,

Μιχάλης

Η Ελπινίκη, είναι δημοσιογράφος και συνηθίζει να επισκέπτεται διάφορα μέρη με ιδιαίτερες συνθήκες, ώστε να κάνει ρεπορτάζ για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ. Η αποστολή της αυτή τη φορά ήταν μία επίσκεψη στις φυλακές ανηλίκων… Είχε ιδιαίτερη αγωνία για το τι θα συναντούσε, μιας και δεν κατάλαβε ποτέ πώς είναι δυνατόν ένα παιδί να οδηγηθεί σε μία αξιόποινη πράξη. Είχε κανονίσει από πριν να κάνει μία συζήτηση με το παιδί που έκανε το σοβαρότερο, μα και το πιο ιδιαίτερο κακούργημα, τον φόνο ενός συμμαθητή του και της έφεραν τον Μιχάλη. Έμεινε άφωνη όταν τον είδε. Ήταν ένα παιδί που από το πρόσωπό του και το βλέμμα του φαινόταν καλοσυνάτο και ήρεμο. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, πως είχε κάνει μία τέτοια πράξη…

Πριν ξεκινήσει να του κάνει ερωτήσεις, της ζήτησε ο ίδιος να κάνει αρχικά μια αναδρομή στο παρελθόν, ώστε να καταλάβει τις συνθήκες που τον οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Έτσι, στη συνέχεια ξεκίνησε να της αφηγείται την ιστορία του από την αρχή της ζωής του.

«Ήμασταν σε μία τάξη του Δημοτικού. Μαθαίναμε να διαχωρίζουμε τους αριθμούς σε μονούς και ζυγούς. Έμαθα τόσο εύκολα να τους ξεχωρίζω, ίσως πιο εύκολα απ’ όλους! Όχι από αγάπη προς τα μαθηματικά, μα διότι ήταν για μένα οι πιο χρήσιμοι. Μονός ήταν και ο αριθμός της τάξης μας, έτσι πάντοτε κάποιος περίσσευε όταν έπρεπε να χωριστούμε σε δυάδες και αυτός ο κάποιος ήμουνα πάντοτε εγώ. Με αυτόν τον τρόπο εμπέδωσα πολύ καλά, ότι οι μονοί αριθμοί δεν διαιρούνται με το δύο. Κάθε φορά ευχόμουν να λείπει ένας από την τάξη και όχι δύο, ώστε ο αριθμός να γίνει ζυγός. Κάπως έτσι έμαθα να τους διακρίνω… Αγαπούσα τους ζυγούς αριθμούς, όχι γιατί ήθελα να συνεργαστώ με κάποιον από ‘κείνους, αλλά γιατί αλλιώς έπρεπε να υποστώ τον χλευασμό τους σαν έμενα στην άκρη. Στη συνέχεια να υπομείνω την ταπείνωση όταν μου ζητούσε η δασκάλα να διαλέξω μια δυάδα. Την ταπείνωση να βλέπω το χαιρέκακο βλέμμα τους, καθώς γελώντας κουνούσαν τα χέρια τους, κάνοντας νεύματα απέχθειας. Δεν αντιδρούσα…

Γεννήθηκα με ένα φίμωτρο στο στόμα και με ένα κατάλευκο χρώμα, σε κάθε σημείο πάνω μου. Στο δέρμα μου, σε όλη την έκταση των μαλλιών μου, ακόμη και οι κόρες των ματιών μου ήταν διαφανείς. Η διάγνωση έγινε από τη στιγμή που γεννήθηκα… Αλφισμός είπαν, περίπτωση 1/20.000… Οι γονείς μου προσπαθούσαν να μου ‘’περάσουν’’, πως είμαι ξεχωριστός, πολύτιμος και όπως όλα τα ανεκτίμητης αξίας πράγματα υπάρχουν σε μικρότερη ποσότητα στη γη και δημιουργούνται με μικρότερη συχνότητα, έτσι και η ιδιαιτερότητά μου… Μα αυτό το παραμύθι γκρεμίστηκε μέσα μου από τα πρώτα βήματά μου στον έξω κόσμο. Τότε, που κέντριζα όλα ‘κείνα τα γεμάτα απορία βουλιμικά βλέμματα των περαστικών και μάλιστα πολλοί αδαείς σταματούσαν και ρωτούσαν με οίκτο τη μητέρα μου, εάν είμαι σοβαρά άρρωστος. Όταν πήγα σχολείο, τα πράγματα χειροτέρεψαν κατά πολύ, μιας και ήμουν πάντοτε αντικείμενο σχολιασμού. Δεν είχα φίλους… Πάντοτε καθόμουν μόνος μου, κρυμμένος πίσω από μια κολώνα. Εάν έβλεπες κάποιον δίπλα μου, θα ήταν σίγουρα κάποιος κακόβουλος που με ρωτούσε απορίες για την κατάστασή μου, με μόνο σκοπό να με κάνει να νιώσω άσχημα. Δεν με χαρακτήριζαν στοιχεία όπως το αγαπημένο μου χρώμα, το αγαπημένο μου παιχνίδι, το κατοικίδιο ή το άθλημα που αγαπούσα, αφού κανείς δε με ρωτούσε… Ήμουν μονάχα η εξωτερική μου εμφάνιση. Συχνά με αποκαλούσαν «Το αγόρι φάντασμα» και σατίριζαν την συνήθειά μου να φοράω γυαλιά ήλιου κάθε φορά που έβγαινα από το σχολικό κτίριο, λέγοντας πως το κάνω για να μην τρομάξω τα μικρότερα παιδιά, ενώ έπρεπε απλά να προστατεύσω τα ευαίσθητα στο φως μάτια μου.

Σε όλα αυτά ήμουν απλά ένας παθητικός θεατής, σαν να μην αφορούσαν εμένα, μα κάποιο άλλο, ξένο για μένα πρόσωπο. Πολλές φορές, απαντούσα ευγενικά και ενημερωτικά σαν να επρόκειτο, απλά για μία φιλική συζήτηση. Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός, δεν το λες ευχάριστα, μα ακόμα και τα χειρότερα βιώματα όταν επαναλαμβάνονται γίνονται συνήθεια, αφού δεν έχεις μάθει πώς είναι η ζωή δίχως αυτά και είναι επικίνδυνο, μα πολύ επικίνδυνο πράγμα, να γίνεται κομμάτι σου η θλίψη… Κάπως έτσι έφτασα στην Γ’ Γυμνασίου. Ήμουν άριστος μαθητής, αφού το διάβασμα ήταν η πρώτη μου διέξοδος και η δεύτερη η ζωγραφική. Αγαπούσα τις ζωγραφιές με χρώματα, ώστε να ξεχνάω για λίγο την έλλειψη χρωμάτων που χαρακτήριζε τόσο το παρουσιαστικό μου, όσο και τη μουντή ζωή μου.

Ήρθε όμως εκείνη η μέρα, που άλλαξε τα πάντα… Η μέρα αυτή που τα πράγματα ξεπέρασαν κάθε όριο… Ενώ οι διδακτικές ώρες είχαν τελειώσει, είχα μπει πριν φύγω στις σχολικές τουαλέτες και προτού προλάβω να κλειδώσω την πόρτα, εισέβαλλε ένας συμμαθητής μου. Με χτύπησε και με έγδυσε με τη βία, λέγοντας πως ήθελε να μάθει εάν αυτό που έκρυβα μέσα από το παντελόνι μου, ήταν κάτασπρο σαν το δέρμα μου. Αφού του λύθηκε η απορία, έφυγε τρέχοντας κι εγώ εκείνη την ώρα ένιωσα πρώτη φορά το σώμα μου να φλέγεται από οργή κι εκείνο το φίμωτρο που είχα στο στόμα να τρεμοπαίζει, έτοιμο να ξεκολλήσει από τις άγριες κραυγές που καταπίεζα… Δεν ένιωθα στενοχώρια, μα ένα μίσος που δε μπορούσα να δαμάσω… Άργησα να γυρίσω στο σπίτι, όμως όταν έφτασα, δεν μίλησα σε κανέναν γι’ αυτό…

Το επόμενο πρωί πήγα από νωρίς στο σχολείο… Ήξερα ότι ο θύτης μου έρχεται μόνος του από τους πρώτους και τον περίμενα απ’ έξω, έχοντας στην τσέπη μου έναν κοφτερό σουγιά. Με κοίταξε γελώντας, μα πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη, του κάρφωσα τον σουγιά βαθιά στην καρδιά. Είχε πέσει χάμω κι ενώ αιμορραγούσε τον κοιτούσα με ένα άρρωστο χαμόγελο. Δεν σκεφτόμουν τίποτε’ άλλο πέρα από την ακραία εκδίκηση που πήρα, πως αυτή τη φορά ήμουν εγώ ο θύτης, ήμουν ο δυνατός της υπόθεσης. Λιγότερο από ένα λεπτό μετά, στο σημείο αυτό μαζεύτηκαν μαθητές, καθηγητές, περαστικοί και δεν άργησε να φτάσει και η αστυνομία. Αδίστακτα, είπα με υπερηφάνεια «Εγώ το έκανα!». Δεν ένιωθα τρόμο ή μετάνοια, ακόμα και τη στιγμή που μου περνούσαν χειροπέδες… Πέρασαν δύο χρόνια από τότε και είμαι καταδικασμένος να ζω εδώ, στις φυλακές ανηλίκων…».

Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: