Τι βάρος έχει η ψυχή; Το είχε αναρωτηθεί πολλές φορές. Θα αισθανόταν ελαφρύτερος; Ανακουφισμένος; Αναζωογονημένος; Μήπως είχε αλλάξει γνώμη; Η βάρκα είχε φτάσει στον προορισμό της. Έπλεε ήσυχα πάνω στα γαλήνια νερά της Κόκκινης Θάλασσας.
«Μόνο γαλήνια δεν είναι…» σκέφτηκε.

Καθισμένος στη βάρκα μαζί με τον βοηθό του, τον Κιρκ, χάζευαν την απεραντοσύνη της θάλασσας, της ηρεμίας πριν την καταιγίδα. Οι Σκριπ ήταν μια μίξη ξωτικών με νάνους, ένα βδέλυγμα, όπως τους αποκαλούσαν. Παρέμεναν όμως πιστοί υπηρέτες των έκπτωτων Αγγέλων, όπως ο ίδιος.
«Είσαι σίγουρος αφεντικό;»
«Σταμάτα να με λες έτσι. Ναι είμαι σίγουρος».
«Μπορείς να προσπαθήσεις να γυρίσεις πίσω. Ήσουν ο Πρώτος στο Τάγμα».

Ο Ναθάνιελ αναστέναξε. Προσπάθησε να θυμηθεί την εποχή που ζούσε με τους Παλαιούς και τους υπόλοιπους Αγγέλους στην Εδέμ. Το μυαλό του θολό θαρρείς και μαύρος καπνός σκέπαζε κάθε ανάμνηση. Δεν ήθελε τον πόλεμο με τους Δαίμονες. Σκοπός της ύπαρξής του ήταν να φροντίζει για την ευημερία των Κόσμων, όχι να ξεκινάει πόλεμο. Οι Παλαιοί όμως έδωσαν τις διαταγές τους κι εκείνος σαν καλός στρατιώτης υπάκουσε τυφλά. Αμέτρητες μάχες, χιλιάδες θάνατοι κι όλα αυτά γιατί;
«Απληστία!», είπε δυνατά.

Ο ίδιος τραυματίστηκε θανάσιμα. Το δεξί του φτερό σπασμένο και το πόδι του τρυπημένο από τα δηλητηριασμένα βέλη των Δαιμόνων. Πεσμένος στο ματωμένο χώμα πίστεψε ότι το τέλος έφτασε κι έκλεισε τα μάτια για να παραδώσει την τελευταία του πνοή. Κάπου εκεί μάλλον έχασε τις αισθήσεις του, γιατί όταν συνήλθε την αντίκρισε. Εκείνη που ξεκλείδωσε το σεντούκι της καρδιάς του και το γέμισε έρωτα, πάθος, πόθο, ζεστασιά κι έκανε τους παλμούς της ζωής του να χτυπάνε δυνατά και αληθινά για πρώτη φορά. Εκείνη, την κόρη του Αυτοκράτορα των Δαιμόνων, την μοναδική του αγάπη, την Λάια.

«Μην κουνιέσαι, έχεις πληγωθεί βαριά», η φωνή της απαλό αεράκι που ζεσταίνει την ψυχή και το μυαλό. Τον είχε μεταφέρει σε μια σπηλιά για να μείνουν μακριά από όλους και ειδικά από τους στρατιώτες του πατέρα της. Το φτερό του ήταν δεμένο και το πόδι του καλυμμένο με ένα είδος λάσπης που τον έκαιγε. Θέλησε να το πιάσει, του τράβηξε όμως το χέρι απότομα.
«Μη! Άφησέ το να επουλωθεί. Η λάσπη της γης μαζί με άγρια βότανα από το δάσος θα το γιατρέψουν. Κάνε λίγο υπομονή».
«Γιατί με βοηθάς;»

Το λεπτό της χέρι χάιδεψε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο, τα μαύρα μακριά μαλλιά του, τα χείλη του που άθελά του μισάνοιξαν.
«Δεν ξέρω, με μάγεψες μάλλον», γέλασε κρύβοντας τα μάτια της με το άλλο χέρι.

Όλα έγιναν αβίαστα κι ο έρωτας ξεχείλισε από τα κορμιά τους όπως ένας άγριος ποταμός σπάει το φράγμα και διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του. Πρώτη φορά η ψυχή του ηρεμούσε και ταυτόχρονα χοροπηδούσε κάθε φορά που ήταν δίπλα του. Δε μπορούσε να καταλάβει πώς η κόρη του Αυτοκράτορα των Δαιμόνων διέφερε τόσο πολύ από τους άλλους. Τα ξανθά μαλλιά της όταν ανέμιζαν μετέτρεπαν τη μορφή της σε αέρινη, μια οπτασία, ένα όνειρο φτιαγμένο από λουλούδια μόνο για ‘κείνον.

«Η μητέρα μου ήταν Νεράιδα. Όμορφη, δροσερή γεμάτη αγάπη…» του εκμυστηρεύτηκε μια μέρα. « Ο πατέρας μου την ερωτεύτηκε παράφορα, εκείνη όμως δεν τον ήθελε. Έτσι την έκλεψε από τους δικούς της. Ήταν δυστυχισμένη εδώ, αλλά μόλις με γέννησε μου είπε ότι άλλαξε ο κόσμος της. Με τα χρόνια όμως και το σκοτάδι, σε αυτόν τον τόπο έχανε το φως της Νεράιδας μέχρι που στέρεψε και πέθανε. Εγώ αντέχω, αφού ρέει μέσα μου και το αίμα του πατέρα μου».

«Το φως σου πλημμυρίζει την ψυχή και την καρδιά μου με συναισθήματα πρωτόγνωρα για μένα. Σ’ αγαπώ Λάια και θέλω να έρθεις μαζί μου να φύγουμε από δω».

«Μα αυτό απαγορεύεται. Δε μπορώ να φύγω, θα με σκοτώσει ο πατέρας μου κι εσύ θα εξοριστείς στον Πυρήνα, θα χάσεις τα φτερά σου. Έχω διαβάσει τους Αρχαίους Πάπυρους. Δε θέλω να πάθεις κακό».

Ο Ναθάνιελ την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε παθιασμένα, ενώ τα λευκά φτερά του άνοιξαν περήφανα και δυνατά. Είχε γιατρευτεί, αλλά δεν ήθελε να φύγει και να την αφήσει. Έμειναν αγκαλιασμένοι αρκετοί ώρα, χαμένοι στις σκέψεις τους, στον έρωτά τους, τυλιγμένοι με το πέπλο της αγάπης που άθελά του πείθει τους ερωτευμένους πως η ζωή τους προμηνύεται όμορφη αρκεί να είναι μαζί.
«Αφεντικό τι σκέφτεσαι;»

Ο Ναθάνιελ σηκώθηκε και η βάρκα ταλαντεύτηκε δεξιά κι αριστερά. Σκοτείνιαζε και τα σύννεφα στον ορίζοντα ενώθηκαν με τη θάλασσα δημιουργώντας ένα είδος ομίχλης που τους πλησίαζε αργά και σταθερά.
«Πλησιάζουν», είπε φοβισμένα ο Κιρκ.
«Μη φοβάσαι. Δε θα πάθεις κάτι. Εμένα θέλουν».

Η Κόκκινη Θάλασσα ήταν μέρος ουδέτερο. Σ ‘ αυτό το μέρος λύνονταν διαφορές μεταξύ αντιπάλων ή παίρνονταν αποφάσεις μεταξύ των Ταγμάτων. Τώρα όμως οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Η ομίχλη άγγιξε την άκρη της βάρκας και σταμάτησε. Ανάμεσα από τα σύννεφα εμφανίστηκε ο Αυτοκράτορας των Δαιμόνων. Από τη μέση και κάτω είχε το σώμα τράγου, ενώ από τη μέση και πάνω ανθρώπινη μορφή. Στο κεφάλι του δέσποζαν δύο τεράστια κέρατα με διακλαδώσεις που μπλέκονταν μεταξύ τους, κατέληγαν όμως σε δύο μυτερές άκρες. Ο Κιρκ κρύφτηκε πίσω από τον Ναθάνιελ τρέμοντας. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τον Αυτοκράτορα από κοντά και ήλπιζε να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που θα τον συναντούσε. Τα μάτια του Αυτοκράτορα, δύο κίτρινες σχισμές κάρφωσαν τον Ναθάνιελ.

«Η φάρα σου δε λέει να βάλει μυαλό. Πόλεμοι, θάνατοι και τώρα αυτό. Παλαιοί Σοφοί χωρίς καμία σοφία όμως!», μίλησε πρώτος ο Αυτοκράτορας με φωνή βαθιά.

«Ενώ εσύ που σκοπεύεις να σκοτώσεις την ίδια σου την κόρη; Γιατί; Επειδή βοήθησε έναν πληγωμένο Άγγελο!».

«Επειδή ερωτεύτηκε έναν πληγωμένο Άγγελο και θέλησε να το σκάσει μαζί του. Δε σου έφτανε που εξορίστηκες κι έχασες τα φτερά σου, μετατράπηκες σε Απόκληρο, εσύ ένας από τους Πρώτους του Τάγματός σου, δέχεσαι να μου δώσεις και την ψυχή σου;» χαχάνισε ο Αυτοκράτορας.

«Αρκεί να μη σκοτώσεις τη Λάια» απάντησε ήρεμα ο Ναθάνιελ. « Μου το υπόσχεσαι;»

«Βλέπεις τα κέρατά μου; Ψυχές των δικών σου είναι που τις ξερίζωσα με τα ίδια μου τα χέρια. Ποτέ όμως κάποιον της Ανώτατης Ιεραρχίας. Η δύναμη που θ’ αποκτήσω. Θα το ευχαριστηθώ».

«Θέλω να τη δω πρώτα. Να βεβαιωθώ ότι είναι ασφαλής» είπε ο Ναθάνιελ.

Ο Αυτοκράτορας γέλασε δυνατά. Ένα γέλιο που εισχωρούσε στο μυαλό και ρουφούσε κάθε ίχνος ζωής, χαράς, ευτυχίας. Ο Κιρκ έκλεισε με τα χέρια του τ’ αυτιά του, ενώ δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του.
« Κοίτα το βυθό» είπε τελικά ο Αυτοκράτορας.

Ο Ναθάνιελ πλησίασε το νερό και τότε μια δίνη ξεκίνησε προς τα μέσα της θάλασσας που όλο και μεγάλωνε, μέχρι που φάνηκε ο βυθός στεγνός από νερό και στο κέντρο ένα κλουβί με τη Λάια κουλουριασμένη στο πάτωμα σχεδόν λιπόθυμη.
«Λάια!», φώναξε ο Ναθάνιελ έντρομος από το θέαμα.

Εκείνη ξέπνοη σήκωσε αργά το κεφάλι με μάτια κουρασμένα, θολά και χρώμα ξεθωριασμένο.

«Α… α… αγάπη μου;» τραύλισε, το νερό όμως έκρυψε και πάλι το κλουβί και το βυθό ενώ η θάλασσα γαλήνεψε σα να μην είχε συμβεί τίποτα.

«Την είδες, είναι καλά, έλα να τελειώνουμε», φώναξε ο Αυτοκράτορας απλώνοντας το χέρι του προς τον Άγγελο.

«Αφεντικό ακόμα μπορείς να το αποφύγεις», τον τράβηξε ο Κιρκ από το χέρι.

Ο Ναθάνιελ τον χάιδεψε στο κεφάλι σα να ήταν γιος του.

« Όταν αγαπήσεις θα καταλάβεις. Χωρίς εκείνη δεν υπάρχει αύριο, μέλλον, ζωή. Έζησα πρωτόγνωρα συναισθήματα, στιγμές, εικόνες. Φεύγω χαρούμενος, ολοκληρωμένος, φεύγω για να ζήσει εκείνη, για να ζήσει το άλλο μου μισό. Είμαι σίγουρος ότι θα την ξανασυναντήσω».

Γύρισε προς τον Αυτοκράτορα.
« Είμαι έτοιμος».

Το χέρι του Δαίμονα πλησίασε κι ακούμπησε το στήθος του Αγγέλου. Μια σχισμή δημιουργήθηκε όπως στη γη μετά από ένα δυνατό σεισμό και διάχυτο λευκό φως ξεπρόβαλε τυφλώνοντας τον Κιρκ που έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Το χέρι του Αυτοκράτορα άρπαξε το φως και το τράβηξε με δύναμη, ενώ το σώμα του Ναθάνιελ έπεφτε προς τα πίσω και το πρόσωπό του έλιωνε σαν το κερί. Το φως σύρθηκε σα φίδι στο χέρι του Αυτοκράτορα μέχρι τα κέρατά του που ηλεκτρίστηκαν και μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο. Ανέπνευσε βαθιά χαμογελώντας σαρδόνια. Κεραυνοί αντήχησαν από μακριά κι έπιασε δυνατή βροχή.

«Η φάρα του είναι που κλαίει. Τους έπιασε ο πόνος!», είπε ο Δαίμονας ενώ χανόταν στην ομίχλη η οποία απομακρυνόταν τώρα σιγά σιγά από τη βάρκα.

Ο Κιρκ έπεσε πάνω από το άψυχο σώμα του Αγγέλου κλαίγοντας γοερά.

«Εύχομαι να μάθει τη θυσία σου η Λάια αφεντικό. Να ξέρει πόσο πολύ την αγάπησες», έλεγε ανάμεσα από τα αναφιλητά του, ενώ η βροχή δυνάμωνε όλο και περισσότερο.

***** ****** ******

Η Λάια έβγαλε μια κραυγή την ώρα που ξεψυχούσε ο αγαπημένος της. Έπιασε το στήθος της, καθώς ένας πόνος της έσκισε τα σωθικά και είδε μια Νεράιδα σαν οπτασία να πλησιάζει το κλουβί της, σκορπώντας στο διάβα της χρυσόσκονη. Η Λάια κατάλαβε. Χαμογέλασε δίνοντας το χέρι της στη Νεράιδα.
«Είσαι έτοιμη να συναντήσεις τον αγαπημένο σου;» τη ρώτησε

Elpida Petrova

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: