Έτρεμε από συγκίνηση η Άρτεμις. Στα χέρια της κράταγε το ημερολόγιο της αγαπημένης της γιαγιάς! Χωρίς να έχουν συγγένεια αίματος, έτσι την αποκαλούσε. Όταν την γνώρισε πριν δεκαπέντε χρόνια, έγινε ο φωτεινός οδηγός της, σαν το όνομά της, κυρά-Φανώ! Την είχε ακουστά, νύφες είχαν έρθει και οι δυο στο χωριό, την έβλεπε πού και πού, μα δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα. Μέχρι εκείνη την Κυριακή που η Άρτεμις πήρε τους δρόμους.
Ο άνδρας της, ο Στέλιος είχε γυρίσει ξημερώματα σπίτι. Τύφλα απ’ το ποτό. Πάλι. Αυτό συνέβαινε τουλάχιστον μια φορά τον μήνα. Οι φίλοι του τον κουβαλάγανε απ’ τα γλέντια τους και τον παρατάγανε στο πλατύσκαλο. Όλο το ζόρι δικό της, να συνεννοηθεί, να τον σηκώσει, να τον κουβαλήσει… και αυτός να παραμιλά, τι έκανε την ώρα που έλειπε, ποιον είχε βάλει σπίτι! Τις σπάνιες φορές που ισορροπούσε, της άστραφτε και κάνα χαστούκι, πριν ξεραθεί στο στρώμα. Αργότερα, σαν ξενέρωνε, ήταν ο γλυκύτερος σύζυγος του κόσμου! Αυτή όμως δεν άντεχε πλέον την μαρτυρική μυρωδιά του αλκοόλ μέσα στα δωμάτια, άνοιγε την πόρτα και εξαφανιζόταν. Της ερχόταν εμετός! Και κυρίως μνήμες εκείνης της μοιραίας νύχτας πριν τρία χρόνια, απ’ το πανηγύρι της Αναλήψεως που είχαν πάει οικογενειακώς.
Αυτή ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί και δεν μπορούσε πολύ το ξενύχτι, ήθελε να ξεκουραστεί. Ανένδοτος να φύγει ο Στέλιος, τη φόρτωσε στα πεθερικά του ενώ αυτός έμεινε πίσω με τον πρωτότοκο. Ο μικρός δεν ήθελε ν’ αφήσει τον πατέρα του, άλλωστε δε θ’ αργούσε να σχολάσει ο χορός. Ούτε μια ώρα μετά, της χτυπάγανε την πόρτα. Σε μια στροφή, είχε ντεραπάρει το αμάξι. Από μέσα βγάλανε με ελαφριά διάσειση, ζωντανό μόνο τον Στέλιο. Ο επτάχρονος γιος τους, έμεινε στον τόπο. Πετάχτηκε απ’ το παρμπρίζ, το κεφαλάκι του διαλύθηκε! Η Άρτεμις απέβαλλε το επόμενο απόγευμα. Αιματοβαμμένα πήγματα και μπόχα από τσίπουρο κατέλαβαν την φαρμακωμένη της μνήμη. Για να τα σπρώξει στο πίσω μέρος του μυαλού της, άρχισε το περπάτημα. Πάντα ανέβαινε τον λόφο, προς το μεγάλο εγκαταλειμμένο αρχοντικό. Καταραμένο το λέγαν οι ντόπιοι και δεν πλησιάζανε.
Με όσα είχε περάσει η Άρτεμις, πίστευε ακράδαντα πως μόνο άνθρωπος στοιχειώνει άνθρωπο. Όχι φαντάσματα ή πνεύματα. Ήξερε για την παλιά οικονόμο, την κυρά-Φανώ, που έμενε στο ανεξάρτητο σπιτάκι του κηπουρού στην άκρη του κτήματος! Εκείνο το πρωινό έμελλε ν’ ακούσει την τσάπα. Έσκυψε να δει. Ανάμεσα στις φυλλωσιές πρόβαλε η φιγούρα της. Μικροκαμωμένη, με ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της, έσκαβε. Εντύπωση της έκανε που δε φορούσε μαύρα, ούτε ήταν τυλιγμένη σε σκούρο κεφαλομάντηλο. Η προσεγμένη ασημένια κοτσίδα της, ξεκουραζόταν στην πλάτη της. Ντυμένη με πουκάμισο, ψαράδικο τζιν και μια ψάθινη καπελαδούρα σκάλιζε τον κήπο. Από μακριά έμοιαζε σαραντάρα! Λες και την πήρε μυρωδιά η Φανώ, γύρισε το κεφάλι της και της φώναξε “Πέρασε κόρη μου, να μου κάνεις παρέα, να πιούμε λίγο παγωμένο τσάι, να ξεκουραστώ και εγώ…”.
Διστακτικά, την πλησίασε. Είδε το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της και κατάλαβε πως έχει κλεισμένα -πολύ καλά- τα εβδομήντα! Αποδείχθηκε ογδόντα πέντε η Φανώ! Δεν είχε περάσει τρίμηνο που έχασε τον άνδρα της από γεράματα, αποζητούσε λίγη συντροφιά. Της έλειπε, έζησαν μονιασμένοι, ούτε κατάλαβε πώς φύγανε σαν νερό εβδομήντα χρόνια παντρεμένοι. Ο μακαρίτης ήταν στη δούλεψη του άρχοντα χρόνια, γι’ αυτό τους είχε παραχωρήσει τους τίτλους ιδιοκτησίας απ’ το σπιτάκι, μόλις γέννησε τον γιο της, τον Μίχο. Εκεί μεγάλωσε, ας έμενε μόνιμα πια στην πρωτεύουσα. Μίλαγε, μίλαγε η γιαγιά, ούτε κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα η Άρτεμις. Όταν σηκώθηκε, είχε περάσει μεσημέρι.
Έγινε λατρεμένη της συνήθεια να περνά απ’ την καινούργια και μοναδική της φίλη στον τόπο, ξενούρες και οι δυο. Σιγά-σιγά ανοίχτηκε, της είπε για εκείνες τις επώδυνες μνήμες, για τον καημό της να φύγει χωρίς να έχει κάπου να πάει. Οι δικοί της δε θα τη δεχόταν πίσω, ένα κεραμίδι δεν υπήρχε για καταφύγιο! Έγνεφε γεμάτη κατανόηση η καλοσυνάτη μα τόσο βασανισμένη ηλικιωμένη εξομολόγος. Το ίδιο έκανε και η κυρά-Φανώ! Της εκμυστηρεύτηκε τα πάντα, ξεκινώντας απ’ το πώς την φέρανε στα δεκαέξι της χρόνια και την πάντρεψαν με τον Σώτο, τον επιστάτη. Ο οποίος αποδείχθηκε όνομα και πράμα. Σωτήρας αυτηνής και του αγέννητου μωρού της.
Η οικογένεια Ζάναλη ήταν απ’ τις πιο ξακουστές στον κάμπο. Ο μοναχογιός τους, ο Σπυρίδωνας, με τιμές πριγκηπικές και γλέντι εβδομαδιαίο, παντρεύτηκε την αρχοντοπούλα Σμαρώ. Ωστόσο, παρέμεναν άτεκνοι επί τετραετίας. Επανωτές αποβολές, η μήτρα της δεν μπορούσε να κρατήσει ζεστά τα έμβρυα, τους εννέα απαιτητικούς μήνες. Κάθε μέρα πιο άρρωστη και πιο χλωμή απ’ την στεναχώρια της η Σμαρώ που δεν αξιώθηκε να γίνει μάνα. Μέχρι που επιτέλους έφερε στον κόσμο τον Δημητρό! Η ίδια, έχοντας βάλει όλη της την δύναμη, πέθανε στην γέννα. Ο διάδοχος βγήκε γερός και έτοιμος ν’ ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του. Το μόνο που δεν του πήρε, ήταν την ηθική του. Μεγαλώνοντας, δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό να μην παρατήσει, αφού μαγαρίσει πρώτα. Χωρίς καμία διάκριση σε πλούσιες και φτωχές, αρκεί να του γυάλιζε κάποια! Έτσι ξεγέλασε και την Φανώ, την πανέμορφη χωριατοπούλα απ’ τα Πάνω Δεντρά. Την μάγεψε με τα δώρα και τα εγκώμιά του! Εννοείται πως ο ίδιος είχε ήδη αρραβωνιαστεί ζάμπλουτη θυγατέρα, την Λένα.
Ο πατέρας του δεν άργησε να καταλάβει τα έργα του κανακάρη του. Η Φανώ με όλο τα θράσος των δεκαέξι της χρόνων, πήγε τον βρήκε και του τα είπε όλα, ειδικά για την εγκυμοσύνη της. Μάλιστα απαίτησε την οικονομική στήριξη, καθώς στεφάνι δεν μπορούσε να ζητήσει. Γρήγορα-γρήγορα ο Σπυρίδωνας, για να την έχει υπό τον έλεγχό του, την κουκούλωσε με τον γιο του επιστάτη του, τον Σώτο. Ο οποίος ήταν παλικάρι μάλαμα. Αγάπησε βαθιά και ειλικρινά την Φανώ. Και αυτή το ίδιο. Στάθηκε καλύτερα από αληθινός πατέρα στον Μίχο και καταλάγιασε την πληγωμένη καρδούλα της νεαρής. Έγινε με την σειρά του, ο νέος βοηθός του Δημητρού. Μόνο που ο ένας είχε τον ήλιο στο βλέμμα και ο άλλος το σκοτάδι.
Η Φανώ, ένα απόγευμα κατάφερε και ξεμονάχιασε την νιόπαντρη νυφούλα Λένα, στο παρτέρι με τα ρόδα. Κανείς δεν έμαθε τι της είπε ακριβώς. Αμέσως όμως άλλαξε η στάση της απέναντι στον Δημητρό. Από εκεί που τον έβλεπε και έλιωνε, σκλήρυνε απότομα. Είχε το αντίκτυπό της στον μπερμπάντη, απ’ την επόμενη κιόλας. Κάπως μαζεύτηκε απ’ τις πολλές εξόδους και τα ξενοπηδήματα. Τον ταλαιπωρούσε και ένα άσχημο κρύωμα, σήκωσε υψηλό πυρετό. Σε μια βδομάδα όμως χειροτέρεψε. Αδυναμία, εμετοί, έγινε σκιά του εαυτού του. Δεν μπορούσε ούτε να φάει, αφυδατώθηκε, καθηλωμένος στο κρεβάτι, κοντά μήνα. Κανένα γιατροσόφι δεν τον έσωσε, μέχρι να αποφασίσουν να τον πάνε στην πόλη, ξεψύχησε. Η καρδιά του τον εγκατέλειψε. Αν είχε ποτέ!
Η χήρα του τα μάζεψε και γύρισε στο πατρικό της, δε ήθελε να έχει καμία σχέση. Στα σαράντα του Δημητρού, η Φανώ διάβηκε ξανά την μεγάλη πόρτα. Ζήτησε απ’ τον χαροκαμένο πατέρα, δικαιοσύνη για τον απαρνημένο εγγονό του, τον Μίχο! Έφυγε άπραγη και σιωπηλή. Το απόγευμα ο άρχοντας βγήκε για την καθιερωμένη βόλτα με το άλογό του. Το ζωντανό, κανείς δεν ξέρει τι έπαθε ή αντίκρισε, αφήνιασε και τον πέταξε κάτω, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Έμεινε στον τόπο, το ερυθρόστικτο άτι επέστρεψε χωρίς καβαλάρη. Το πτώμα του Σπυρίδωνα το βρήκαν, μισοφαγωμένο από άγρια σκυλιά μέρες μετά.
Χωράφια και περιουσία στα αζήτητα του ελληνικού κράτους, στράφι όλα, μείνανε αδούλευτα και στέρφα. Χωρίς κληρονόμους, το πάλαι ποτέ ένδοξο ακίνητο ξέμεινε στον Σώτο και την σύζυγό του. Συνέχισαν να μένουν στο ανεξάρτητο οίκημα τους μέχρι το θάνατο τους. Κανείς ληστής ή παραβάτης δεν τόλμησε να κάνει πλιάτσικο στο αρχοντικό. Αν υπήρχαν κρυμμένες λίρες, σίγουρα τις βρήκαν και τις πήραν αυτοί που έπρεπε. Η κυρά-Φανώ αποκάλυψε στην Άρτεμη πως συντηρούσε τρεις φτωχές οικογένειες!
Βάλσαμο στις ψυχές τους, ήταν το αντάμωμά των δύο γυναικών! Στα τελευταία της πήγαινε και την φρόντιζε κάθε μέρα η Άρτεμις, της μαγείρευε και της καθάριζε. Ο κήπος είχε γίνει ζούγκλα, ίσα τον διάδρομο κράταγε καθαρό για να μπαινοβγαίνει. Άφησε την τελευταία της πνοή στα χέρια της μέσα. Αφού πρώτα έβγαλε απ’ τον ρυτιδιασμένο λαιμό της η Φανώ, τη χρυσή αλυσίδα με το σταυρό και ένα μικρό κλειδάκι. Την έβαλε στην χούφτα της Άρτεμις, της έσφιξε τη γροθιά και την όρκισε. Να το φυλάξει, μέχρι να έρθει η ώρα να της φανερωθεί η χρήση του. Παρόλο που απόρησε η νεαρή, δεν έφερε αντίρρηση, σεβόταν απόλυτα τα λόγια της γιαγιάς. |Να θυμάσαι, κάθε γυναίκα είναι άξια να φτιάξει την μοίρα της!” της είπε και ξεψύχησε!
Και τώρα, ποιος να της το έλεγε, σχεδόν πέντε χρόνια απ’ το θάνατό της, ήρθε η ώρα για την τελευταία επιθυμία της κυρά-Φανώς. Την εκτέλεσε ο γιος της, ο Μίχος, πριν φύγει και αυτός απ’ την ζωή. Την Αρτέμη κάλεσε δικηγόρος στο γραφείο του στην Αθήνα! Η Θεοφανία Ζούργου, όπως ήταν το βαπτιστικό της, μεταβίβαζε την πλήρη κυριότητα απ’ το σπιτάκι του κήπου στην Άρτεμη Ρίζου! Μαζί με τα συμβόλαια, της παρέδωσε το ημερολόγιό της Φανώς, ερμητικά κλειδωμένο στο κασελάκι του! Ίσως γι’ αυτό ενώ είχε ήδη περάσει καιρός απ’ το θάνατό της, ακόμα την έβλεπε στον ύπνο της. Και στον ξύπνιο της! Ειδικά σαν μαγείρευε, σχεδόν κάθε φορά, άκουγε μέσα της την φωνή της μακαρίτισσας “Όχι έτσι, αλλιώς κάν’ το!”…
Η Άρτεμις φύλαξε μέσα στην σερβάντα συμβόλαιο και ημερολόγιο. Οπλίστηκε με δύναμη να επιστρέψει στην καθημερινότητά της. Το ίδιο βράδυ κιόλας ξεκίνησε το διάβασμα και ξενύχτησε να το τελειώσει. Ούτε καν μαγείρεψε, θα τρώγανε πατάτες με αυγά. Το μυστικό της Φανώς αποκαλύφθηκε. Τα χειρόγραφα ξεκίναγαν από πολύ παλιά, γύρω στο 1645. Στην ουσία ανήκαν στην προγιαγιά της κυρά-Φανώς, που ζούσε νεαρή στην Ρώμη. Ένας τοίχος την χώριζε απ’ την δεκαπεντάχρονη κόρη της Τζούλιας Τοφάνα και φιλενάδα της, την Θεοφανία. Το 1651 συνελήφθη η Τζούλια, μέσα σε μια εκκλησία που είχε καταφύγει, κατηγορούμενη για δολοφονία. Η ομολογία της. κατόπιν τρομερών βασανιστηρίων, επιβεβαίωσε πως με το δικό της παρασκεύασμα, 600 άνδρες δηλητηριάστηκαν απ’ τις γυναίκες τους! Το προμήθευε αποκλειστικά σε συζύγους παγιδευμένες σε βίαιους γάμους! Την εποχή της αναγέννησης δεν υπήρχε η προοπτική κανενός διαζυγίου, μόνη λύτρωση η χηρεία! Τιμωρία της, ο απαγχονισμός μαζί με την θυγατέρα της, την Θεοφανία. Η έφηβη τότε προγιαγιά, αφού έκλαψε στα κρυφά, κλειδωμένη στο δωμάτιό της, ορκίστηκε στην μνήμη της αδικοχαμένης φίλης της. Πρώτον να δώσει το όνομά της κολλητής της, αν κάνει κόρη. Δεύτερον να κληροδοτήσει από γενιά σε γενιά γυναικών, το μυστικό του Άκουα Τοφάνα! Ένα μείγμα μπελαντόνας και αρσενικού, που για πενήντα χρόνια φώλιαζε σε μπουκαλάκια αρωμάτων ή σε πούδρες μπουντουάρ, ανάμεσα σε αθώα καλλυντικά ενώ δρούσε ελεύθερα. Κάποιες σημειώσεις είχε προσθέσει και η κυρά-Φανώ, αφού ήρθε στην κατοχή της το ημερολόγιο. Πιο αναλυτικά, η ακρίβεια στις δοσολογίες, με ζωγραφισμένα ιδιόχειρα σχέδια. Ελάχιστο διάλυμα καθαρού αρσενικού έδινε ευεξία και ενέργεια στον οργανισμό, λίγο παραπάνω μπορούσε να ντοπάρει άλογο και πιο πολύ, ξεκαθάριζε λογαριασμούς και ανθρώπους!
Όλα μπήκαν στην σειρά στο μυαλό της Άρτεμις.…τι να μαρτυρήσει και σε ποιον, το παρόν κατατρόπωσε το παρελθόν οριστικά! Είχε περάσει ο καιρός και για συγχώρεση και για τιμωρία. Δε θ’ άλλαζε κάτι απ’ τα πεπραγμένα. Η δικαιοσύνη για τους μακαρίτες θάφτηκε μαζί τους, χωρίς εναπομείναντα ζωντανό να την αποδώσει! Το ημερολόγιο της έκαιγε τα χέρια, γι’ αυτό και αποφάσισε να το πετάξει στην φωτιά. Μερικές ιστορίες δεν πρέπει να μαθευτούν ποτέ, πολλές από ντροπή, ελάχιστες από βαθιά επίγνωση!
Η αποκάλυψη, στις τελευταίες σελίδες του, της τριβέλιζε το μυαλό… ο κρυψώνας με το θαμμένο μπουκαλάκι του υπόλοιπου Άκουα Τοφάνα! Γιατί ήξερε τι την περίμενε σε λίγες μέρες. Ο μεθυσμένος, πεσμένος μπρούμυτα άνδρας της, να ξερνά και να πνίγεται όλο το σπίτι στις απαίσιες αναθυμιάσεις του, που την είχαν κάνει να τον σιχαθεί! Μαζί με τον εαυτό της και την κατοικία-φυλακή τους! Ήξερε τι θα άλλαζε από τα τρία γι’ αρχή! Δεν είχε αποφασίσει αν ήταν ικανή για καταστροφή, μόλις γνώρισε την σωτηρία της! Η κληρονομιά της Φανώς ήταν πολλά παραπάνω απ’ όσα υπολόγιζε! Το σίγουρο είναι ότι αύριο κιόλας, είχε βρει στέγη να μετακομίσει. Για πρώτη φορά αποκαλύφθηκε η έσχατη κουβέντα της Φανώς, πως ήταν η ευχή και η κατάρα της… κάθε γυναίκα είναι άξια να φτιάχνει την μοίρα της…
Μαρίτσα Καρά