«Μας διέλυσαν, μας λύγισαν, μα δεν κατάφεραν ποτέ να μας κάνουν να ξεχάσουμε τον τόπο μας…» είπε η γιαγιά Ελένη και δάκρυσε. Και ήταν το δάκρυ της ήρεμο, πονεμένο μα γαλήνιο πλέον, είχε καταλαγιάσει ο θυμός, ο χαμός είχε πάρει άλλη μορφή, είχε δώσει τροφή στην επιβίωση, είχε μετατραπεί σε δύναμη ζωής. Μα οι θύμησες πολλές, κατέκλυζαν τον χώρο, μας είχαν καθηλώσει, κρεμόμασταν από τα χείλη της, όπως μας διηγούνταν τα γεγονότα εκείνων των ημερών που άλλαξαν την ζωή της! Η γιαγιά είχε «πατήσει» τα εκατό, με διαύγεια και σοφία παρά την προχωρημένη ηλικία της.
Εμείς μεσήλικες πλέον, μαζί με τα παιδιά μας, να την ακούμε με δέος ακόμα μια φορά να διηγείται τον πόνο του ξεριζωμού, τον πόνο της απώλειας, τον πόνο της προσφυγιάς!
«Όταν φτάσαμε στον Πειραιά, δεν ξέραμε πού να πάμε. Δεν είχαμε πού να μείνουμε, ήμασταν πεινασμένοι και απογοητευμένοι όλοι! Μας είπαν να μείνουμε στο δημοτικό θέατρο Αθηνών, εκείνο που μετά γκρεμίστηκε. Ήταν τόσο μεγαλοπρεπές, μα έμοιαζε οξύμωρο η πολυτέλεια να στεγάζει την φτώχεια, τον μαρασμό, την ταλαιπωρία μας. Από τα θεωρεία κρέμονταν οι μπουγάδες της κάθε οικογένειας και εγώ μόνη, ορφανή από γονείς και αδέλφια όπως θα συνειδητοποιούσα αργότερα, έψαχνα να βρω την οικογένειά μου, παιδί ακόμα, πιάνοντας το χέρι της νονάς μου. Βρήκαμε μια γωνίτσα και κουλουριαστήκαμε η μια πάνω στην άλλη, να καταλαγιάσουμε την συμφορά που μας βρήκε, να παρηγορήσουμε τον θυμό, την αγωνία και την απόγνωσή μας.
Η νονά μου δεν είχε παιδιά, εύπορη οικογένεια από την Σμύρνη, ο νονός υφασματέμπορος, ζήτησαν από την μάνα μου να με μεγαλώσουν εκείνοι, ήμουν το έκτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας και αλήθεια τίποτα δεν μου έλειψε με την νονά. Τα σπίτια μας ήταν αντικριστά και έτσι ένιωθα πως με μεγάλωναν δυο οικογένειες. Δεν στερήθηκα τα αδέλφια μου, δεν στερήθηκα τους γονείς μου, είχα πάντα την ευλογία να ενώνω τους ανθρώπους, να τους κάνω χαρούμενους! Ήμουν η χαρά της ζωής και έτσι όπως με έντυναν με τα δαντελένια φορεματάκια και τις κορδέλες στα μαλλιά, έμοιαζα κούκλα πορσελάνινη».
– Τζιβαέρι μου, πρόσεχε μην λερωθείς και έχουμε επισκέψεις σε λίγο, θα έρθει ο Θείος από το Αϊβαλί! Ξεσκόνισε τα παπούτσια σου και έλα να σου πιάσω τα μαλλιά! έγνεψε η μάνα
Ο θείος Αλέξανδρος, ήρθε με το λευκό κουστούμι και το καπέλο, κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο συνοφρυωμένος, μα αγκάλιασε ένα προς ένα τα παιδιά και κάθισε να πιει τον καφέ του με τον γονείς και τους νονούς.
– Αριστείδη, Κωνσταντίνε θα φύγουμε, θα πάμε στην Ελλάδα, δύσκολα τα πράγματα με τον Κεμάλ… είπε ο θείος
– Η πατρίδα δεν θα μας αφήσει. Δεν θα συμβεί τίποτα, θα μας είχαν ενημερώσει! Εδώ είναι το βιος μας και η ζωή μας Αλέξανδρε. Θα μείνουμε! απάντησε ο πατέρας και συμφώνησαν η μάνα και οι νονοί.
Εμείς παιδάκια, δεν δώσαμε σημασία συνεχίσαμε το παιχνίδι μας. Πού να ξέραμε τι θ’ ακολουθούσε… Οι περισσότεροι πιστέψαμε ότι θα γίνονταν συμφωνίες, θα τα έβρισκαν οι δυο λαοί, θα ζούσαμε ειρηνικά ως τα βαθιά γεράματα ή αν η κατάσταση ξέφευγε, θα μας ενημέρωναν εγκαίρως να φύγουμε.
-Μετά τι έγινε, γιαγιά; ρωτά ο γιος μου με αγωνία. Η γιαγιά βγάζει από την τσέπη το μαντήλι και σκουπίζει τα μάτια της. Της είναι δύσκολο να συνεχίσει…
-Την κουράσαμε την γιαγιά Αριστείδη, πάμε να ξεκουραστεί ψυχή μου… επεμβαίνω να δώσω χρόνο και οι υπόλοιποι κάνουν να σηκωθούν.
– Όχι, όχι καθίστε… να, μια στιγμή ήθελα να ξεδιαλύνω την μνήμη μου. Αν δεν τα πω σε εσάς, πώς θα τα διηγηθείτε στα παιδιά σας, να γνωρίζουν τι έγινε, να μην δέχονται καμία διαστρέβλωση της ιστορίας μας; Εμείς και όλοι όσοι χάθηκαν θα ζούμε μέσα από εσάς, θα μείνουμε αθάνατοι κάθε φορά που η ιστορική μνήμη θα ξεπηδά στις διηγήσεις σας. Καθίστε, καθίστε…
Και συνέχισε η γιαγιά να διηγείται. Και τι δεν μας είπε! Οι τσέτες μπήκαν στην Σμύρνη! Φωτιά… φωτιά στην αρμένικη την γειτονιά σιμά τους, βομβάρδισαν την αρμένικη εκκλησία με τα γυναικόπαιδα! Καπνός μαύρος, αναταραχή, κόσμος στα παράλια, στο λιμάνι, να φύγουν, να φύγουν, μα πού να πάνε; Η νονά ζώνεται λίρες μέσα από τα ρούχα, αρπάζει την μικρή τότε γιαγιά, με το βλέμμα γυρνάει στην μάνα, παίρνει από την αγκαλιά της το μωρό, το έβδομο παιδί, αβάπτιστο ακόμα, γύρω τους τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας.
– Φύγε Πολυτίμη, σώσε τα παιδιά! Θα περιμένω τον Αριστείδη και τον κουμπάρο τον Κωνσταντίνο. Θα βρεθούμε!
Τόση ήταν η λαχτάρα της να τα σώσει, παρακάλαγε τις λιγοστές βάρκες «πάρτε τα παιδιά, να ζήσουν τα παιδιά, σας παρακαλώ πάρτε τα παιδιά, να, έχω χρήματα θα σας δώσω ό,τι θέλετε!». Την πλησίασε ένας Τούρκος, πήρε το μωρό από την αγκαλιά τής και το πέταξε στην θάλασσα, της έσχισε τα ρούχα και άρπαξε τις λίρες. Τα παιδιά φοβήθηκαν και σκόρπισαν τριγύρω κλαίγοντας. Ευτυχώς, γιατί δεν είδαν λίγο πιο πέρα τον βιασμό της μητέρας τους. Αλαφιασμένη, χαμένη η νονά κοίταζε την μάνα, μην μπορώντας να βοηθήσει της κράταγαν τα χέρια, ενώ εκείνη ούρλιαζε και έκλαιγε. Την βίασαν τρεις τσέτες, γελώντας και όταν τελείωσαν την έσφαξαν μπροστά στα μάτια της νονάς. Λίγο πιο πίσω η γιαγιά Ελένη να παρακολουθεί. Σε κατάσταση σοκ την τράβηξε ένα χέρι, θάλασσα, φωνές απόμακρες και ένα γνώριμο πρόσωπο, η νονά να την χαϊδεύει και να κλαίει. Και μετά ησυχία…σιωπή, βουβός πόνος, ένα πλοίο και ένα νέο λιμάνι. Η Ελλάδα, η πατρίδα!
“Τουρκόσπορους μας αποκαλούσαν, δεν μας ήθελαν στις δουλειές, μέχρι που είδαν ότι είμαστε καθαροί, νοικοκυραίοι, απλώναμε τα λευκά και έλαμπαν στον ήλιο, μας ρώταγαν τι βάζαμε και ήταν αστραφτερές οι μπουγάδες μας, κοίταγαν περίεργα όταν τους αποκαλύπταμε πως το μαγικό συστατικό ήταν η στάχτη! Ήταν τα φαγητά μας, που τους άρεσαν, τα ντολμαδάκια, τα γεμιστά, τα σουτζουκάκια, το ιμάμ και τα γλυκά, το κιουνεφέ, το γαλακτομπούρεκο, το σαραγλί, τα γλυκά κουταλιού και η μαστίχα, το υποβρύχιο… Ήμασταν καθαροί πάνω μας, χρησιμοποιούσαμε πράσινο σαπούνι και πλέναμε καθημερινά το πρόσωπο τα χέρια και τα πόδια μας, παρόλη την φτώχεια μας. Με την νονά δουλέψαμε στον θείο Αλέξανδρο που είχε φύγει πριν την καταστροφή της Σμύρνης και είχε κλωστοϋφαντουργείο στην περιοχή της Ν.Ιωνίας, μείναμε μαζί μέχρι το τέλος της. Δεν μάθαμε ποτέ τι απόγιναν οι δικοί μας, μα με τον καιρό χάσαμε την ελπίδα μας ότι θα ήταν ζωντανοί…”.
Προκομμένοι και με εμπορικό πνεύμα, οι Μικρασιάτες ενσωματωθήκαν στον βασικό κορμό της Ελλάδας, βελτιώνοντας την οικονομία της χώρας με τις επιχειρήσεις τους. Η γιαγιά Ελένη ενίσχυσε εθελοντικά τον Ερυθρό Σταυρό, χαρίζοντας αγάπη και καταφύγιο στους μετανάστες όλου του κόσμου. Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο με ανθρώπους που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, ήταν γεμάτο πόνο και αγάπη!
Ελένη Ρέγγα