Η Έλλη και η Νένα δεν γνωρίζονταν από την παιδική τους ηλικία, ούτε από τα εφηβικά τους χρόνια. Ούτε υπήρξαν συμφοιτήτριες. Γνωρίστηκαν όταν ήταν κοντά τριάντα χρονών. Δύο χρόνια τις χώριζαν, με την Έλλη να είναι λίγο μεγαλύτερη. Η πρώτη επαφή ήταν στην υπηρεσία που παρουσιάστηκαν για να πιάσουν δουλειά. Ήταν στα μέσα της περίφημης δεκαετίας του ’80 που γίνονταν αφειδώς οι διορισμοί στο δημόσιο τομέα. Και οι δύο κοπέλες είχαν το γνωστό για την εποχή “μέσον” και κατάφεραν χωρίς ιδιαίτερες σπουδές και γνώσεις να πιάσουν μια “καρέκλα”.
Ένιωθαν και οι δύο αμηχανία την πρώτη αυτή μέρα. Ήταν εκ φύσεως συνεσταλμένες και ευαίσθητες κοπέλες. Μπορεί και να ντρέπονταν λίγο. Δεν ήταν οι μόνες που παρουσιάστηκαν για να αναλάβουν υπηρεσία την ημέρα αυτή. Η ματιά που αντάλλαξαν ήταν ζεστή και γεμάτη συμπόνια και ενσυναίσθηση. Τοποθετήθηκαν στο ίδιο πόστο. Τα γραφεία τους ήταν δίπλα δίπλα. Μετά από την πρώτη εκείνη μέρα της γνωριμίας τους, η Έλλη και η Νένα έγιναν αχώριστες.
Η Έλλη ήταν ήδη παντρεμένη. Ήταν μάλιστα έγκυος. Δε φαινόταν καθόλου η κοιλιά της. Μόλις το έμαθε βέβαια η Νένα, δεν άφησε ούτε μολύβι να σηκώσει η συνάδελφός της. Τέτοιος τύπος ήταν σε όλες της τις εκδηλώσεις και σχέσεις η Νένα. Δοτικός. Η Έλλη εκτίμησε αμέσως την καλοσύνη της και τη γενναιοδωρία της ψυχής της. Αναγνώρισε στην κοπέλα αυτή μια σπάνια ποιότητα χαρακτήρα. Μετά από τους δύο κιόλας μήνες της γνωριμίας και συνεργασίας τους, η Νένα πρότεινε διστακτικά στην Έλλη να βαφτίσει το μωρό που θα γεννιόταν σε λίγους μήνες.
Δάκρυα χαράς και συγκίνησης κύλησαν από τα μάτια της Έλλης. Πόσο ήθελε κι αυτή να της το ζητήσει, αλλά ντρεπόταν! Ήταν κι ένα μεγάλο έξοδο μια βάφτιση, αλλά και μια δέσμευση ζωής. Η μέλλουσα μητέρα ήταν τρισευτυχισμένη. Δεν θα μπορούσε το παιδί της να έχει καλύτερη νονά από το κορίτσι αυτό, που ξεχείλιζε από αγάπη και αγνότητα ψυχής.
Οι μήνες κυλούσαν ευχάριστα με τις δύο κοπέλες να δένονται ακόμα περισσότερο. Η κουμπαριά έκανε ακόμα πιο ισχυρό το δεσμό φιλίας και αγάπης. Ήταν εκεί η μία για την άλλη, τόσο σε συναδελφικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
Δύο χρόνια μετά το διορισμό, η Νένα γνώρισε έναν αξιόλογο κύριο και παντρεύτηκε. Ο γάμος με έναν καλό άνθρωπο και η άμεση δημιουργία οικογένειας κατείχαν την πρωτιά στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της Νένας. Ο Δημήτρης ήταν όντως ένας αξιόλογος νέος με ήθος και καλλιέργεια. Δεν θα μπορούσε να είχε ζητήσει καλύτερο άντρα απ’ αυτόν. Η ζωή τους ήταν παραμυθένια. Ο Δημήτρης είχε πολύ καλή δουλειά που του απέφερε πολλά χρήματα και έτσι έκανε εξ αρχής το ζευγάρι μια άνετη ζωή με πολλά ταξίδια, αγορές, εξόδους και όλα τα συναφή. Η Νένα μετακόμισε από την γκαρσονιέρα που νοίκιαζε σε ένα νεόδμητο διαμέρισμα με μεγάλα μπαλκόνια και μαγευτική θέα. Η Έλλη ήταν ειλικρινά χαρούμενη για τη φίλη της. Της άξιζαν όλα.
Η χαρά της Νένας άρχιζε μέρα τη μέρα να ξεθωριάζει. Η Έλλη που την έβλεπε σε καθημερινή βάση δεν άργησε να το καταλάβει. Δε χρειαζόταν να ρωτήσει το λόγο. Ήξερε. Η ευτυχία του ζευγαριού δεν είχε συμπληρωθεί με ένα μωρό που τόσο λαχταρούσε η Νένα. Αχ, πόσο της άξιζε να γίνει μανούλα! Πόσο στοργική και τρυφερή ήταν με το βαφτιστήρι της, αλλά και με όλα τα παιδιά!
Άρχισε ο αγώνας με τις εξωσωματικές. Έξι χρόνια το πάλευε η Νένα. Εκτός από το Δημήτρη, ακούραστο στήριγμά της η Έλλη. Ήταν εκεί σε όλη την επίπονη και πολλές φορές ψυχοφθόρα διαδικασία. Τρεις αποτυχημένες προσπάθειες και μία αποβολή ήταν ο απολογισμός. Πόσες φορές είχε χάσει η Νένα το κουράγιο και την ελπίδα της και πόσες φορές ήταν εκεί η Έλλη για να την εμψυχώσει και να της δώσει δύναμη! Μέχρι που η Νένα κατάφερε να φέρει στο κόσμο το δικό της παιδάκι.
Η ζωή των δύο γυναικών είχε μπει σε μία σειρά, με τις καλές και τις κακές μέρες, τις χαρές και τις λύπες και όλες τις εναλλασσόμενες καταστάσεις που συνθέτουν την καθημερινότητα. Τα παιδάκια τους μεγάλωναν και ακολουθούσαν σιγά σιγά το δικό τους δρόμο.
Είχαν πιάσει πια οι γυναίκες τα πενήντα συν. Όλα αυτά τα χρόνια της κοινής τους πορείας δεν αντάλλαξαν πικρή κουβέντα. Η Έλλη σκεφτόταν το ενδεχόμενο να συνταξιοδοτηθεί. Ήταν εβδομάδες που ένιωθε μια έντονη κούραση. Δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Κι αυτή η αδυναμία που είχε! Η Νένα ανησυχούσε για την φίλη της και επέμενε να τη δει γιατρός. Η Έλλη δυσανασχετούσε. Μισούσε τα νοσοκομεία και δύσκολα συμφώνησε, αλλά δεν πέρασε το δικό της. Το πόρισμα βγήκε γρήγορα. Η Έλλη ήταν άρρωστη. Έπρεπε να εγχειριστεί άμεσα και να ξεκινήσει αμέσως χημειοθεραπείες.
Τη γη κάτω από τα πόδια της έχασε η Νένα. Η ευαισθησία της δεν της επέτρεψε να διαχειριστεί την κατάσταση με ψυχραιμία. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που ξεπέρασε τις ψυχικές της αντοχές. Έπρεπε μπροστά στην Έλλη να φανεί δυνατή και να της δώσει κουράγιο. Μόνο όταν ήταν μόνη ξεσπούσε σε γοερό κλάμα. Ήταν πάρα πολύ στενοχωρημένη. Ο Δημήτρης και η κόρη της τής έδιναν κουράγιο. Ήξεραν την αδυναμία που είχε η Νένα στη φίλη της.
Κατά τους μήνες της αρρώστιας, η Νένα δεν άφησε ούτε μία μέρα τη φίλη της. Η Έλλη ήταν τυχερή μέσα στην ατυχία της, καθώς με την παρότρυνση της Νένας κατάφερε να το “προλάβει” το κακό και μετά από πολύμηνη θεραπεία να γίνει και πάλι καλά. Τι ανακούφιση για όλους! Αν δεν τα κατάφερνε η Έλλη, θα έπαιρνε μαζί της ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής της φίλης της. Γιατί η φιλία αυτών των δύο γυναικών ήταν πράγματι αυτό που είχε χαρακτηρίσει ο Αριστοτέλης “μία ψυχή σε δύο σώματα”.
Τα εξαμηνιαία τσεκ- απ της Έλλης έβγαιναν καθαρά και έτσι η ζωή των δύο γυναικών κυλούσε και πάλι στους κανονικούς της ρυθμούς. Πέντε χρόνια είχαν περάσει από τότε. Είχαν βγει και οι δύο σε μειωμένη σύνταξη. Δεν βλέπονταν πλέον σε καθημερινή βάση, αλλά συναντιόντουσαν πολύ συχνά και μιλούσαν τουλάχιστον 2-3 φορές την ημέρα στο τηλέφωνο. Ο βαφτιστήρας ετοιμαζόταν να αρραβωνιαστεί. Η κοπέλα του μάλιστα ήταν έγκυος. Θα τους πάντρευε η κόρη της Νένας και θα βάφτιζε το μωρό τους, να συνεχιζόταν η κουμπαριά. Χαρές περίμεναν τις δυο φίλες!
Αλλού το όνειρο αλλού το θαύμα! Η Έλλη ήταν επίφοβη για το αχερόντειο ταξίδι χωρίς επιστροφή και αυτή που “έφυγε” μετά από μία σύντομη μάχη ενός άκρως επιθετικού καρκίνου, ήταν τελικά η Νένα. Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Κανείς δεν πρόλαβε να το συνειδητοποιήσει. Άνθρωπος δεν έχει κλάψει φίλο όπως η Έλλη τη Νένα. Κρατούσε τη φωτογραφία της και ξεσπούσε σε ατέλειωτους λυγμούς. Ήταν ένας θρήνος από τα κατάβαθα της ψυχής. Ούτε για την ίδια της την αδελφή δεν θα θρηνούσε έτσι.
Μαζί με τη Νένα πέθανε ένα κομμάτι της ψυχής της Έλλης. Αυτό που μοιράζονταν ήταν τόσο σπάνιο. Στο ετήσιο μνημόσυνο της φίλης της, η Έλλη έκλαψε το ίδιο όπως την ημέρα της κηδείας. Ο χρόνος δεν είχε απαλύνει τον πόνο της. Απεναντίας, τον είχε οξύνει διότι είχε συνειδητοποιήσει ότι η Νένα είχε φύγει για πάντα. Βέβαια, ο γιος της είχε κάνει κοριτσάκι και το ονόμασαν ‘Ελένη’, όπως ήταν το βαφτιστικό όνομα της Νένας. Φυσικά τη μικρή τη φώναζαν «Νένα».
Ίσως το πλάσμα αυτό δώσει δύναμη στην Έλλη και όρεξη στην ψυχή που της απέμεινε να σταθεί στα πόδια της.
Έλλη και Νένα. Μια αληθινή φιλία…
Αναστασία Λαζαράκη