– Χάσου από τα μάτια μου και να μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Άκου να πάει να φορτώσει το μούλικό της στο γιο μου! ούρλιαζε η Μαρία στην έρμη τη Στέλλα, την πρώην του συγχωρεμένου του γιού της που ήρθε δύο βδομάδες μετά την κηδεία να της πει πως είναι έγκυος.
Ποτέ δεν τη χώνεψε τη Στέλλα το σόι του Αλέξη. Αυτός βέρος Αθηναίος, αυτή φοιτήτρια από τον Έβρο και δη στη Θεατρικών Σπουδών, από κόκκινο πανί σε κόκκινο πανί για τους γονείς του, που ήταν παλαιών πολιτευμάτων και σκουριασμένων αντιλήψεων. Ούτε να τη γνωρίσουν καταδέχτηκαν.
Όταν ο Αλέξης έφυγε από τροχαίο μόλις στα είκοσι πέντε του, από τη μια θρηνούσαν κι από την άλλη γιόρταζαν που θα γλίτωναν από τη Στέλλα. Και τώρα η Μαρία την έδιωχνε ενώ είχε το εγγόνι της, το μοναδικό κομμάτι του γιού της στα σπλάχνα της.
“Άι σιχτίρ!” σκέφτηκε η Στέλλα, που ήταν από ανθεκτικό ύφασμα, “εγώ το παιδί θα το γεννήσω και να κόψουν το λαιμό τους!”.
Άλλωστε δεν είχε να φοβάται τίποτα. Οι γονείς της ζούσαν και βασίλευαν σε μία από τις λίγες πόλεις του νομού, στο χωριό της υπήρχε ένα σπίτι καλύτερο από το πατρικό της που την περίμενε, ήξερε έξι γλώσσες και δε φοβόταν τη δουλειά.
Η μεγάλη σιγουριά της όμως, ήταν ο Αντρέας και η Ζωή, η αρραβωνιστικιά του.
Με τον Αντρέα είχαν γνωριστεί από έφηβοι, αδέρφια θεωρούσαν ο ένας τον άλλον κι είχαν ορκιστεί, ό,τι δυσκολία λάχει στην άδικη τη ζωή, θα βοηθούσαν ο ένας τον άλλον πάση θυσία. Κι όταν δε ο Αντρέας έφερε τη Ζωή, δε φοβόντουσαν οι τρεις τους Χάρο.
– Μη στεναχωριέσαι Στελλίτσα μου, της έλεγε ο Αντρέας, εμείς είμαστε εδώ. Ο Σαραντίδης από τη Σχολή με συμπαθεί, θα με στείλει όπου ζητήσω (εύελπις βλέπετε ο Αντρέας). Θα σε βοηθήσουμε εμείς και θα τον βαφτίσω εγώ όπως είχαμε πει τότε.
Κι έτσι έγινε. Γύρισε η Στέλλα στο χωριό, ο “αδερφός” της από πίσω κι η Ζωή στο πήγαινε – έλα. Και γεννήθηκε ο Φανούρης τους. Πρωτοχρονιάτικο μωρό, γουρλίδικο. Τετράξανθος και γαλανομάτης, ίδιος ο πατέρας του. Πήρε το επίθετο της μάνας του, γιατί δεν τόλμησε να δώσει του πατέρα η Στέλλα.
Όσο μεγάλωνε το αγόρι, τόσο μάζευε πάνω του όλα τα καλά. Ευγενικό, ήρεμο, πρόθυμο, υπομονετικό, αλλά και με τσαγανό, λίγο από τη μάνα, λίγο από τον νονό. Στο μεταξύ κάναν κι ο Ανδρέας με τη Ζωή παιδιά και μεγάλωναν όλα μαζί σαν αδέρφια. Αν ρωτούσες τον Ανδρέα “πόσα παιδιά έχεις;”, σου απαντούσε χαριτολογώντας :
“Τέσσερα από αίμα κι ένα από λάδι!”. Η δε Ζωή “Πόσα έχω ή πόσα γέννησα;”. Κι η δε Στέλλα “Ένα που το γέννησα, ένα που το βάφτισα και τρία που τα ανάθρεψα μαζί με τ’ άλλα δυο!”.
Ο Φάνης μεγαλώνοντας τα έμαθε όλα, για τον πατέρα του και για τους παππούδες του. Όταν μάλιστα πέρασε κι αυτός στη Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα, ζήτησε από τη μάνα του να του δείξει το μνήμα του πατέρα του. Πώς να χαλάσει η Στέλλα χατίρι στον μονάκριβό της;
Όταν έφτασαν όμως στο κοιμητήριο, είδαν μια μαυροφορεμένη φιγούρα πάνω από τον τάφο του Αλέξη. Ήταν η μάνα του, η Μαρία, που είχε απομείνει μόνη της στον κόσμο από τη συμπεριφορά της και μόνο. Όταν είδε τη Στέλλα και το παιδί, χίμηξε να αγκαλιάσει τον Φάνη.
– Αχ αγόρι μου! μουρμούριζε ξανά και ξανά και μετά στράφηκε στη Στέλλα
– Σκύλα, κακούργα, άπονη! Πώς τόλμησες να μου στερήσεις τόσα χρόνια το παιδί του γιού μου; ούρλιαξε.
Ο Φάνης άφρισε. Το κουμπί του για να χαθεί όλη η υπομονή του στο δευτερόλεπτο, ήταν να προσβάλλεις τη μάνα του.
– Πώς τολμάς; Όταν μας έδιωχνες δεν ήμουν εγγονός σου; Όταν η μάνα μου προσπάθησε να σου πει ότι γεννήθηκα, δεν ήμουν παιδί του γιού σου; Όταν σου έστειλε προσκλητήριο για τη βάφτιση κι εσύ απάντησες με εξώδικο για να μη σε ξαναενοχλήσει δεν ήμουν αίμα σου; Τώρα που έμεινες μόνη σου με θυμήθηκες; Τώρα που με είδες; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα και φύγε σε παρακαλώ, ήρθα να επισκεφτώ τον πατέρα μου και ενοχλείς.
Άφωνη έφυγε η Μαρία. Ο Φάνης αγκάλιασε τη μάνα του που έκλαιγε με λυγμούς, άφησε λίγα λουλούδια στο μνήμα του πατέρα του και την πήρε να φύγουν.
Στάθηκε τυχερός ο Φάνης. Κάτι το ταλέντο, κάτι οι ευκαιρίες, έγινε ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Ό,τι όνειρο παράτησε η Στέλλα για να τον μεγαλώσει, το κατάφερε αυτός. Καμάρωναν η μάνα, οι νονοί του και τα παιδιά τους κι όταν κανένας γνωστός τον έβλεπε σε σειρές ή συνεντεύξεις αναφωνούσε “Καλέ! Ο Φάνης της κυρα-Στέλλας!”.
Izmirli