάντα χαρούμενη.
Ο πατέρας σου

Η Στέλλα δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Έκλαιγε με αναφιλητά. Γιατί της το έκανε αυτό η μάνα της; Τόσα χρόνια πέρασαν και νόμιζε πως το θέμα πια είχε ξεχαστεί. Γιατί; Σκέφτηκε να το σκίσει, αλλά δεν το βάσταγε η καρδιά της. Δίπλωσε το χαρτί όπως όπως και το ξαναέβαλε στο μπουφάν της. Ήθελε να φωνάξει..
Δεν υπάρχεις! Δεν υπάρχεις! Μπορώ και χωρίς εσένα! Δεν υπάρχεις!
Μια μικρή αμφιβολία όμως φώλιασε στην καρδιά της. Και αν υπάρχει; Και αν όντως την αγαπάει;

Όχι, δεν γίνεται. Θα τον είχε γνωρίσει. Αν την αγαπούσε, θα ήταν εκεί μαζί τους. Στα εύκολα και στα δύσκολα. Στο πρωινό πριν το σχολείο και στην καληνύχτα πριν τον ύπνο. Ένας άνθρωπος που δεν εμφανίστηκε ποτέ είτε δεν υπάρχει, είτε απλά δεν την θέλει. Εκεί είχε καταλήξει η Στέλλα. Πιθανόν η μαμά της να έμεινε έγκυος από κάποιον που μόλις το έμαθε έγινε καπνός. Και όλα αυτά ήταν τεχνάσματα της μάνας της για να μην νιώθει απόρριψη από έναν άνθρωπο που δεν γνώρισε ποτέ.

Έβγαλε το κινητό της. Αυτή η ιστορία θα τελείωνε εκεί.
Δεν θέλω να μου ξαναμιλήσεις ποτέ για αυτόν.
Έγραψε το μήνυμα και το έστειλε στην μάνα της.
Εντάξει παιδί μου. Της απάντησε.

Ήταν τόσο χαρούμενη! Κρατούσε στο χέρι της τον πρώτο υπέρηχο του μωρού της! Δε είχε πει τίποτα στον Άλκη για να μην τον αγχώσει, μέχρι να πάει στον γιατρό και να σιγουρευτεί πως όλα είναι καλά.
Μόλις την είδε από μακριά έτρεξε να την αγκαλιάσει.
«Αγάπη μου έχω υπέροχα νέα!» της είπε.
«Και εγώ!!!!» τσίριξε από χαρά.
«Πες μου εσύ τα δικά σου πρώτα, και ύστερα εγώ. Άλλωστε οι κυρίες προηγούνται.» της είπε και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο.

Με τον Άλκη γνωρίστηκαν πριν ένα χρόνο. Ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος που την έκανε να νιώθει ασφάλεια και αγάπη. Ήταν πολύ ερωτευμένοι και σκόπευαν να παντρευτούν. Έμενε μόνο να μαζέψουν τα χρήματα για ένα σπιτάκι και για το νυφικό.
«Αγάπη μου είμαι έγκυος!» είπε

Ο Άλκης πέτρωσε αρχικά. Γρήγορα όμως η έκφραση του προσώπου του άλλαξε και την θέση του πήρε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Κορίτσι μου! Τι χαρά είναι αυτή!»

Την πήρε στα χέρια του και την στριφογύρισε στον αέρα.
«Θα γίνω πατέρας! Θεέ μου τι χαρά! Αυτό είναι το υπερηχογράφημα;»
«Ναι αγάπη μου! Βλέπω όμως ότι κρατάς και εσύ μια σακούλα. Τι έχει μέσα;» τον ρώτησε.

Της έτεινε με το χέρι του να ανοίξει την σακούλα. Μέσα ήταν ένα μπλε ναυτικό καπέλο. Η κοπέλα το περιεργάστηκε με απορία.
«Με πήραν για μπάρκο αγάπη μου… Αυτή ήθελα να σου πω. Και να, σκέφτηκα να στο δείξω με αυτό τον χαζό τρόπο. Αυτά είναι τα δικά μου νέα. Φεύγω σε μία βδομάδα…» είπε ο Άλκης με κάποια συστολή.

Το πρόσωπο της σκοτείνιασε..
«Μην ανησυχείς μωρό μου. Θα γυρίσω πριν γεννήσεις. Και θα γυρίσω με λεφτά! Δεν θα είναι πολλά, μα αρκετά για να πάρουμε το σπιτάκι μας, αυτό που λέγαμε. Και να ετοιμάσουμε και την προίκα του μωρού μας! Μην συννεφιάζεις καρδιά μου. Θα είναι για πολύ λίγο. Μέχρι να φουσκώσεις θα έχω γυρίσει…»

Χάιδεψε την κοιλιά της και την πήρε αγκαλιά.
«Έλα να βγάλουμε μια φωτογραφία. Αυτή την μέρα θέλω να την θυμάμαι! Με έκανες τόσο χαρούμενο..»

Και έτσι ξεκίνησαν να κάνουν σχέδια και όνειρα και πλάνα. Ο Άλκης ήταν σίγουρος πως το μωράκι τους θα ήταν κορίτσι.
«Να την βγάλουμε Στέλλα! Σημαίνει αστέρι! Θα είναι το αστέρι που ήρθε και φώτισε την ζωή μας αγάπη μου!»

Μια μέρα που περνούσαν από ένα κατάστημα με παιχνίδια, πήρε ένα μικρό, ξύλινο μουσικό κουτί.
«Θα της το βάζουμε κάθε βράδυ για να κοιμηθεί. Άκου, έχει πολύ ωραία μουσική! Και μια μπαλαρίνα που γυρίζει. Λες να της αρέσει το μπαλέτο;»

Τέτοια όνειρα και πολλά ακόμα έκανα οι δυο τους εκείνη την βδομάδα. Όταν ήρθε η ώρα να μπει στο καράβι, η καρδιά της σκίστηκε. Δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει.
«Σε παρακαλώ μωρό μου! Μην μου κλαις! Δεν κάνει! Για το μικράκι μας…»

Της έδωσε στο χέρι ένα γράμμα και λίγα χρήματα.
«Αυτά είναι γιατί θέλω όσο λείπω να τρως καλά. Να είσαι γερή και εσύ και να μεγαλώσει το μωρό μας με υγεία. Και αυτό θέλω να της το διαβάσεις σε περίπτωση που αργήσω» είπε ο Άλκης και τα μάτια της βούρκωσαν πάλι.
«Που δεν πρόκειται να αργήσω! Στο υπόσχομαι θα είμαι πίσω πριν τον ερχομό της μικρής μας..!»

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και ο Άλκης μπήκε στο καράβι.

Έξι μήνες μετά έλαβε ένα τηλεγράφημα.
«Ο Άλκης χάθηκε. Στοπ. Πήδηξε στην θάλασσα. Στοπ. Δεν βρέθηκε πτώμα. Στοπ. Συλλυπητήρια. Στοπ.»
Μέσα σε δυο μέρες γεννήθηκε η Στέλλα.

Τελευταία έβγαλε από την σακούλα μια τεφροδόχο και ένα τετράδιο. Είχε μέσα το τηλεγράφημα και σημειώσεις με τα γράμματα της μάνας της. Της γλυκιάς της μητέρας που όσο ζούσε δεν σταμάτησε να ψάχνει τον Άλκη. Που πίστευε ότι ο τρυφερός της άνθρωπος δεν χάθηκε στην θάλασσα και θα ξαναγύριζε σε εκείνες. Στην τελευταία σελίδα, με γαλάζια γράμματα της είχε την τελευταία της επιθυμία.
«Πήγαινέ με κοντά στον Άλκη μου..»

Η Στέλλα σκόρπισε της στάχτες της μαμάς της στην θάλασσα. Μάζεψε τα αναμνηστικά του πατέρα της στην σακούλα και έβαλε τα παπούτσια της…

Άρτεμις Γ.Κ.

3 απαντήσεις στο “Αναμνηστικά”

Απάντηση σε Ελλη. ΣτΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading