Πόρτα κλειστή. Χώρος γεμάτος υδρατμούς. Ζεστό νερό τρέχει άφθονο. Τρέχει και γεμίζει τον χώρο με αυτό το γλυκό τοπίο θολούρας. Κλείνει η βρύση. Ανοίγει η κουρτίνα μπάνιου και ξεχειλίζει στο ευρύχωρο δωμάτιο νέο κύμα ομίχλης. Καθρέφτης θαμπός από ατμό. Καθρέφτης που δεν αντικατοπτρίζει κάτι. Εκείνη στέκεται μπροστά του. Ακίνητη. Τυλιγμένη με την πετσέτα. Στέκεται και περιμένει. Κλείνει τα μάτια. Για μερικά δευτερόλεπτα. Τα ανοίγει ξανά. Ο καθρέφτης θαμπός. Τα μάτια σκέφτεται να κλείσει ξανά. Το μετανιώνει. Γυρίζει αργά και ανοίγει την πόρτα. Δροσερός αέρας εισβάλει στο μπάνιο. Αναρωτιέται πώς. Θυμάται. Έχει ξεχάσει την μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου ανοιχτή. Αφήνει την πετσέτα πάνω στο καλοριφέρ. Ρούχα αρχίζουν και σκεπάζουν το κορμί της. Ο καθρέφτης σιγά σιγά δείχνει κομμάτια από ό,τι αντικρίζει. Υποχωρούν οι υδρατμοί και φαίνονται κομμάτια του μοντέρνου χώρου. Μπάνιο καθαρό και τακτοποιημένο. Εκείνη πιάνει μια χτένα και πλησιάζει τον καθρέφτη. Μαλλιά μακριά, κατάμαυρα και ίσια. Τα χτενίζει ήρεμα. Χτενίζει και το είδωλό της στέκει να κοιτάει. Πρόσωπο όμορφο, μα τόσο θλιμμένο. Μαλλιά που ξεμπλέχτηκαν πηγαίνουν προς τα πίσω. Ένας ψηλός λαιμός αρχίζει να φαίνεται. Λαιμός άσπρος. Ψηλός άσπρος λαιμός. Με μαύρα σημάδια γύρω του. Μελανιές τριγύρω του. Μελανιές από δάχτυλα που έσφιξαν δυνατά. Η εικόνα τους την κάνει να τρέμει. Θυμάται και τρέμει. Πηγαίνει γρήγορα στην κουζίνα και πίνει ένα ποτήρι νερό. Κάθεται σε μια καρέκλα. Στην καρέκλα. Η καρέκλα που σωριάστηκε τα ξημερώματα που έγιναν τα μαύρα σημάδια.
Σκέφτεται τα γεγονότα της μέρας αυτής. Γεγονότα που άρχισαν να γίνονται συνήθεια τελευταία. Εκείνη και αυτός είχαν από νωρίς το απόγευμα μια διαφωνία. Εκείνη προσπαθούσε να εξηγήσει ήρεμα. Επιχειρήματα, παραδείγματα, συζήτηση για επίλυση. Μάταια. Προτάσεις με λογική, λέξεις προσεχτικά ειπωμένες, λόγος πράος. Αυτός απαθής. Ούτε το βλέμμα του δεν της χάρισε. Οι φόρμες του άλλαξαν γρήγορα σε τζιν και πουκάμισο. Τα μαλλιά του «φτιάχτηκαν» προσεχτικά στον καθρέφτη. Και το σώμα του μοσχοβόλησε από το άρωμα που εκείνη του είχε χαρίσει. Τότε μόνο της αποκρίθηκε. Μίλησε μόνο για να την προσβάλει. Εκείνη δημιουργούσε καταστάσεις. Εκείνη χαλούσε την ατμόσφαιρα. Εκείνη δεν εκτιμούσε. Αυτός προσπαθούσε. Αυτός πνιγόταν. Αυτός θα έβγαινε να πάρει αέρα. Βγήκε. Νωρίς το απόγευμα. Γύρισε ξημερώματα. Εκείνη είχε αποκοιμηθεί. Στον καναπέ για ακόμη μια φορά. Περιμένοντας πάλι τον γυρισμό του. Κλαίγοντας. Αποκοιμήθηκε κλαίγοντας, επειδή δεν ήταν αρκετά καλή. Αυτός γύρισε μυρίζοντας κάπνα. Κάπνα και αρώματα που θα μπορούσε εκείνη να φοράει. Αυτός πλησίασε. Την σκούντησε να ξυπνήσει. Να σηκωθεί να κοιμηθούνε μαζί. Του ζήτησε να την αφήσει να κοιμηθεί. Θα τα συζητούσαν το πρωί. Ήρεμα και με καθαρό μυαλό. Αυτός επέμενε, εκείνη έπρεπε να αφήσει τις υπερβολές, δεν είχαν να συζητήσουν, να κοιμηθούν απλά μαζί και όλα μια χαρά. Εκείνη επέμενε, η κούραση είναι κακός σύμβουλος και ακόμη χειρότερος συνομιλητής.
Αφύπνιση από τα σκουντήματα και σκέψεις από την ομιλία, ο ύπνος την αποχαιρέτησε. Εκείνη σηκώθηκε. Ζήτησε εξηγήσεις, ο αέρας τον πήρε και τον σήκωσε αντί να τον ηρεμήσει όπως φάνηκε. Και ήταν αρκετές πλέον οι φορές που συνέβη κάτι τέτοιο. Αυτός απαθής. Αγέρωχη εκείνη. Εξηγήσεις περίμενε, η απλή βόλτα έγινε βαρβάτο ξενύχτι. Εκείνη αναρωτήθηκε αν η παρέα του ήταν γνώριμη και στην ίδια. «Με πουτάνες γύριζα, έχεις πρόβλημα;». Η απάντηση του την σόκαρε. Ήθελε να φωνάξει, να απαιτήσει το δίκιο της, να του δώσει να καταλάβει πως εκείνη δεν τον πίεσε ποτέ. Πως τέτοια συμπεριφορά δεν άξιζε σε κανέναν. Ειδικά από κάποιον που διατυμπάνιζε την αγάπη του και βιαζόταν ο ίδιος για συγκατοίκηση, γνωριμίες γονέων, μωρά και όλα τα επακόλουθα. Αυτός γύρισε την πλάτη του να φύγει. Πάλι. Εκείνη φούντωσε. Αυτή την φορά θα την άκουγε. Θα το έκανε με τον δικό του τρόπο. Άρπαξε το χέρι του και το μόνο που πρόλαβε να πει «Άκουσε να σου πω…». Μια φράση μόνο από το στόμα της. Η φωνή χάθηκε. Δυο χέρια έσφιγγαν το λαιμό της. Η ανάσα της βάρυνε. Το σφίξιμο δυνατότερο. Το μυαλό της έψαχνε λύση. Φοβισμένο, έψαχνε σανίδα σωτηρίας. Το σώμα της όμως ακίνητο. Άβουλο δεχόταν τον πόνο. Ήχος πόρτας που κλείνει. Ήχος προερχόμενος από το διπλανό διαμέρισμα. Ήχος που ελευθέρωσε τον λαιμό της. Η καρέκλα δέχτηκε το σαστισμένο πλάσμα.
Αυτός εμφανίστηκε με τις πιτζάμες. Η επιμονή του ίδια. Να κοιμηθούν. Μαζί. Τα πράγματα θα είναι μια χαρά. Δεν έγινε κάτι που λιγάκι τον νεύριασε. Μια άσχημη συμπεριφορά από μεριά της. Και ένα μικρό ξέσπασμα δικό του. Συμβαίνουν αυτά σε όλους τους ερωτευμένους. Η αγάπη του μεγάλη και δεν χάνεται με ένα μικρό λάθος. Άτυχη στιγμή που θα ξεχάσουν όταν ξυπνήσουν. Εκείνη μετράει τα λόγια της. Έχει απόλυτο δίκιο. Να πάει ο ίδιος για ύπνο και εκείνη θα ακολουθήσει, αφού πάει πρώτα στο μπάνιο. Περνούν μερικά λεπτά. Ροχαλητό ακούγεται και εκείνη βγαίνει. Είναι σαστισμένη. Αυτό το σπίτι δεν είναι πια το ασφαλές μέρος που ονειρεύτηκε. Σκέψεις πολλές. Πιθανά σενάρια φυγής. Πιθανοί σύμμαχοι. Τα χέρια της πιάνουν το κινητό της και τα δάχτυλα της ψάχνουν. «Μαμά». Η κλήση απαντήθηκε. Τυπικές κουβέντες χαιρετισμού. Ερωτήσεις για τι μαγείρεψε, αν είναι το σπίτι εντάξει, αν το παλικάρι είναι καλά. Εκείνη διστάζει. Παίρνει βαθιά ανάσα και ξεστομίζει πως σκέφτεται να γυρίσει, στο πατρικό. Να χωρίσει. «Ούτε να το σκέφτεσαι. Σου το είχα πει! Έναν θα φέρεις στο σπίτι μας και θα είναι ο ένας! Αυτός μπήκε, αυτόν γνωρίσαμε, με αυτόν θα πορευτείς. Άλλωστε πού θα βρεις καλύτερο; Εσύ και καλύτερο;». Εκείνη μετρά τις κουβέντες της. Έχει δίκιο η μανούλα. Θα σοβαρευτεί και θα πράξει το σωστό. Σίγουρα την μεγάλωσε να ξέρει το σωστό. Τέλος της κλήσης.
Η καρέκλα άδεια. Εκείνη στον νεροχύτη. Πλένει το ποτήρι. Μαζί με κάποια πιάτα από το πρωινό. Αναλογίζεται την κατάσταση. Μια κατάσταση που της ήταν γνωστή, από ακούσματα. Είχε διαβάσει τέτοιες ιστορίες. Τις είχε δει σε ταινίες. Πίστευε πως δεν θα συμβούν σε αυτή. Πίστευε. Βρύση κλειστή. Τα πάντα είναι καθαρά και τακτοποιημένα στην θέση τους. Εκείνη κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιο. Κλείνει την μπαλκονόπορτα. Κάθεται στο κρεβάτι και ελέγχει την βαλίτσα. Μέσα της τα απολύτως απαραίτητα. Ρούχα, εσώρουχα, είδη προσωπικής φροντίδας. Μαζί με τα αγαπημένα της βιβλία και μερικές φωτογραφίες στιγμών που θέλει να κρατήσει. Που θέλει η ίδια να θυμάται. Κανένα δώρο δικό του. Καμιά φωτογραφία μαζί του. Κλειστό φερμουάρ. Βαλίτσα έτοιμη, δίπλα στην εξώπορτα. Εκείνη στον καθρέφτη. Το έντονο κραγιόν κάνει το χαμόγελό της ακόμα πιο υπέροχο. Έλεγχος στην τσάντα. Πορτοφόλι, ταυτότητα, γυαλιά ηλίου και ένα μπουκάλι νερό. Βάζει και το κινητό. Το καινούριο κινητό. Με τον νέο αριθμό και τις μετρημένες επαφές. Το παλιό της κινητό δονείται. Στην οθόνη «Μαμά». Η φωνή της σταθερή. Χαρούμενη. «Όλα καλά μανούλα. Μαγειρεύω. Μα φυσικά το αγαπημένο του. Όλα σωστά και τακτοποιημένα. Θα τα πούμε.». Το παλιό κινητό στο τραπεζάκι υποδοχής. Μαζί με τα κλειδιά της. Τα κλειδιά των σπιτιών της. Του συντρόφου της και του πατρικού της. Η πόρτα κλείνει. Ήχος λυτρωτικός. Το ασφαλές μέρος της την περιμένει. Κάπου εκεί έξω. Κάπου που θα είναι ελεύθερη.
Δαργανάκη Μαρία