«Σκάσε Λιάκο!» λέω. «Βαρέθηκα τις μαλακίες σου!».
Δεν μιλάει.

Είχαμε εισβάλει στην τράπεζα πριν τρεις ώρες. Με τα όπλα προτεταμένα, φωνάζαμε και ακούγαμε τα ουρλιαχτά των πελατών που έπεφταν στο πάτωμα υπάκουα και έτρεμαν και έκλαιγαν. Πέντε νοματαίοι κυριαρχήσαμε σε σαράντα άτομα. Εκείνοι ήταν αδύναμοι, εμείς πάνοπλοι.

Δυστυχώς όμως, ο διευθυντής πρόλαβε να ενεργοποιήσει το συναγερμό και η αστυνομία κατέφτασε λίγο αργότερα. Τον τιμώρησα παραδειγματικά. Δεν είμαι ο αρχηγός της ομάδας, αλλά έχω υψηλή θέση. Παίρνω πρωτοβουλίες χωρίς την άδεια του Λιάκου. Οι άλλοι τρεις, ο Βάλσος, ο Πίτρος και ο Κουνάβης, είναι τα τσιράκια, οι μπράβοι. Ο Λιάκος κάνει κουμάντο, αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω.

Μας περικύκλωσαν. Περιπολικά με αναμμένους φάρους, μπάτσοι με όπλα ανά χείρας. Κάμερες και δημοσιογράφοι κάπου πιο πέρα. Με αυτούς τους τελευταίους είχαμε το μεγαλύτερο πρόβλημα. Γιατί ο Λιάκος ήθελε να τους δώσει συνέντευξη. Εδώ. Ενώ πλέον η ληστεία είχε μετατραπεί σε ομηρεία. Ήθελε να βγει η μασκοφορεμένη φάτσα του στο γυαλί. Τον ερέθιζε η σκέψη, το έβλεπα. Και οι άλλοι το έβλεπαν, αλλά εκείνοι δεν είχαν άποψη.

Οπότε ανέλαβα εγώ να τον συνετίσω. «Λιάκο», του είπα. «Άσε τις μαλακίες! Εδώ πρέπει να δούμε πώς θα φύγουμε. Ζωντανοί, κατά προτίμηση. Και χωρίς να μας κάνουν σουρωτήρι!».
Ο Λιάκος με κοίταξε. Ήταν ένα και ογδόντα σε ύψος, τα οποία τα στήριζε σε ένα σώμα εβδομήντα πέντε κιλών. Θα έλεγες πως οι υπόλοιποι της ομάδας, που ιδιαίτερα στα κιλά τον ξεπερνούσαμε κατά πολύ, θα τον κάναμε ό,τι θέλαμε. Όμως ο Λιάκος είχε αποδείξει πως ήταν ξύπνιος. Δέκα φορές περισσότερο από τον Βάλσο, τον Πίτρο και τον Κουνάβη και κάτι ψιλά από μένα. «Άκουσε Διαστημάνθρωπε…», μου είπε. Έτσι με αποκαλούσε. Διαστημάνθρωπο. Γιατί μερικές φορές ο νους μου «κόβει βόλτες στο διάστημα». Χάνω επεισόδια από όσα λέγονται ή διαδραματίζονται, σαν να είμαι αστροναύτης που λείπει σε πολύχρονη αποστολή σε άλλο γαλαξία. Ο Λιάκος συνέχισε «Αυτά τα καργιόλια εκεί έξω είναι μια ευκαιρία».
«Μια ευκαιρία για ποιον, Λιάκο; Για σένα;»

Τα μάτια του ήταν γαλάζια και μυστήρια σαν αρχαίος ωκεανός. Μερικές φορές τον αποκαλούσαμε φιλόσοφο, γιατί μιλούσε για ώρα, απαριθμώντας θεωρίες και στατιστικές έρευνες που έβγαζε το «έγκυρο» κανάλι του μυαλού του. Σήκωσε το χέρι του σαν ξερόλας καθηγητής και είπε «Θα εκμεταλλευτούμε τα μίντια, για να περάσουμε το μήνυμα που θέλουμε. Θα δείξουμε σε εκείνους τους κουστουμαρισμένους παλιάτσους ότι τίποτα δεν είναι ασφαλές». Έπιασε μια δεσμίδα από τα χαρτονομίσματα που είχε βάλει στο σάκο ένας τρομοκρατημένος ταμίας πρωτύτερα. «Τα λεφτά τους δεν είναι ασφαλή, Διαστημάνθρωπε. Πρέπει να το καταλάβουν αυτό. Είναι σημαντικό».
«Λιάκο, δεν έχουμε καιρό γι’ αυτά. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να φύγουμε από δω».
«Πάντα υπάρχει καιρός για ένα μήνυμα», είπε.

Με τα πολλά, βάλαμε μια νεαρή δημοσιογράφο και τον εργένη τυπά με την κάμερα του καναλιού τους στην τράπεζα. Φοβόντουσαν. Ο Λιάκος έβαλε απέναντί του τον τυπά και είπε όσα ήθελε. Μπουρδολόγησε ασύστολα, η κοπέλα τον κοιτούσε καταβάλλοντας φιλότιμες προσπάθειες να μην κατουρηθεί πάνω της και εγώ με τους άλλους τρεις περιμέναμε να τελειώσει το σόου.
Κάποια στιγμή αφού είχαν φύγει η κοπέλα και ο τυπάς, μια πελάτισσα της τράπεζας ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Ο Λιάκος κι εγώ την πλησιάσαμε, ενώ ο Πίτρος την κρατούσε από το πίσω μέρος της μπλούζας της. Δεν έμοιαζε ικανή να μας προκαλέσει προβλήματα. Ωστόσο, δεν θα το ρισκάραμε. Ξέραμε πόσο στραβά είχαν πάει άλλες ληστείες σε τέτοιες περιπτώσεις. Την ψάξαμε -δεν είχε κάτι ύποπτο πάνω της- και αποφασίσαμε να την συνοδέψω εγώ.
«Το βλέπεις αυτό;» τη ρώτησα, σηκώνοντας το πιστόλι που είχα.
Ένευσε.
«Αν δεν θες να το χρησιμοποιήσω, μην κάνεις καμιά βλακεία. Ναι;»
«Ν-ναι».

Οι τουαλέτες ήταν στο υπόγειο, μαζί με μια μικρή κουζίνα. Καθαρά σαν γραφείο μεγαλοδικηγόρου.
«Εμπρός», της είπα.
Έκανε να κλείσει την πόρτα πίσω της, αλλά την εμπόδισα. Με κοίταξε σαν να ήμουν έτοιμος να τη βιάσω.
«Η πόρτα θα μείνει ανοιχτή», είπα. «Για το δικό σου καλό».
Ένευσε, αν και δεν της άρεσε η ιδέα. Κάθισε στη λεκάνη κι εγώ για δυο τρία δευτερόλεπτα απέστρεψα την προσοχή μου. Της πήρε λίγη ώρα, μέχρι να κάνει τη δουλειά της.

Όταν ακούστηκαν οι κραυγές από πάνω μας, κατάλαβα πως κάτι ακόμα πήγαινε τελείως λάθος. Μίλησα στον Πίτρο μέσω ασυρμάτου, όμως δεν μου απάντησε. Φώναξα, ζητώντας να μάθω τι συνέβαινε. Σαν να ήμουν κλεισμένος στην απομόνωση, δεν μου ανταποκρίθηκε κανείς.

Άρχισα να αγχώνομαι. Το ήξερα πως είχε ξεφύγει το πράγμα. Μέχρι αυτή την ημέρα, δεν μας είχαν πιάσει. Μπαίναμε, παίρναμε τα φράγκα και φεύγαμε, προτού πλακώσουν οι μπάτσοι. Μαζεύαμε λεφτά, γιατί στις κανονικές μας δουλειές μάς έδιναν ελάχιστα. Χρειαζόμασταν λεφτά. Όπως ο περισσότερος κόσμος. Εμείς όμως, αντίθετα από τους άλλους, δεν κάτσαμε με σταυρωμένα χέρια. Κάναμε κάτι, έστω και εγκληματικό.

Φώναξα κι άλλο. Είχα πλησιάσει τη σκάλα, για να ακουστώ πιο καλά. Τζίφος. Έσφιξα τις γροθιές μου. Ποτέ δεν ήμουν ο πιο ήρεμος άνθρωπος και όλες οι στρεσσογόνες καταστάσεις με αποσυντόνιζαν. Με έκαναν να κόβω μεθυσμένες βόλτες στο διάστημα.
Και σήμερα ήταν πολύ άσχημη η φάση. Πήγαιναν λάθος. Όλα. Φταίγαμε όλοι μας, φυσικά, αλλά…
Αλλά πιο πολύ ο Λιάκος, είπα μέσα μου. Αυτός. Με τις φιλοσοφικές μαλακίες του, μας καθυστέρησε και αποδιοργάνωσε την ομάδα. Έπρεπε να κοιτάμε πώς θα φύγουμε, ακόμα και απένταροι, όχι να περάσουμε κάποιο βλακώδες μήνυμα στους κουστουμαρισμένους γραφειοκράτες. Σιγά μην έδιναν δεκάρα, άλλωστε. Δεν θα έχαναν κάτι αυτοί. Τα περί «δεν κλέβουμε εσάς» (τους πολίτες) «αλλά το κράτος» είναι ανούσια και ψευδή. Για να μην πω αφελή.

Συνειδητοποίησα το λάθος μου τη στιγμή που η γυναίκα με χτύπησε στο κεφάλι. Φώναξα κι εκείνη μάλλον το πήρε πάνω της και επανέλαβε απανωτές φορές, στο κεφάλι και στο σώμα μου. Την άκουσα να κλαίει και να βγάζει άναρθρες κραυγές και να αναπνέει ασθματικά.
Οι πόνοι σούβλισαν το μυαλό μου και με τσάντισαν. Ανασυντάχθηκα, είδα ένα ακόμα χτύπημα να έρχεται και της πέταξα την καφετιέρα στο πάτωμα. Παράλληλα, τη χτύπησα με τη λαβή του όπλου στο μάγουλο. Οπισθοχώρησε. Τη βούτηξα από τα μαλλιά και την κοπάνησα στον τοίχο. Έβαλα το όπλο στη ζώνη του παντελονιού μου και της έδωσα μια μπουνιά. Κι άλλη μία μετά. Η γυναίκα διπλώθηκε.
Οι σφυγμοί μου είχαν ανέβει πολύ και ένιωθα πως πνιγόμουν. Έβγαλα τη μάσκα μου και σκούπισα τον ιδρώτα μου. Κοιτούσα τη γυναίκα που με παρακαλούσε. Έλεος. Ζητούσε έλεος.
Έσκυψα και τη σήκωσα από τα μαλλιά. Τη γύρισα, ούτως ώστε να κοιτάζει τον τοίχο. Έπειτα διέλυσα το πρόσωπό της πάνω του. Έπεσε καταγής, χωρίς να βγάλει άχνα.
Ακόμα όμως δεν είχα ηρεμήσει.

Πήγα πάνω. Δεν είχε μπει η αστυνομία, αλλά κάποιοι πελάτες προσπαθούσαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ο Λιάκος και οι άλλοι τους χτυπούσαν. Δεν έριχναν με τα όπλα, γιατί όπως είχαμε συμφωνήσει εξ αρχής, δεν θα τα χρησιμοποιούσαμε παρά μόνο στους μπάτσους.
«Διαστημάνθρωπε», μου φώναξε όταν με είδε. «Έλα, τι κάθεσαι, γαμώτο;»
Είχε δίκιο.
Έβγαλα το πιστόλι μου και άρχισα να πυροβολώ.

Κάθομαι στην καρέκλα του διευθυντή με τα πόδια στο γραφείο του. Ο Λιάκος είναι πεσμένος λίγα μέτρα παραπέρα. Μες στα αίματα. Νεκρός. Όπως όλοι οι άλλοι εδώ μέσα, πλην εμού.
«Σκάσε», του λέω ξανά. «Εσύ μας έφερες εδώ. Εσύ και οι μαλακίες σου».
Ξεφυσάω.

Οι μπάτσοι περιμένουν απέξω. Κάποια στιγμή, θα μπουν. Έχω τα όπλα όλης της ομάδας. Θα πάρω μαζί μου όσο περισσότερους μπορώ. Θα πάνε μια βόλτα με τον Διαστημάνθρωπο.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr.
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/.
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: