,

Το Κόκερ

Η Λίζα πάσχιζε να κρατήσει το αυτοκίνητο σταθερό μέσα στην καταιγίδα που χτυπούσε ανελέητα την μικρή τους πόλη. Ο δυνατός αέρας έκανε τα δέντρα γύρω της να βαράνε με λύσσα το ένα το άλλο. Βροντές και αστραπές διαδέχονταν ορμές από νερό, που δημιούργησαν γρήγορα λίμνες σε πολλά σημεία του δρόμου. Οι διαβάσεις έγιναν ποτάμια. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι ειδικοί έπεφταν έξω στο μέγεθος μιας καταιγίδας.

Δύο πράγματα την έσωσαν εκείνη τη στιγμή. Το γεγονός ότι ήξερε τους δρόμους σαν την παλάμη του χεριού της και ότι οι γονείς της δεν ήξεραν ότι εκείνο το απόγευμα πήγαινε να τους κάνει έκπληξη, γιατί αλλιώς ήταν σίγουρη ότι μέχρι να φτάσει θα είχαν πεθάνει από την αγωνία τους. Δεν ήξερε πόσες φορές έκανε τον σταυρό της. Κρατιόταν πολύ να μην βάλει τα κλάματα. Τα κοντά ξανθά μαλλιά της είχαν φριζάρει τόσο από την υγρασία, που άρχισαν να ξεπετάγονται μπούκλες γύρω από το στρογγυλό πρόσωπό της. Έσφιγγε τα χείλη και το στομάχι της είχε γίνει κόμπος. Στα 23 της ήταν η πρώτη φορά που τύγχανε να πέσει σε τέτοια καταιγίδα.

«Αργά εδώ, γρήγορα εκεί, σταθερά, ταχύτητες…», μπερδεμένες φράσεις και συμβουλές του πατέρα της ξεπηδούσαν ανακατεμένες στο μυαλό της. Αχ, οι καημένοι οι γονείς της και να ήξεραν… «Θα σας ξαναδώ;» κοίταξε τον ουρανό για να ζητήσει παράταση από τον Δημιουργό. «Κάνε Θεέ μου να φτάσω, κάνε να φτάσω! Και θα στο ξεπληρώσω. Θα κάνω μια ελεημοσύνη, μια δωρεά, εθελοντισμό, οτιδήποτε! Ναι, υπήρξα ολίγον αναίσθητη τα τελευταία χρόνια. Εντάξει, πολύ αναίσθητη, το ομολογώ! Δεν ξέρω τι, αλλά κάτι θα προσφέρω σε κάποιον. Ή σε κάτι…» δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη της και πάτησε απότομα φρένο με όλη της την δύναμη.

Απέμεναν λίγα δευτερόλεπτα. Είδε αστραπιαία τις επιλογές της. Αριστερά της, στο αντίθετο ρεύμα, ο δρόμος είχε μετατραπεί σε ένα ποτάμι νερού και δεξιά της ήταν ένα πλημμυρισμένο χωράφι που αν έμπαινε μέσα αμφέβαλλε αν θα κατάφερνε να βγει. Και μπροστά της ένα κόκερ. «Τί στο καλό; Άντε βρε ευλογημένο, τι κάθεσαι μες τη μέση και με κοιτάς; Φύγε μη σε χτυπήσω!» το παρακάλεσε και ένιωσε το τιμόνι να γλιστράει από τον ιδρώτα στα χέρια της. «Πάτερ ημών, πάτερ ημών, πάτερ ημών!» άρχισε να προσεύχεται και να κορνάρει ταυτόχρονα. Επιτέλους το αμάξι κοκάλωσε και η Λίζα είχε απομείνει να αγκαλιάζει το τιμόνι ακούνητη και αμίλητη. Άνοιξε σιγά σιγά τα γαλάζια της μάτια και το είδε. Το κόκερ στην ίδια ακριβώς θέση, να μην έχει κάνει ρούπι και να την κοιτάζει κατάματα. Ήταν ακόμα ζωντανό!

«Βρε σε καλό σου, από πού ξεφύτρωσες εσύ; Ουρανοκατέβατο ήρθες;» τύλιξε ένα κασκόλ γύρω από τον λαιμό, έβαλε και την κουκούλα της και κατάφερε με δυσκολία να ανοίξει την πόρτα. Κρατήθηκε από τον δυνατό αέρα που λυσσομανούσε πάνω στο αδύνατο κορμί της και πιάνοντας το αυτοκίνητο, περπάτησε αργά προς το μέρος του. Ήταν ένα μικρό, καφετί, ολόβρεχτο σκυλί. Αναρωτήθηκε πώς αυτό το μικρόσωμο πλάσμα καθόταν στα πίσω του πόδια εκεί και δεν το είχε σηκώσει ολόκληρο ο αέρας. Και γιατί δεν κουνιόταν, μόνο καθόταν και την κοιτούσε; Είδε πάλι αστραπιαία τις επιλογές της. Αν το άφηνε εκεί, θα ήταν σίγουρα νεκρό τις επόμενες ώρες. Αν το έπαιρνε, δεν είχε ιδέα τι θα το έκανε. Αν έμενε λίγο ακόμα εκεί, θα την έπαιρνε αυτήν ο αέρας.

Απέμεναν περίπου 45 λεπτά μέχρι να φτάσει στο σπίτι. Επιτέλους η καταιγίδα είχε αρχίσει να ηρεμεί, αφήνοντας όμως πίσω της ένας χάος από λάσπη και βρωμιά. Στα χωράφια γύρω της έβλεπε κομμάτια από ταράτσες σπιτιών, σκουπίδια, σπασμένους θάμνους και βρεγμένα κλαδιά που ήταν διάσπαρτα στον δρόμο. Έστριψε δεξιά στο τελευταίο στενό και αντίκρυσε το μεγάλο αρχοντικό πατρικό της σπίτι. Δεν περίμενε να δει την οικογένειά της να κάθεται στον κήπο όπως συνήθιζαν και να απολαμβάνουν το ηλιοβασίλεμα. Ούτε όμως περίμενε να λείπουν. Ευτυχώς είχε μαζί της κλειδί. Άνοιξε την πόρτα και έφερε μέσα τα πράγματά της και τα στοίβαξε στο χολ.

«Ώρα για ένα χαλαρωτικό μπανάκι. Για να δούμε. Τριαντάφυλλο, γιασεμί ή βανίλια;» έπιασε ένα από τα αφρόλουτρα και το μύρισε. «Τι λες εσύ;» κοίταξε το γλυκό μουτράκι που περίμενε υπομονετικά δίπλα στην γεμάτη ζεστό νερό μπανιέρα για να απαλλαγεί από την δυσοσμία. «Ελπίζω να σου αρέσει. Πρέπει να είσαι καθαρός και όμορφος αύριο που θα πάμε στον γιατρό. Ή όμορφη, θα δείξει», χαμογέλασε και ανασήκωσε τα μανίκια από το λινό της πουκάμισο και έκανε για πρώτη φορά στην ζωή της μπάνιο έναν σκύλο.

«Έλα μαμά, όχι, μην ανησυχείς, έφτασα καλά», προσπάθησε να καθησυχάσει την μητέρα της που βλέποντας να την καλούν από το σταθερό του σπιτιού της άλλαξε δέκα χρώματα. «Ναι, ήθελα να σας κάνω έκπληξη. Καταλαβαίνω, αποκλειστήκατε στου θείου Καρλ. Ωραία, θα τα πούμε αύριο το μεσημέρι. Να προσέχετε. Και εγώ σε αγαπώ. Φιλιά στον μπαμπά».

Η ώρα του δείπνου έφτασε και η Λίζα ετοίμασε μια μακαρονάδα με ό,τι βρήκε στο ψυγείο. Σέρβιρε σε δύο ρηχά γυάλινα πιάτα, κανονική μερίδα για εκείνη και μικρότερη για τον φιλοξενούμενό της.

«Ελπίζω να σου αρέσει», στριφογύρισε το πιρούνι μέχρι να μαζέψει μια ικανοποιητική μπουκιά. «Δεν ξέρω να μαγειρεύω καλά, πόσο μάλλον να ετοιμάσω κάτι για κάποιον πέραν του εαυτού μου. Από ό,τι βλέπεις, δεν έχει χρειαστεί ποτέ να φροντίσω κάποιον άλλον πέρα από εμένα» απολογήθηκε, αλλά είδε το κόκερ να καταβροχθίζει πεινασμένο όλο του το φαγητό. «Ξέρεις, είναι πιθανόν να μην σε συμπαθήσουν οι γονείς μου. Είναι ας πούμε, κάπως παραπάνω προστατευτικοί με την υγιεινή τους. Μην το πάρεις προσωπικά, αγαπητό μου. Υποθέτω όμως ότι θα μας βοηθήσουν ώστε να βρούμε το καλύτερο σπίτι για εσένα. Σε περίπτωση πάντα που δεν βρεθεί ο κηδεμόνας σου», σκούπισε τα χείλη της στην πετσέτα και μάζεψε τα πιάτα. «Πάμε για ύπνο τώρα», πρότεινε και το Κόκερ την ακολούθησε πιστά ως την κρεβατοκάμαρά της στον επάνω όροφο.

Το επόμενο πρωί, επέστρεψαν από τον κτηνίατρο με μια λίστα επιτυχών εξετάσεων, ένα καινούργιο κλουβί μεταφοράς, ειδικά προϊόντα μπάνιου, μεταλλικά μπολ φαγητού και νερού, λουρί για την βόλτα, ένα ροζ πουλόβερ και φυσικά κορδέλες για τα μαλλιά, μιας και το πιστό κόκερ ήταν κορίτσι!

«Λαίδη! Μα φυσικά αυτό θα είναι το όνομα σου!», χτύπησε χαρούμενη παλαμάκια πιθανόν στον εαυτό της για να τον συγχαρεί για την ευρηματικότητά του, την στιγμή που το κλειδί στην πόρτα γύρισε και οι γονείς της αντίκρυσαν για πρώτη φορά στην ζωή τους ένα ζώο μέσα στο σπίτι τους.

«Ένα κόκερ στο σαλόνι μας!» αναφώνησε με έκπληξη ο πατέρας της, χωρίς να μπορεί να καταλάβει αν ήταν ευχάριστη ή δυσάρεστη, μιας και ήταν σίγουρος ότι η σύζυγός του θα λιποθυμήσει. Ο κύριος Ρότζερ, ιατρός στο επάγγελμα σαν την σύζυγο, είχε βρει το άλλο του μισό στο πρόσωπό της, καθώς μοιράζονταν την ίδια αγάπη για την καθαριότητα και είχε συμφωνήσει στην απαγόρευση ζώων στο αρχοντικό. Τώρα όμως είχε μπροστά του ένα τόσο χαριτωμένο πλάσμα, με δύο πανέμορφα μεγάλα μάτια που το κοίταζαν λες και ήταν ένας πραγματικά υπέροχος άνθρωπος και όχι ένας αποστειρωμένος εξηντάρης.

«Ένα ζώο!», αναφώνησε η μητέρα της και ήταν αρκετά ξεκάθαρο στην φωνή της ότι το είπε με απόλυτη σύγχυση. Η Λαίδη δεν κατάφερε να κερδίσει με την πρώτη ματιά την κυρία Τζένη, η οποία πίεζε το σημείο της καρδιά της στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

«Είναι η Λαίδη!» έκανε τις απαραίτητες συστάσεις η Λίζα πριν περάσουν όλοι στο γραφείο του πατέρα της για να δώσει εξηγήσεις. Συμφώνησαν με τα χίλια ζόρια να φιλοξενήσουν για ένα ακόμα βράδυ την μικρή κυρία και να ξεκινήσουν άμεσα τη αναζήτηση του μόνιμου σπιτιού της.

«Σου αρέσουν τα ωραία υφάσματα», γέλασε η Λίζα βλέποντας την Λαίδη να στριφογυρίζει στα μεταξωτά σεντόνια. «Τελικά ίσως μοιάζουμε εμείς οι δύο. Ίσως ανάμεσα σε εσένα και σε εμένα, αυτή που έχει να μάθει τρόπους είμαι εγώ τελικά. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ένιωθα τόσο όμορφα να φροντίζω κάποιον άλλον. Δεν ήξερα καν ότι θα μπορούσα να νοιαστώ τόσο. Ξέρεις, στο κολέγιο δεν επιτρέπονται σκυλιά», εξήγησε και η Λαίδη την κοίταζε σαν όντως να το ήξερε. «Παρόλα αυτά, θα κάνω το καλύτερο που μπορώ. Στο υπόσχομαι», είπε και έχωσε το πρόσωπό της στην μοσχομυριστή γούνα της. «Ναι, η βανίλια ήταν η καλύτερη επιλογή», χαμογέλασε.

Το επόμενο πρωί, αφού πήραν το πρωινό τους όλοι μαζί, ξεκίνησαν να αναζητούν στην περιοχή τον κηδεμόνα της Λαίδης. Αρχικά πήγαν στον κτηνίατρο που την είδε να ρωτήσουν μήπως είχε κάποιο νέο, ύστερα πέρασαν από όλα τα κτηνιατρεία της περιοχής, χτύπησαν πόρτες, ρώτησαν στον δρόμο, κόλλησαν αφίσες, αλλά μάταια. Η Λίζα έπρεπε να επιστρέψει στη σχολή και αυτό την άγχωνε, καθώς δεν ήξερε τι θα απογίνει το κόκερ.

«Έλα βρε μαμά, είναι πολύ νωρίς για να αποφασίσουμε το μέλλον της. Παρακαλώ, μην ξαναπείς να την αφήσουμε στον θείο Κάρλ, είναι σαν να την αφήνουμε στο δρόμο. Σε παρακαλώ, για ένα μήνα μόνο! Κράτησέ την μέχρι να ξαναγυρίσω ή μέχρι να χτυπήσει το άτιμο το τηλέφωνο!»

«Όχι, όχι, με τίποτα!», επέμεινε η μαμά της και έβαλε ένα ποτήρι κρασί.

«Γιατί βρε μανούλα; Αφού την βλέπεις πως είναι κούκλα, πεντακάθαρη, δεν λερώνει μέσα, είναι ήσυχη, υπάκουη και σε κοιτάζει μες τα μάτια. Ήδη σε αγαπάει!», έσκυψε και την πήρε στην αγκαλιά της και κοίταξαν και οι δύο την Τζένη με το ίδιο θλιμμένο βλέμμα.

«Δεν θέλω να με αγαπάει», κάθισε στον καναπέ και ήπιε μια γουλιά. «Δεν θέλω!».

«Ντάρλινγκ, εγώ θα το πω γιατί δεν μπορώ άλλο! Πάντα ήθελα ένα σκυλάκι! Αν θες την γνώμη μου, λέω να την κρατήσουμε εμείς. Μεταξύ μας έχουν καταρριφθεί οι θεωρίες περί μεταδοτικών νοσημάτων. Απλά οι γονείς μας μας έμαθαν έτσι», εξομολογήθηκε ο κύριος Ρότζερ και η Λίζα έπεσε ολόχαρη στην αγκαλιά του μαζί με την Λαίδη.

«Εμένα δεν με έμαθαν έτσι», κόμπιασε. «Ήταν μια δικαιολογία που χρησιμοποίησα για να μην έχω ποτέ ξανά σκύλο στην ζωή μου».

«Ορίστε; Είχες κάποτε δηλαδή;»

«Ναι, γλυκέ μου μου, είχε η γιαγιά μου. Ήταν όμως ασθενική αυτή η σκυλίτσα και δεν έζησε πολλά χρόνια παρόλη την φροντίδα και την περιποίησή μας. Την αγαπούσα τόσο, που πριν πεθάνει της υποσχέθηκα ότι ποτέ δεν θα βάλω άλλην στην θέση της. Έκλεισα την καρδιά μου μπας και κλειδώσω εκεί μέσα τον πόνο της απώλειας. Μου λείπει ακόμα τόσο πολύ!».

Ο κύριος Ρότζερ σηκώθηκε και έκατσε δίπλα της δίνοντάς της ένα χαρτομάντιλο.

«Ντάρλινγκ, δεν θέλω να κλαις. Θέλω να κάνεις αυτό που λέει η καρδιά σου. Είμαι σίγουρος ότι η μικρή σου φίλη θα ήθελε να αγαπήσεις ξανά. Το πιστεύω απόλυτα. Συμφωνείς;» ρώτησε και την φίλησε στο μέτωπο.

«Αν βρεθεί ο άνθρωπός της, θα μας την πάρουν…», δίστασε η κυρία Τζένη.

«Πίστεψέ με μαμά, αυτό το σκυλί είναι ουρανοκατέβατο! Άκου με που σου λέω. Στην αρχή νόμιζα ότι ήρθε για να αλλάξει εμένα, αλλά τώρα διαπιστώνω ότι είναι ένα δώρο για όλους μας», χαμογέλασε η Λίζα βλέποντας την μαμά της να έχει ξανά στην αγκαλιά της ένα σκυλάκι και να κλαίει από χαρά αυτήν την φορά.

Η μικρή μας Λαίδη έζησε όλη της την ζωή με την οικογένεια της Λίζας, τους αγάπησε και αγαπήθηκε και εκείνη όπως αξίζει στα τετράποδα μέλη της οικογένειάς μας.

C.C.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: