-Ήμουν σίγουρη!
-Τόσο σίγουρη που 9:31 το πρωί μου έστειλες μήνυμα! είπε γελώντας η Μαρίνα
-Νωρίτερα ήθελα να σου στείλω, αλλά ήθελα να σιγουρευτώ πως δεν είστε ακόμη μαζί! Σκέφτηκα πως αφού στις 9:30 πιάνεις δουλειά, θα σε πετύχαινα μόνη!
-Οριακά έφτασα στην ώρα μου!
-Ε μετά από τέτοια νύχτα! Βρε τον Άρη! Πότε θα ξαναβρεθείτε;
-Δεν ξέρω…
-Μη μου πεις πως θα κάνεις και μ’ αυτόν τα ίδια!
-Φανή μήπως ξέρεις τίποτα για κάποιο τροχαίο που είχε ο Άρης παλιά;
-Τροχαίο; Πόσο παλιά; Δεν το έχω ξανακούσει αυτό.
-Έχει ένα σημάδι, μια ουλή στο στήθος. Τον ρώτησα και μου είπε ότι είναι από κάποιο ατύχημα που είχε…
-Όχι δεν ξέρω κάτι. Θες να ρωτήσω το Γιώργο;
-Όχι, δεν πειράζει.
-Γιατί ρωτάς; Είναι μεγάλο σημάδι και σε ξενέρωσε;
-Όχι! Καμία σχέση, απλά μου φάνηκε πολύ γνώριμο…
Την κουβέντα τους διέκοψε ο ήχος απ’ τα κλειδιά του Γιώργου που μπήκε στο σπίτι.
-Ωπ! Τι κάνουν τα κορίτσια μου;
-Γεια σου Γιώργο! του χαμογέλασε η Μαρίνα
-Καλώς τον άντρα του σπιτιού μου!
-Ο άντρας του σπιτιού σου, πεινάει σαν λύκος!
-Θα μείνεις να φάμε μαζί Μαρινάκι ε;
-Όχι! Πέμπτη σήμερα, δουλεύω και το απόγευμα! Πρέπει να φύγω!
*****
Γυρνώντας στο σπίτι το βράδυ, η Μαρίνα έκανε ένα ζεστό μπάνιο και κάθισε στο κρεβάτι της. Χτες τέτοια ώρα ήταν μαζί του… Πήρε το κινητό της στο χέρι της,
“Ξέχασες στο σπίτι μου ένα σκουλαρίκι σου! Είναι άμεση ανάγκη να στο δώσω!” χαμογέλασε ξαναδιαβάζοντας το πρωινό του μήνυμα.
“Άλλη θα το ξέχασε. Εγώ τα φοράω και τα δυο!” ήταν η απάντησή της
“Δεν σε πιστεύω! Να περάσεις το βράδυ απ’ το μαγαζί να μου τα δείξεις!”
Με το που σχόλασε απ’ τη δουλειά της, πήγε κατευθείαν στο εστιατόριο του Άρη. “Είμαι έξω απ’ την είσοδο άπιστε Θωμά!” του έγραψε και σε λίγο εκείνος ήταν μπροστά της. Χαμογέλασε πλατιά με το που την είδε, την αγκάλιασε και την φίλησε. Του χαμογέλασε κι εκείνη…
-Δεν θέλεις να έρθεις μέσα;
-Θα πάω στο σπίτι. Κάποιος δεν μ’ άφησε να κοιμηθώ πολύ χτες!
-Και πότε θα σε ξαναδώ;
-Την Κυριακή;
-Σήμερα είναι Πέμπτη! Το θυμάσαι ε;
-Δουλεύουμε κι οι δυο αύριο και μεθαύριο το βράδυ. Το θυμάσαι ε;
-Είσαι δική μου πια. Το θυμάσαι ε;
Σκεφτόταν την συνάντησή τους λίγη ώρα πριν… Πόσα χρόνια είχε να νιώσει τόσο ενθουσιασμένη! Αυτόν τον άντρα δεν τον ήξερε καλά κι όμως ένιωθε σαν να τον ήξερε από πάντα! Ήταν τόσο οικεία η αγκαλιά του, το φιλί του, το σώμα του… Της ενέπνεε σιγουριά κι εμπιστοσύνη, συναισθήματα που μια φορά είχε δώσει σε άντρα κι όμως την πρόδωσε. Ο Άρης όμως ήταν διαφορετικός, το ήξερε. “Σε σκέφτομαι…” έγραψε στο κινητό της, αλλά το έσβησε χωρίς να του το στείλει. “Βιάζεσαι Μαρίνα!” σκέφτηκε. Κι αυτή η ουλή στο στήθος του… πόσο ταράχτηκε όταν την είδε! Έμοιαζε τόσο πολύ με την πληγή που έβλεπε στον εφιάλτη της! Μια κάθετη πληγή σ’ ένα παιδικό στέρνο… Τι παιχνίδια κάνει το μυαλό τελικά; Πώς στο καλό τα συνδύασε έτσι; Και έκανε και τον Άρη να νιώσει άσχημα.
Το μάτι της έπεσε στην φωτογραφία που της είχε στείλει η κυρία Ελένη. Την είχε αφήσει πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι της. Την πήρε στα χέρια της και την κοίταξε. Τα πρόσωπα της φωτογραφίας, ο παππούς και η γιαγιά της. Στο μυαλό της ήρθε η Ανθή κι ο Νίκος, της είχαν λείψει! Το διάστημα που πέρασε, μαλάκωσε τον θυμό που ένιωθε για εκείνους. Ίσως πήγαινε από εκεί την Κυριακή. Την Κυριακή βέβαια είχε πει στον Άρη ότι θα βρεθούν. Ίσως πεταγόταν για λίγο στη Ροδόπολη. Τις σκέψεις της διέκοψε ο ήχος του κινητού της. Μήνυμα από τον Άρη, “Σε σκέφτομαι…”.
*****
Μέχρι το Σάββατο δεν συναντήθηκαν. Μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο κι αντάλλασσαν μηνύματα, αλλά και οι δυο περίμεναν την Κυριακή για να τα πούνε από κοντά. Λίγο πριν τις 3 τα ξημερώματα, η Μαρίνα έσπρωχνε την πόρτα του “Late”. Επιτέλους είχε σχολάσει! Δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει σπίτι της, να κάνει ένα μπάνιο και να ξαπλώσει. Είχαν κανονίσει με τον Άρη να βρεθούν το πρωί και να μείνουν μαζί μέχρι το μεσημέρι, που εκείνος θα έπρεπε να πάει στο εστιατόριο και μετά η Μαρίνα να φύγει για το πατρικό της.
-Είναι επικίνδυνο μια γυναίκα να κυκλοφορεί μόνη τέτοια ώρα! άκουσε μια φωνή πίσω της
Γύρισε το κεφάλι της απότομα κι είδε έναν άντρα με μηχανή και κράνος να την κοιτάζει. Τρόμαξε… αυτό της έλειπε βραδιάτικα!
-Έλα να σε πάω σπίτι! της είπε και έβγαλε το κράνος
Ήταν ο Άρης. Πήγε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε.
-Με τρόμαξες, το ξέρεις; του είπε
-Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε, το ξέρεις; της απάντησε
Όταν η Μαρίνα άνοιξε τα μάτια της, ήταν ήδη 9 το πρωί. Ο Άρης δεν ήταν στο κρεβάτι. Τον είδε να στέκεται όρθιος κρατώντας μια κούπα καφέ και κοιτάζοντας έναν πίνακά της.
-Καλημέρα!
-Δεν ήξερα ότι ζωγραφίζεις…
-Δεν είναι τίποτα. Έτσι, για να περνάει η ώρα… του είπε και πήγε πίσω του αγκαλιάζοντάς τον απ’ τη μέση
-Κι αυτό; Τι απεικονίζει; την ρώτησε
Η Μαρίνα κοίταξε τον πίνακα που της έδειχνε ο Άρης. Ήταν μια απ’ τις τελευταίες προσπάθειές της να δώσει μορφή στον εφιάλτη της. Μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια…
*****
Στο δρόμο προς τη Ροδόπολη, καθώς οδηγούσε, σκεφτόταν πως είχε αρκετό καιρό να δει τον εφιάλτη της. Τα τελευταία βράδια κοιμόταν γαλήνια. Σκέφτηκε πάλι τον Άρη και χαμογέλασε. Δυνάμωσε τη μουσική και πάτησε το γκάζι…
Όταν έφτασε στο σπίτι, είδε πως το αυτοκίνητο των γονιών της δεν ήταν στην αυλή. Πάρκαρε στο δρόμο και προχώρησε στο σπίτι. Φώναξε, αλλά δεν πήρε κάποια απάντηση. Έσπρωξε την πάντα ξεκλείδωτη πόρτα, αλλά ήταν κλειστή. “Μα πού πήγαν μεσημεριάτικα;” αναρωτήθηκε. Έπιασε το κινητό της και τηλεφώνησε στη Ανθή. Η Ανθή της είπε ότι ήταν στις Σέρρες και μόλις είχαν μπει στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουν στο σπίτι. Σε μία ώρα το πολύ θα ήταν εκεί. Η Μαρίνα άνοιξε με τα κλειδιά της και μπήκε στο πατρικό της.
Η πόρτα κλείνοντας πίσω της, έκανε αυτό το χαρακτηριστικό τρίξιμο, αυτό για το οποίο χρόνια τώρα γκρίνιαζε η Ανθή στο Νίκο κι εκείνος πάντα αμελούσε να διορθώσει. Χαμογέλασε… Το σπίτι ήταν καθαρό και τακτοποιημένο όπως πάντα! Η Ανθή είχε εμμονή με την καθαριότητα. Με την καθαριότητα και με τα παλιά πράγματα. Δεν της άρεσε να πετάει τίποτα! Αυτός ήταν ένας απ’ τους μόνιμους καβγάδες της με τον Νίκο. Κρατούσε στη ντουλάπα της ρούχα 20ετίας που δεν της χωρούσαν καν! Από πάντα η Μαρίνα θυμόταν την ντουλάπα της μαμάς της να ασφυκτιά κι εκείνη να φοράει μετρημένα στα δάχτυλα, ρούχα. Κρατούσε κουτιά με ζωγραφιές των κοριτσιών, ακόμη κι αν ήταν απλά μουτζούρες, τις εργασίες τους απ’ το σχολείο, κάρτες γενεθλίων, κούτες ολόκληρες γεμάτες στην αποθήκη! Φώναζε ο Νίκος, φώναζε κι αυτή… στο τέλος πάντα περνούσε το δικό της! Ήταν πεισματάρα η Ανθή, πεισματάρα κι εγωίστρια! Παρόλα αυτά τους αγαπούσε όλους πολύ! Θα έδινε και τη ζωή της για την οικογένειά της! Κι ο Νίκος την αγαπούσε και εις γνώσιν του την άφηνε να κάνει κουμάντο σε όλα, να είναι η “κολόνα του σπιτιού” όπως συνήθιζε να την λέει.
Η Μαρίνα κοίταξε με νοσταλγία γύρω της. Το καθιστικό, η κουζίνα, το δωμάτιο των γονιών της στο βάθος, το παιδικό δωμάτιο… Περπάτησε με αργά βήματα στο διάδρομο. Στον τοίχο υπήρχαν φωτογραφίες, δικές της και της Φανής. Φωτογραφίες από το νηπιαγωγείο, από το δημοτικό, από εκείνη την εκδρομή που είχαν πάει οικογενειακώς στην Αθήνα. Χαμογέλασε… σ’ αυτές τις φωτογραφίες αποτυπωνόταν ολόκληρη η ζωή της! Τα παιδικά της χρόνια με δυο ανθρώπους που μπορεί να μην ήταν γονείς της, αλλά στάθηκαν δίπλα της σαν να ήταν. Απ’ την πρώτη στιγμή. Ακόμη και στις φωτογραφίες που ήταν μωρό και την κρατούσε η μητέρα της, η Ανθή κι ο Νίκος ήταν πάντα εκεί.
Στο τέλος του διαδρόμου ήταν η αποθήκη. Εκεί φυλούσε η Ανθή όλα τα πράγματα του παρελθόντος. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε γύρω της. Σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη στον τοίχο, είχε όλα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες, καθώς και τα βιβλία των κοριτσιών, τις εργασίες τους… Άναψε το φως και χαμογέλασε. Όλα στη θέση τους και τακτοποιημένα. “Πώς καταφέρνεις να κρατάς το χώρο καθαρό με τόση σαβούρα;” άκουσε στ’ αυτιά της τη φωνή του Νίκου. Συνέχεια της το ρωτούσε αυτό! Χάιδεψε με τα δάχτυλά της τα άλμπουμ που έστεκαν τακτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τράβηξε ένα στην τύχη. Ήταν απ’ το γάμο της Ανθής και του Νίκου. Κοίταξε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πόσο ευτυχισμένη έδειχνε η Ανθή! Στο πλάι της ο Νίκος, σοβαρός όπως πάντα. Το ξαναέβαλε στη θέση του και τράβηξε ένα άλλο. Ήταν από… τις σκέψεις της διέκοψε ένας ήχος. Όπως τράβηξε το άλμπουμ, κάτι έπεσε στο πάτωμα. Ήταν ένας καφέ φάκελος. Έσκυψε και τον πήρε στα χέρια της. Δεν έγραφε κάτι απ’ έξω. Τον άνοιξε και είδε πως μέσα είχε παλιούς λογαριασμούς νερού και ηλεκτρικού κι ένα ζευγάρι κλειδιά. Ήταν περασμένα σ’ έναν κρίκο, μ’ ένα πλαστικό ταμπελάκι που έγραφε “Περαία”.
Άκουσε το αυτοκίνητο του Νίκου να μπαίνει στην αυλή, άφησε το φάκελο πάνω στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα της αποθήκης και βγήκε να τους υποδεχτεί. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν κι η Ανθή την μάλωσε που δεν την ενημέρωσε πριν πάει και δεν είχε φτιάξει κάτι καλό για φαγητό. “Όλα τα φαγητά σου είναι τέλεια!” της απάντησε η Μαρίνα. Έφαγαν όλοι μαζί και συζήτησαν για ώρα. Η Ανθή δεν γινόταν να μην προσέξει την καλή διάθεση της κόρης της και όταν πήγαν στην κουζίνα οι δυο τους για να φτιάξουν καφέ, την ρώτησε τι συμβαίνει.
-Τίποτα μαμά! Τίποτα καινούριο. Απλά μου λείψατε και χάρηκα πολύ που σας είδα μετά από τόσο καιρό.
-Δεν θέλω να ξαναχαθείς έτσι! Ξέρεις πόσο σ’ αγαπάμε!
-Ξέρεις γιατί χάθηκα μαμά…
Η Ανθή σταμάτησε να ανακατεύει τον καφέ και γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Έμεινε να την κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα πριν της γυρίσει πάλι την πλάτη, για να κατεβάσει τα φλιτζάνια απ’ το ντουλάπι.
-Ήταν απλά μια παρεξήγηση! Δεν γνωρίζω κάτι παραπάνω απ’ αυτά που σου έχω ήδη πει… της είπε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει
-Ωραία λοιπόν, θέλω να μου πείτε όλα όσα ξέρετε! Ξανά! Απ’ την αρχή! Προσπαθώ να βγάλω μια άκρη!
Κάθισαν όλοι μαζί στο σαλόνι και πίνοντας τον καφέ τους, η Ανθή της εξιστόρησε ξανά την ιστορία της μητέρας της. Της είπε πώς γνωρίστηκαν, της είπε ότι η Βασιλική την ενημέρωσε για την εγκυμοσύνη της, χωρίς όμως να της αποκαλύψει ποτέ το όνομα του άντρα που την άφησε έγκυο. Της είπε πως η Βασιλική ήρθε μαζί τους στην Περαία, πως στην αρχή έμεναν όλοι μαζί και όταν η Μαρίνα έγινε περίπου 6 μηνών, η Βασιλική μετακόμισε σε δικό της σπίτι. Όταν η Βασιλική τράκαρε και σκοτώθηκε, εκείνοι κράτησαν τη Μαρίνα και λίγο καιρό αργότερα ήρθαν όλοι μαζί στη Ροδόπολη κι εγκαταστάθηκαν εδώ.
-Ούτε όταν πέθανε η μαμά μου, δεν ήθελε να με γνωρίσει ο παππούς μου;
-Ο παππούς σου είχε ήδη πεθάνει όταν σκοτώθηκε η Βασιλική, Μαρίνα μου. Εγώ ο ίδιος τηλεφώνησα στην Κρήτη τότε για να τον ενημερώσω για το ατύχημα… της είπε ο Νίκος
-Γιατί δεν μου το είπατε ποτέ αυτό;
-Τι νόημα θα είχαν όλες αυτές οι λεπτομέρειες; είπε ο Νίκος
-Για το καλό σου μωρό μου! Θέλαμε όσο γινόταν να αφήσεις πίσω σου όλα αυτά. Δεν είχες να κερδίσεις κάτι, παρά μόνο να στεναχωριέσαι! συνέχισε η Ανθή
-Και τα πράγματα της μαμάς μου; Τα ψάξατε; Ίσως εκεί να υπήρχε κάποιο στοιχείο, κάποιο χαρτί… δεν ξέρω!
-Εγώ ο ίδιος άδειασα το σπίτι της Βασιλικής! Δεν υπήρχε τίποτα εκεί! είπε ο Νίκος
-Και τι έκανες με τα πράγματά της;
-Τα πέταξα κορίτσι μου! Είδα πως δεν υπήρχε τίποτα σημαντικό και τα πέταξα! Κράτησα κάποιες φωτογραφίες μόνο και κάποια δικά σου έγγραφα, ληξιαρχικές πράξεις και τέτοια…
-Μα πώς γίνεται να μην υπήρχε τίποτα; φώναξε η Μαρίνα
-Μαρίνα αν γνωρίζαμε κάτι παραπάνω θα στο είχαμε ήδη πει! Γιατί βασανίζεις το μυαλουδάκι σου με παλιές ιστορίες;
-Μαμά δεν είμαι μωρό πια! Θέλω να μάθω ποιος είναι ο πατέρας μου! Έχω δικαίωμα να ξέρω ποιος είναι!
-Μαρίνα εγώ είμαι ο πατέρας σου! φώναξε ο Νίκος
Η Ανθή τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ο Νίκος έδειχνε θυμωμένος. Η Μαρίνα πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε.
-Αυτό δεν θ’ αλλάξει ποτέ! Εσύ είσαι ο μπαμπάς μου και σ’ αγαπάω όσο τίποτα! Κανείς δεν θα μπορούσε να πάρει ποτέ τη θέση σου!
Η Μαρίνα ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να της πουν κάτι παραπάνω. Ακόμη κι αν υπήρχε κάτι που γνώριζαν.
Είχε ήδη νυχτώσει. Έπρεπε να φύγει. Όταν βγήκε στον κεντρικό δρόμο με το αυτοκίνητο, έβγαλε κάτω απ’ τη μπλούζα της έναν καφέ φάκελο. Έναν καφέ φάκελο με παλιούς λογαριασμούς κι ένα ζευγάρι κλειδιά, περασμένα σ’ έναν κρίκο, μ’ ένα πλαστικό ταμπελάκι που έγραφε… “Περαία”.
Κική Γιοβανοπούλου
Συνεχίζεται…
Μία απάντηση στο “Κόκκινη Κλωστή – 8”
[…] Προηγούμενο […]