Η Μαρίνα ξύπνησε αργά το πρωί της Κυριακής. Τεντώθηκε νωχελικά στο κρεβάτι της και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. 12:15′. Η μέρα φαινόταν ηλιόλουστη από το παράθυρο, χαμογέλασε και σηκώθηκε. Αφού ήπιε δυο γουλιές απ’ τον καφέ της, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στη Φανή. Όσα κι αν είχαν συμβεί, δεν έπαυε να είναι αδερφή της και την αγαπούσε. Δεν της άρεσε η απόσταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους.
-Καλημέρα!
-Καλημέρα Φανούλα!
-Κεφάτη βλέπω ξύπνησες ε;
-Ναι! Πολύ!
-Έγινε κάτι;
-Ναι! Μου έλειψε η αδερφή μου και θέλω να την δω!
-Μαρινάκι τι συμβαίνει;
-Θα στα πω από κοντά! Κερνάς καφέ;
Μια ώρα περίπου αργότερα, η Μαρίνα καθόταν ήδη οκλαδόν στον καναπέ της αδερφής της. Η Φανή με μια κούπα καφέ στο χέρι, καθόταν απέναντί της. Η Μαρίνα της είπε με κάθε λεπτομέρεια το τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ. Η Φανή έδειχνε ενθουσιασμένη με τα γεγονότα! Ήταν σίγουρη πως ο Άρης θα έκανε την κίνησή του, ήταν φανερό απ’ την πρώτη στιγμή ότι του άρεσε η Μαρίνα.
-Και πότε θα τον ξαναδείς;
-Μου είπε πως την Τετάρτη είναι τα εγκαίνια και θα ήθελε να πάω.
-Α ναι, μου το είπε ο Γιώργος τις προάλλες.
-Θα πάμε μαζί ε; την ρώτησε με παρακλητικό ύφος η Μαρίνα
-Μωρέ μαζί θα πάμε, αν θα γυρίσουμε μαζί δεν ξέρω… είπε η Φανή γελώντας
Η Μαρίνα με την Φανή, μαγείρεψαν και είδαν μαζί μια ταινία. Ο Γιώργος έλειπε σε ταξίδι κι έτσι οι δυο αδερφές είχαν την δυνατότητα να μείνουν μόνες και να χαρούν η μία την παρέα της άλλης όπως πριν. Καμία αναφορά δεν έγινε στο περιστατικό που έγινε στο γάμο. Ήταν φανερό ότι είχε λείψει πολύ η μία στην άλλη και δεν ήθελαν να χαλάσουν το όμορφο κλίμα. Θα τα έλεγαν τα υπόλοιπα κάποια άλλη στιγμή, είχαν καιρό γι’ αυτά.
Την Τετάρτη το απόγευμα, ο Γιώργος με τη Φανή πέρασαν και πήραν τη Μαρίνα απ’ το σπίτι της και πήγαν όλοι μαζί στο εστιατόριο του Άρη. Το μαγαζί ήταν στο κέντρο της πόλης, επί της Τσιμισκή, στο ισόγειο ενός παλιού, αλλά ανακαινισμένου κτιρίου. Ο χώρος της υποδοχής ήταν προσεγμένος και στολισμένος με λευκά λουλούδια. Στην πόρτα τους υποδέχτηκε μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα γύρω στα 25. Φορούσε ένα μοντέρνο μαύρο κοστούμι και ψηλοτάκουνες γόβες. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε μια αυστηρή αλογοουρά κι ήταν προσεχτικά μακιγιαρισμένη. Τους καλωσόρισε, τους είπε πως λέγεται Αγγελική και τους συνόδευσε στον εσωτερικό χώρο, που ήταν μικρός αλλά ζεστός, με μοντέρνα minimal διακόσμηση, σε γήινα χρώματα. Η μουσική ήταν απαλή και όλα ήταν στολισμένα με συνθέσεις λουλουδιών σε λευκό χρώμα.
Την ώρα που έφτασαν, είχε ήδη μαζευτεί αρκετός κόσμος. Η Μαρίνα έψαξε τον Άρη με το βλέμμα της. Τον εντόπισε κοντά στο χώρο που είχε στηθεί ο μπουφές. Φορούσε ένα σκούρο μπλε κοστούμι και πουκάμισο στο χρώμα του πάγου. Συζητούσε μ’ έναν άντρα που στεκόταν απέναντί του, ενώ ακριβώς δίπλα του, στα δεξιά του, στεκόταν ένας άντρας γύρω στα 70, με γκρίζα μαλλιά και γυαλιά. Ήταν πολύ καλοντυμένος και παρακολουθούσε με σοβαρό ύφος την κουβέντα τους. “Πρέπει να είναι ο πατέρας του” σκέφτηκε η Μαρίνα. Στα αριστερά του, ήταν μια γυναίκα γύρω στα 30, ξανθιά, με πλούσια μακριά μαλλιά και λαμπερό χαμόγελο. Συμμετείχε στην κουβέντα του Άρη με τον άγνωστο άντρα κι έδειχνε πολύ άνετη. Η Μαρίνα την κοίταξε με καχυποψία…
-Γιατί αυτό το ύφος κουμπάρα; την ρώτησε η Φανή
-Όχι, τίποτα… όλα καλά…
-Είσαι κούκλα! Μην αγχώνεσαι για τίποτα!
Εκείνη τη στιγμή ο Άρης τους είδε. Το βλέμμα του κόλλησε στη Μαρίνα. Ήταν τόσο όμορφη! Φορούσε ένα μαύρο στενό φόρεμα και γόβες με ψηλό λεπτό τακούνι. Μια λεπτή χρυσή ζώνη, τόνιζε τις καμπύλες της και αναδείκνυε το καλλίγραμμο σώμα της. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της, τα είχε αφήσει κάτω κι είχε βαφτεί διακριτικά. Ο Άρης της χαμογέλασε και τους πλησίασε. Τους καλωσόρισε και αφού μίλησαν λίγο, τους είπε να σερβιριστούν απ’ τον μπουφέ κι ότι θα τα πούνε σε λίγο.
Η Μαρίνα καταλάβαινε πως ο Άρης έπρεπε να μιλήσει με πολύ κόσμο εκείνο το βράδυ, αλλά αυτό δεν την ενοχλούσε. Της άρεσε να τον κοιτάζει να συζητάει, να χαμογελάει… Είχε τα μάτια της κολλημένα πάνω του. Κι εκείνος όμως, ακόμη και κάποιες στιγμές που μιλούσε με άλλους, την κοιτούσε έντονα. Υπήρχε ένας έντονος ηλεκτρισμός μεταξύ τους. Όταν το βλέμμα του συναντούσε το δικό της, τα μάτια τους πετούσαν φλόγες! Λίγο αργότερα, ο Άρης σύστησε τη Μαρίνα, τη Φανή και τον Γιώργο στους γονείς του, αλλά και στην ξανθιά γυναίκα που ήταν η αδερφή του. Όταν τους είδε να στέκονται δίπλα δίπλα, είδε ότι είχαν τα ίδια μάτια, μαύρα με έντονο βλέμμα.
Στο τέλος της βραδιάς, ο Άρης κάθισε στο τραπέζι τους και τους πρότεινε να πάνε όλοι μαζί για ένα ποτό.
-Φιλαράκι δύσκολα, αύριο δουλεύω πολύ πρωί! Θα το πιούμε όμως αυτό το ποτάκι σύντομα! απάντησε ο Γιώργος
-Εσύ όμως μπορείς… είπε ο Άρης κοιτώντας τη Μαρίνα στα μάτια
-Κι εγώ δουλεύω αύριο και μ’ έφεραν και τα παιδιά…
-Δεν θα σε ξενυχτήσω, θα σε γυρίσω εγώ σπίτι… της είπε ακουμπώντας το χέρι του στο τραπέζι, αγγίζοντας με τα δάχτυλά του τα δικά της.
Περπάτησαν μέχρι το πάρκινγκ. Φτάνοντας στο αυτοκίνητο, την τράβηξε κοντά του και την φίλησε. Μ’ ένα φιλί έντονο και παθιασμένο, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, μ’ ένα φιλί γεμάτο απ’ την ένταση που ένιωθαν κι οι δυο, μ’ ένα φιλί αφετηρία, για όλα όσα έμελλε να ζήσουν μαζί…
-Όλο το βράδυ ήθελα να το κάνω αυτό! της είπε
-Κι εγώ… του ψιθύρισε και κόλλησε τα χείλη της ξανά στα δικά του, σ’ ένα ακόμη πιο παθιασμένο φιλί
Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο. Απ’ το ανοιχτό παντζούρι έμπαινε λίγο φως απ’ τις λάμπες του δρόμου. Ο Άρης στεκόταν απέναντί της, όρθιοι κι οι δυο μπροστά στο κρεβάτι. Έβαλε το χέρι του στον ώμο της, κατεβάζοντας την τιράντα απ’ το φόρεμά της και την φίλησε απαλά στο λαιμό. Κατέβασε απαλά το φερμουάρ στην πλάτη της κι άφησε το φουστάνι να πέσει στο πάτωμα. Η Μαρίνα ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και πέρασε απαλά τα δάχτυλά της πάνω στο στήθος του.
Οι δυο τους ενώθηκαν σε μια ένωση μαγική, πρωτόγνωρη και για τους δυο, δύο άγνωστα μεταξύ τους κορμιά, που όμως έμοιαζε σαν να είχαν υπάρξει ξανά μαζί, σαν να το είχαν ξαναζήσει άπειρες φορές όλο αυτό, σαν να έψαχνε ο ένας τον άλλον απεγνωσμένα χρόνια ολόκληρα και τώρα που βρέθηκαν, προσπαθούσαν σαν διψασμένοι να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. Το πάθος αποκοιμήθηκε, αφήνοντάς τους αγκαλιά, με τα πρόσωπά τους σχεδόν ενωμένα, με την αναπνοή του πάνω στα χείλη της και τα χέρια του γύρω της.
Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρισκόταν ακόμη μέσα στην αγκαλιά του. Ένιωθε την ανάσα του στα μαλλιά της και την πλάτη της κολλημένη στο στήθος του. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο, κόντευε 8. Γύρισε σιγά σιγά και τον κοίταξε… κοιμόταν. Έμεινε για λίγο έτσι να τον κοιτάζει. Πόσο όμορφος ήταν! Προσπάθησε να απαγκιστρωθεί απ’ την αγκαλιά του με προσοχή μην τον ξυπνήσει, όταν ένιωσε το χέρι του να την σφίγγει και πάλι πάνω του.
-Πού πας; της είπε με κλειστά ακόμη μάτια
-Το σκάω! Απ’ τη στιγμή που αποδείχτηκες τόσο ύπουλος ψεύτης!
-Ψεύτης; άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε
-Είχες πει πως δεν θα με ξενυχτήσεις και πως θα με πας σπίτι… του χαμογέλασε
-Δεν είπα πότε θα σε πάω όμως! της απάντησε και την έσφιξε πιο δυνατά πάνω του
-Πρέπει να φύγω, πρέπει να πάω στη δουλειά. του ψιθύρισε
-Εγώ θα σε πάω, μείνε λίγο ακόμη…
-Πρέπει να πάω απ’ το σπίτι πρώτα, ν’ αλλάξω…
-Εντάξει, βάζω ένα τζιν και φεύγουμε… της είπε και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι
Η Μαρίνα έμεινε αποσβολωμένη να τον κοιτάζει. Ο Άρης ήταν ημίγυμνος μπροστά της και στο στήθος του, στο στήθος του υπήρχε μια ουλή, μια μεγάλη ουλή…
-Τι έπαθες; την ρώτησε όταν είδε το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του
-Το… ψέλλισε
-Ποιο; Τι έγινε; την ρώτησε και την πλησίασε
Έμεινε να τον κοιτάζει ακίνητη κι ένα δάκρυ κύλησε ασυναίσθητα στο μάγουλό της.
-Τι έπαθες Μαρίνα;
Ακούμπησε τα δάχτυλά της πάνω στο σημάδι και το χάιδεψε απαλά. Έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό της.
-Από τροχαίο, παλιά. Δεν ήξερα ότι ήταν τόσο τρομαχτικό! της χαμογέλασε
-Όχι, δεν είναι αυτό…
-Τότε τι είναι;
-Πώς το έπαθες; τον ρώτησε μην μπορώντας να πάρει τα μάτια της από το σημάδι
-Ένα παλιό τροχαίο, μικρός ήμουν. Μα τι σου κάνει τόσο εντύπωση;
-Δεν… σταμάτησε και τον κοίταξε
Τα μάτια του, ο τρόπος που την κοιτούσε, τα χείλη του… πόσο όμορφος ήταν! Πόσο γλυκό ήταν το βλέμμα του! Πόση ζεστασιά ένιωθε το χέρι της απ’ το δικό του!
Στο αυτοκίνητο, την ώρα που την γυρνούσε σπίτι, τον ρώτησε για το ατύχημα. Της είπε πως ήταν παιδί ακόμη, ήταν δεν ήταν 6 χρονών, με τους γονείς του ήταν και τράκαραν. Δεν θυμόταν πολλά, υπέθετε πως η ουλή θα δημιουργήθηκε από κάποια λαμαρίνα του αυτοκινήτου ή κάτι τέτοιο.
-Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση, απλά ένιωσα σαν να το είχα ξαναδεί αυτό το σημάδι… του απολογήθηκε όταν έφτασαν σπίτι της και λίγο πριν βγει απ’ το αυτοκίνητο
Αντάλλαξαν ένα φιλί κι η Μαρίνα ανέβηκε στο σπίτι της. Έκανε ένα γρήγορο ντουζ, ετοιμάστηκε βιαστικά κι έφυγε για την γκαλερί. Έφτασε οριακά στην ώρα της. Σ’ όλο το δρόμο σκεφτόταν το χτεσινό βράδυ, τα φιλιά τους, την πρωινή αγκαλιά, την καλημέρα του, την ουλή στο στήθος του… Αυτή την ουλή την είχε ξαναδεί! Την είχε ξαναδεί πολλές φορές!
Κική Γιοβανοπούλου
Συνεχίζεται…
Μία απάντηση στο “Κόκκινη Κλωστή – 7”
[…] Προηγούμενο […]