,

Νύχτα αγωνίας

-Πού πας; Έφαγες; Όχι, τίποτα δεν έφαγες πάλι! Νηστικός θα ‘σαι συνέχεια παιδί μου; Θα πέσεις κάτω! Είπαμε εξετάσεις, αλλά δεν θα πεθάνουμε κιόλας! Ό,τι γίνει… του φώναξε προστατευτικά η μάνα του.
-Μια χαρά έφαγα και χόρτασα. Ανεβαίνω να κάνω επανάληψη. Μια ματιά θα ρίξω και θα την πέσω για ύπνο.
-Τις ξέρω τις ματιές που ρίχνεις! Μέχρι τα ξημερώματα ανοιχτό είναι το φως! Θα κουτουλάς αύριο! Στο θρανίο θα κοιμηθείς! Άντε να περάσουν οι βρωμοεξετάσεις να ησυχάσουμε! αναστέναξε η μάνα του βαθιά. Πες του κάτι κι εσύ που κάθεσαι σιωπηλός σαν άγαλμα! φώναξε στον πατέρα του.

Έκλεισε την πόρτα του δωματίου πίσω του. “Ό,τι γίνει…”. Σκεφτόταν τα λόγια της μάνας του. Ναι, αλλά είχαν ξεπαραδιαστεί στα φροντιστήρια και στα ιδιαίτερα, η οικογένειά του στερούταν βασικών αγαθών, όλοι έκαναν θυσίες για να πετύχει. Κανείς δεν παραπονιόταν, έτσι ήταν η οικογένεια, τουλάχιστον η δική του έτσι ήταν, η δοκιμασία του ενός ήταν δοκιμασία για όλους, αλλά δεν ήταν κανένας ηλίθιος, στην κοσμάρα του για να τον καθησυχάσει η μάνα του με την άνεση που πάλευε να του μεταδώσει. Έπρεπε να πετύχει και μάλιστα στην πόλη του. Αλλού δεν θα γινόταν να σπουδάσει, δεν είχαν το περιθώριο. Ήταν μονόδρομος.

Ω, ρε και να γίνει καμία στραβή και να μην περάσει! Άναψε την λάμπα και πήρε το βιβλίο στα χέρια. Κάτι ημερομηνίες θα ξανακοίταζε και θα έπεφτε για ύπνο. Ξεφύλλισε μερικές σελίδες χιλιοσημειωμένες, ναι, αυτό το θυμόταν κι αυτό, κι αυτό… Όμως, εκείνος δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. «Όλα χαμένα θα πάνε!» ξανασκέφτηκε την φράση που του είχε καρφωθεί στο μυαλό.

Έκανε με τα μάτια του ένα γύρο το δωμάτιό του κι έπεσε πάνω στην φωτογραφία με την τάξη του. Από το δημοτικό μαζί, όλα τα φιλαράκια του. Το κορίτσι του. Εκδρομές, γέλια, αγκαλιές! Τελικά, η κούραση κι ο ύπνος τον νίκησαν, ευτυχώς.

Το άλλο πρωί, άνοιξε την πορτούλα και μπήκε μέσα η πρωινή δροσιά και οι πρώτοι ήχοι της ημέρας. Ήταν μια πολύ όμορφη ανατολή και θα ήταν μια πολύ όμορφη μέρα. Η αυλή τους, με το τραπέζι και τις καρέκλες, όπως τις είχαν αφήσει χθες οι γονείς του πριν να ξαπλώσουν. Το τασάκι με τα αποτσίγαρα του πατέρα του, το περιοδικό με τα σταυρόλεξα της μάνας του, ένα σημειωματάκι της αδελφής του «Να σκίσεις αύριο, αδελφούλη!». Βγήκε και κάθισε να απολαύσει το δικαίωμά του σε μια «μαγική» ανατολή, όπως όλα τα πλάσματα που βιώνουν το θαύμα της ζωής.
Σε λίγο θα έπρεπε να ετοιμαστεί για να φύγει…

Πέντε καλοκαίρια αργότερα, στην ίδια αυλή, που λες κι ο χρόνος είχε παγώσει, θυμόταν εκείνα τα βράδια πριν από τις εξετάσεις των Πανελληνίων. Αν μπορούσε να μιλήσει σε εκείνον τον νεαρό τότε, θα του έλεγε πως βρισκόταν στο κατώφλι μιας νέας ζωής που δεν θα έπρεπε να τον φοβίζει, αλλά να τον ενθουσιάζει. Η καινούργια ζωή που ανοιγόταν μπροστά του θα ήταν συναρπαστική, ανεξάρτητα από την έκβαση των εξετάσεων. Δεν τέλειωναν όλα εκεί, αντιθέτως όλα άρχιζαν! Κάθε δοκιμασία που περνούσε, θα ήταν ένα εφόδιο, ένα σκαλί που θα είχε κατακτήσει. Και θα έφτανε στο όνειρό του, θα χάραζε ο ίδιος τον δρόμο του, κι αυτό δεν εξαρτιόταν από τις Πανελλήνιες, αλλά ανάλογα με το πόσο το ποθούσε κι ήταν διατεθειμένος να το κυνηγήσει. Δυστυχώς, δεν γινόταν να ταξιδέψει στο χρόνο…

Κι αν όμως τα κατάφερνε να κάνει το ταξίδι στον χρόνο, ο πιτσιρίκος εκείνος δεν θα τον πίστευε! Η πείρα των άλλων μας χρησιμεύει, αλλά ο μόνος τρόπος να μάθεις και να καταλάβεις πραγματικά κάτι, είναι να το βιώσεις! Ο μόνος αληθινός δάσκαλος είναι ο ίδιος ο χρόνος κι όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μια πρόκληση, οι διηγήσεις των άλλων δεν ωφελούν και πολύ.

Χάιδεψε το παλιό του γραφείο, στο παλιό του δωμάτιο, με τις φωτογραφίες και ψιθύρισε στον νεαρό εαυτό του, σαν να μπορούσε να τον ακούσει, «Φίλε, απλά να ξέρεις πως όλα θα πάνε καλά!».
Σε λίγο ακούστηκε η φωνή της μάνας του από το σαλόνι:
– Έλα παιδί μου για φαγητό, έχουμε καθίσει στο τραπέζι! Να τσουγκρίσουμε επιτέλους και για το πτυχίο σου!

Ασπασία Κουρέπη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: