, ,

Πεταλούδα του Ουρανού – Φινάλε

Προηγούμενο

12

Η Αταλάντη έμεινε άφωνη να κοιτάζει το κενό καθώς η Ευγενία μιλούσε.
«… όπως καταλαβαίνεις, η περιγραφή ήταν όπως μου την είπες. Γκρι φαρδύ φούτερ με κουκούλα, ηλικία παρόμοια, καστανά μαλλιά και μάτια και από τη στιγμή που ταυτοποιήθηκαν όλοι οι υπόλοιποι, δεν μπορεί παρά να είναι αυτός».

Αχ, Ζεν.
Ήταν όντως εκείνος, αλλά σε ένα σουρεαλιστικό σενάριο καταστροφής που ο νους της δεν το χωρούσε. Δύο τροχαία απανωτά; Και το ότι τον είχαν πάει εξαρχής στην παλιά πτέρυγα γιατί, από ένα γύρισμα της τύχης, έτυχε ο οδηγός που τον είχε χτυπήσει να είναι γιατρός εκεί; Φυσικά και δεν υπήρχε περίπτωση ύστερα από όλο αυτό να συνδεθεί με τους τραυματίες στο λεωφορείο. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι το θύμα ενός τροχαίου κατάφερε να σηκωθεί και να τρέξει τριακόσια μέτρα πιο πέρα για να πέσει πάνω σε ένα άλλο τροχαίο;

«Η Σούλα μου είπε ότι καθώς τον μετέφεραν, όλο επαναλάμβανε μια αλλόκοτη λέξη, κάτι σαν τάμα, τάζα, χμμ, πώς μου την είπε να δεις…»
«…Τάλα;» ψιθύρισε η Αταλάντη κοιτάζοντάς την με μάτια θολά και η νοσηλεύτρια έγνεψε ναι, απορημένη. «Έτσι με φωνάζουν ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο» της εξήγησε. Και ο Ζεν, φυσικά.
«Άρα και το Ζεν, είναι…»
«… χαϊδευτικό από το όνομά του, Ζήνων. Τον φωνάζουν κανονικά Ζένο, αλλά μου έλεγε ότι πάντα προτιμούσε το Ζεν, γιατί του άρεσε ο τρόπος που ακούγεται». Η Τάλα, για μια στιγμή ένιωσε σαν όλα να ήταν ένα όνειρο κι ότι απλώς συζητούσαν μια συνηθισμένη μέρα περί ανέμων και υδάτων. Αυτή η ψευδαίσθηση κράτησε μόλις μια στιγμή. Ύστερα χαμήλωσε τα μάτια της και διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις που τόση ώρα ήθελε να πει αλλά ταυτόχρονα δεν τολμούσε, τις άφησε διστακτικά να βγουν από τα χείλη της. «Και… πώς είναι τώρα; Σου είπαν κάτι;».

Δεν ήθελε και πολλή φαντασία για να έχει λιγοστές ελπίδες. Φυσικά και ήταν ένας άντρας στην ακμή της ηλικίας του, σε καλή φυσική κατάσταση, αλλά και πάλι, το να εκσφενδονιστεί μία φορά από ένα όχημα σε κίνηση και να χτυπηθεί από άλλο ένα με λίγη ώρα διαφορά, δεν ήταν κάτι αμελητέο. Όσο κι αν είχε νιώσει αγαλλίαση που ο Ζεν υπήρχε πραγματικά, που δεν ήταν ένα προϊόν της φαντασίας της, δεν είχε μπορέσει να το χαρεί. Ναι, υπήρχε ο Ζεν, αλλά ποιος ήξερε σε τι κατάσταση ήταν, ειδικά ύστερα από τόσες μέρες σε μια μονάδα εντατικής για τις πολύ πιο βαριές περιπτώσεις, όπως της είχε πει εκείνος ο νοσηλευτής στο πάρκινγκ.

«Η αλήθεια είναι…» ξεκίνησε μαλακά η Ευγενία με μια στεναχωρημένη έκφραση «… πως τα νέα δεν είναι καλά». Η Τάλα άφησε την ανάσα που κρατούσε να βγει με έναν τρεμουλιαστό ήχο. Όσο κι αν το περίμενε, δεν μπορούσε να το δεχτεί. Έχασα τόσο πολύτιμο χρόνο. Οίκτιρε την αδυναμία της να παλέψει για εκείνον, όπως είχε κάνει ο Ζεν για την ίδια και τώρα ήταν πολύ αργά. «Πες μου, σε παρακαλώ!» την ενθάρρυνε να συνεχίσει, προσπαθώντας να αγνοήσει τον κόμπο που της έσφιγγε τον λαιμό. «Ό,τι κι αν είναι, θέλω να το ξέρω. Του το χρωστάω!».

Και η Ευγενία της είπε. Ότι από την πρώτη μέρα που ο Ζεν έπεσε σε κώμα, είχε παραμείνει αδρανής, χωρίς δείγμα ανάκαμψης, δεν αντιδρούσε σε τίποτα και παρότι δεν ήταν σε μηχανική υποστήριξη, ήταν ζήτημα χρόνου να φτάσει εκεί. Κι ύστερα…
Κι ύστερα εκείνο το πλατύ χαμόγελο, το γεμάτο τόση ζεστασιά, θα σβήσει για πάντα.
«Ευγενία…» είπε μόνο. Το παρακλητικό της βλέμμα καθώς έσφιξε το χέρι της γυναίκας, τα έλεγε όλα. Να τον δω. Σε παρακαλώ, τουλάχιστον να τον δω, αν είναι να…
Η νοσηλεύτρια δεν χρειάστηκε και πολύ για να πειστεί. Όλα όσα είχε ακούσει από τη φίλη της τη Σούλα, την είχαν συγκλονίσει. Και τώρα, βλέποντας το κομμένο, κατάχλομο πρόσωπο της κοπέλας που έσφιγγε και ξέσφιγγε όλο απελπισία τα γεμάτα με ορατές ακόμα ουλές χέρια της, πήρε αμέσως την απόφασή της.
«Δώσε μου μόνο λίγο χρόνο» της είπε σφίγγοντάς της το χέρι.

Έμεινε να κοιτάζει τη θάλασσα από την τζαμαρία στην άλλη πλευρά του νοσοκομείου, βηματίζοντας πάνω κάτω, ανήμπορη να σταματήσει έστω και για μια στιγμή. Το πρόσωπο του Ζεν –τόσο όμορφο και τέλειο, όπως μόνο το πρόσωπο του αγαπημένου μπορούσε να είναι για εκείνη που τον αγαπούσε– με το χαμόγελο κάθε φορά να τη γεμίζει ένα γεμάτο θαλπωρή φως, ερχόταν κι έφευγε, βυθίζοντάς την ολοένα και πιο πολύ στη απελπισία. Δεν χρειάστηκε να περιμένει ωστόσο πολύ. Είκοσι λεπτά ήταν αρκετά για να πάρει την άδεια η Ευγενία να επισκεφθούν τον ασθενή. Δεν ήξερε η Αταλάντη πώς το είχε καταφέρει, αλλά θα της ήταν για πάντα ευγνώμων γι’ αυτή την στερνή έστω, ευκαιρία να ξαναδεί τον Ζεν.

Αφέθηκε να την οδηγήσει η Ευγενία στο ψηλό, σιωπηλό κτίριο με τα διακοσμητικά στοιχεία από γυαλί κι ατσάλι να το κάνουν να μοιάζει σαν κλουβί. Ένα μέρος από όπου οι ένοικοί του δεν είχαν καμία δύναμη για να ξεφύγουν κι οι περισσότεροι δεν το κατάφερναν άλλωστε. Κι η Τάλα προσπαθώντας να κατευνάσει την παγωνιά που γύρευε να την παραλύσει, επαναλάμβανε μόνο μια σκέψη, ξανά και ξανά.
Περίμενέ με, Ζεν, σε παρακαλώ!

Συνάντησαν τη Σούλα, μια εύσαρκη, αλλά αεικίνητη νοσοκόμα που κοιτώντας πέρα δώθε συνέχεια με τα ανοιχτόχρωμα μάτια της, τους εξηγούσε με κάθε λεπτομέρεια τη θλιβερή ιστορία, αναφωνώντας κάθε τόσο «τον κακόμοιρο!». Όταν έφτασαν στον όροφο της εντατικής, τους έδειξε με ένα αδιόρατο νεύμα μια αλύγιστη μαυρομάλλα γυναίκα που, όρθια μπροστά σε κάποιο παράθυρο κοίταζε με βλέμμα χαμένο έξω, ψιθυρίζοντας «η μητέρα του». Η Τάλα είχε αντέξει ως εκείνη τη στιγμή, αλλά η καρδιά της πάγωσε όταν η Σούλα πρόσθεσε «μόλις της ανακοίνωσαν ότι έχουν ελάχιστες ελπίδες, που μειώνονται κάθε μέρα… Τον κακόμοιρο!».

Καθώς την πλησίασαν εκείνη τη στιγμή βλέποντας τις τρεις γυναίκες η μητέρα του Ζεν φάνηκε σαν να συνερχόταν από την νάρκη της. Το πρόσωπό της, άσπρο σαν κιμωλία, με ένα βλέμμα που κρεμόταν θαρρείς πάνω τους, έμοιαζε οδυνηρά απαράλλαχτο με του Ζεν. Η Τάλα κλονίστηκε καθώς η ομοιότητα και η απόγνωση στο πρόσωπο της γυναίκας, της προκαλούσαν τον ίδιο τρομερό πόνο.
«Υπάρχει κάποια αλλαγή;» ρώτησε με μια φωνή γεμάτη ελπίδα, αλλά η Σούλα βιάστηκε να την βγάλει από την αυταπάτη, λέγοντάς της πως η κατάσταση του Ζεν παρέμενε προς το παρόν ίδια. Ήταν οδυνηρό το κατρακύλισμα της κυρίας Καμπάκη από την προσμονή στην απελπισία, ωστόσο στάθηκε όσο πιο ακλόνητη μπορούσε. Η Ευγενία παρέμβηκε και όσο πιο μαλακά μπορούσε της σύστησε την Τάλα, εξηγώντας της ότι ήταν φίλη του γιου της που είχε βρεθεί κι αυτή στο τροχαίο. Το βλέμμα της μητέρας του Ζεν μαλάκωσε, καθώς κοίταξε τα σημάδια που υπήρχαν ακόμα εμφανή πάνω στην Τάλα.
«Κυρία Καμπάκη, μπορώ… σας παρακαλώ να τον δω;» τη ρώτησε πνίγοντας την ταραχή της. Η γυναίκα βούρκωσε, με μια απόγνωση που δεν μπορούσε να κρύψει κι έγνεψε καταφατικά χωρίς λέξη. Αμέσως μετά στράφηκε και πήγε πάλι κοντά στο παράθυρο με τα χέρια της να αδράχνουν το κυρτωμένο σώμα της, σαν να προσπαθούσε να το κρατήσει όρθιο.

Η Ευγενία, βρίσκοντας την ευκαιρία έκανε νόημα προς τη Σούλα και σφίγγοντας το χέρι της Τάλα, για να της δώσει θάρρος, την παρέσυρε μακριά από εκεί. Διέσχισαν βιαστικά μερικούς θαλάμους, σαν σκιές, όμως η Τάλα ούτε το ένιωσε. Το μέτωπό της ήταν αυλακωμένο από τον πόνο και τον τρόμο πως ίσως δεν θα προλάβαινε καν να τον δει. Να τον αποχαιρετήσει έστω, ακόμα και αν αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε να κάνει εκείνη τη στιγμή. Τα δάκρυα σκαρφάλωναν σαν αλλόφρονα κοπάδια τις παρυφές των ματιών της, αλλά αποφασισμένη να μην υποκύψει ακόμα, τα σκούπισε βιαστικά και προχώρησε προς την πόρτα του θαλάμου όπου ο Ζεν κειτόταν «χωρίς κάποιο δείγμα εξέλιξης», το οποίο μεταφραζόταν σιωπηρά ως “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια”…

Η πόρτα άνοιξε με έναν κοφτό ήχο, σαν καταπακτή και εκεί είδε ένα μικρό δωμάτιο, με τις κουρτίνες τραβηγμένες στα παράθυρα, όπου έφεγγε ένα γαλαζωπό ημίφως προερχόμενο κάπου από τα πλαϊνά των τοίχων. Το δωμάτιο ήταν ολότελα αδειανό εκτός από ένα κρεβάτι σε μιαν άκρη, ανασηκωμένο ελαφρά σαν ανάκλιντρο. Εκεί κειτόταν μια σιλουέτα ασάλευτη, ένας άντρας ξαπλωμένος ανάσκελα, με χαρακτηριστικά σαν σμιλεμένα σε μάρμαρο. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο με τα μεταξένια βλέφαρά του να λαμπυρίζουν απλωμένα σαν φτερά πεταλούδας και την ίσια μύτη να καταλήγει σε μισάνοιχτα σαρκώδη χείλη.
Ήταν πραγματικά ο Ζεν.

Όσο κι αν φαντάστηκε πολλές φορές αυτή τη στιγμή, τίποτα δεν την προετοίμασε για το σοκ που αισθάνθηκε όταν αντίκρισε από τόσο κοντά, όταν είδε ξανά αυτό που είχε πιστέψει για ένα όνειρο να κείτεται μπροστά της, τόσο σπαρακτικά αληθινό.
Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ…

Τα βήματά της ήταν σαν να περπατούσε πάνω σε σπασμένα γυαλιά και το πρόσωπό της πάλευε να συγκρατήσει τον χείμαρρο των συναισθημάτων που την πλημμύριζε ακάθεκτο. Πλησίαζε και πλησίαζε και η ασάλευτη, αγγελική σχεδόν μορφή του Ζεν, φαινόταν σαν βαρκάκι που αιωρούνταν ακυβέρνητο μέσα στα κατάμαυρα κύματα του ωκεανού.

Έγειρε πάνω στο πρόσωπο που το φώτιζε απαλά το γαλαζωπό φως, μια εικόνα τέλειας νηνεμίας κόντρα στον κυκλώνα που ξεθεμελίωνε αργά αλλά σταθερά τη ψυχή της. Άγγιξε τα κλειστά του βλέφαρα με τα χέρια της, ψηλάφησε τα χείλη που τόσες φορές είχε φιλήσει κι άρχισε να του ψιθυρίζει «Ζεν, είμαι εδώ, Ζεν, κοίταξέ με σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ!». Η φωνή της ολοένα ράγιζε μέχρι που κατέληξε σε λυγμό, επειδή εκείνος παρέμενε ατάραχος, σαν άγαλμα ενός αρχαίου θεού που ξεβράστηκε σε μια ακτή, παντοτινά χαμένο στην αιωνιότητα.
Συγγνώμη, Ζεν, συγγνώμη που άργησα τόσο να σε βρω…

Η σκέψη της ράγισε σαν το πρόσωπό της και μην αντέχοντας άλλο, έγειρε κι απλώθηκε πάνω στο σώμα του. Αυτού που ήθελε τόσο πολύ να του πει ότι τον αγαπούσε. Δεν είχε προλάβει να του το πει και τώρα εκείνος θα έφευγε μακριά της, αγνοώντας πόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε στη ζωή της και πόσο τεράστιο κενό θα άφηνε πίσω του. Ακούμπησε το μάγουλό της πάνω στη γούβα του λαιμού του, αγκαλιάζοντας με τα δυο της χέρια το ασάλευτο πρόσωπο, θέλοντας να έχει γύρω της μονάχα τη δική του εικόνα. Ένιωθε την καρδιά του πλάι στη δική της, να χτυπά απαλά, μια αμυδρή πνοή κάπου πίσω από ένα παραπέτασμα, σαν να ήταν κιόλας φευγάτη. Σαν μια πεταλούδα που τρέμιζε τα φτερά της, την τελευταία μέρα της εφήμερης ζωής της.

Με τη σκέψη της αυτή, συνειδητοποίησε τελικά τι ήταν αυτό που χρειαζόταν ο Ζεν για το τέλος. Δεν ήθελε δάκρυα, ούτε εκείνη να θρηνεί γερμένη πάνω του σαν να ήταν ήδη ένα κουφάρι. Αυτό που ήθελε ο άντρας αυτός που αγαπούσε πιο πολύ από οτιδήποτε στον κόσμο ήταν, εκείνο το μικρό πράγμα που τους είχε ενώσει και τους είχε χαρίσει την ευτυχία. Έστω και για λίγο.
Χρειαζόταν την Πεταλούδα.

Ανασηκώθηκε σκουπίζοντας τα δάκρυά της κι έβγαλε το κινητό της. Όταν πάτησε το κουμπί, μια όμορφη, θλιμμένη μελωδία ξεχύθηκε δυνατή και καθάρια μέσα στην άψυχη ερημιά του θαλάμου. Οι μελωδικές φωνές των ερμηνευτών ξετύλιξαν μέσα στη σιωπή τον πόνο της εύθραυστης αγάπης με τους γεμάτους λαχτάρα και οδύνη στίχους της Πεταλούδας.

Το ψυχρό, νοσοκομειακό δωμάτιο, μεμιάς άλλαξε. Οι αναμνήσεις μέσα της, σβήνοντας εκείνο που ερχόταν αδυσώπητο, μεταμόρφωναν τα πάντα γύρω τους σ’ αυτό που ήταν το ευτυχισμένο παρελθόν. Οι απρόσωποι τοίχοι ντύθηκαν με την περίτεχνη ταπετσαρία στο χρώμα του κρασιού, φανερώνοντας τη ζεστασιά του πυργίσκου όπου είχαν συναντηθεί και ζήσει τις πιο όμορφες στιγμές τους. Το μουντό γαλαζωπό φως έγινε η φεγγαρόλουστη νύχτα της μαγεμένης πολιτείας με τις φεγγερές κορδέλες από το Σέλας σ’ όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου να γλιστρούν χορεύοντας γύρω από τα παράθυρα. Κι όλα εκείνα τα μηχανήματα που γουργούριζαν μετρώντας ενδείξεις ζωής μετατράπηκαν στο εβένινο πιάνο του Ζεν που τα πλήκτρα του, παιγμένα από κάποια αόρατα χέρια γεννούσαν συγχορδίες αντηχώντας στο αχανές σύμπαν.

Ένα μοναχικό κερί έστεκε πάνω στη μαύρη επιφάνεια του πιάνου, με τη μικρή φλόγα να τρεμοσβήνει ταλαντευόμενη, σε έναν περίτεχνο χορό μεταξύ ζωής και θανάτου.
Όλα είχαν τελειώσει.

Η Τάλα έγειρε κοντά στον ασάλευτο, ωχρό Ζεν κι άγγιξε τρυφερά τα χείλη του με τα δικά της, αποχαιρετώντας τον. Ένιωσε τη δροσερή απαλότητά τους, γευόμενη τα δάκρυά της στην αλμύρα του φιλιού. Και μαζί την γλύκα του ροδάκινου, την αψάδα του πορτοκαλιού στη θλίψη της εφήμερης αγάπης τους. Με την τελευταία νότα της μουσικής να ξεψυχά και το δωμάτιο να ξεθωριάζει στον ψυχρό, γυμνό θάλαμο, η Τάλα δεν άντεξε. Έκρυψε το πρόσωπό της στη γούβα του λαιμού του, σιμά στο σκοτεινό δάσος των μαλλιών του Ζεν για να μην βλέπει άλλο τη ζωή αυτού που αγαπούσε, να χάνεται σιγά σιγά.
Κι ύστερα τίποτα.

13

Ή όχι;
Μια αδιόρατη κίνηση.
Σαν ν’ αργοσάλευε η άβυσσος κάτω στην ακύμαντη θάλασσα.

Σήκωσε ξαφνιασμένη το κεφάλι της, μερικά μόλις εκατοστά από το πρόσωπο του Ζεν κι αυτό που είδε, την έκανε να τα χάσει. Μπροστά στα μάτια της η κάτασπρη, αγγελική μορφή άρχισε να αλλάζει χρώμα. Στην αρχή αργά κι ύστερα ταχύνοντας ολοένα και περισσότερο. Ρόδιζε, σαν να ανέτειλε πάνω σε χιονισμένη οροσειρά το πρωινό ηλιόφως, γεμίζοντας τον Ζεν με χρυσορόδινα φιλιά παντού, μεριάζοντας τους ζοφερούς ίσκιους και ξορκίζοντας με τη θέρμη του τον ψυχρό εναγκαλισμό του ερέβους.

Σαν να το περίμενε, άρχισε από το πουθενά η μουσική να ξεδιπλώνεται στο μουντό δωμάτιο, ένα φλογερό ποτάμι που κυλούσε ξέφρενο τριγύρω, φωτίζοντας τις σκοτεινές γωνιές και ξεπλένοντας τις παλιές θλίψεις. Ο ήχος δεν ακουγόταν όπως πριν από κάπου έξω. Έμοιαζε αντίθετα, να αναβλύζει μέσα τους, διαχέοντας κατευναστικά τις νότες σαν χάδια πάνω τους. Κοίταξε τριγύρω κι όπου έπεφτε η ματιά της οι τοίχοι από λευκοί γέμιζαν πάλι από το πλούσιο χρώμα και τον διάκοσμο του πυργίσκου με το ασημένιο φως του φεγγαριού να χύνεται από παράθυρα που λίγο πριν δεν υπήρχαν. Και η φλόγα του κεριού πάνω στο πιάνο άναψε πάλι. Ψήλωνε και μάκραινε καθώς λικνιζόταν με την τρυφερή μουσική, ώσπου ένα ολόλαμπρο νήμα από φως ξετυλίχθηκε που λαμπύριζε μέσα στο μισοσκόταδο.
Κι άκουσε τότε μια ανάσα.
Ο Ζεν.

Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του. Και τότε το στέρνο του ανασηκώθηκε. Και ξεφύσησε μ’ έναν απαλό στεναγμό. Κι ανασηκώθηκε ξανά. Και στέναξε άλλη μια φορά. Έβλεπε το σώμα του που είχε απομείνει σχεδόν ξέπνοο να ανασαίνει κανονικά, λες και μόλις τότε είχε θυμηθεί πραγματικά τι έπρεπε να κάνει. Η μουσική συνέχιζε, το φως ερχόταν πιο κοντά κι ο Ζεν ανάσαινε, όπως κάποιος που απλώς ονειρεύεται. Αλλά η Τάλα, καθισμένη τώρα πλάι του, είχε απομείνει στήλη άλατος.
Γιατί πάνω στο προσκέφαλο του Ζεν, αιωρούνταν πεταρίζοντας, μια δαντελένια πεταλούδα, πλεγμένη από το ίδιο χρυσαφένιο νήμα που είχε γεννηθεί στη φλόγα του κεριού. Στραφτάλιζε καθώς ταλαντευόταν στο ρυθμό της μουσικής που γεννούσαν μυριάδες λιλιπούτειες νότες παλλόμενες από χαρούμενες λάμψεις σ’ όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Μη φοβάσαι, έμοιαζαν να της λένε τα μικρά, φωτεινά κεφαλάκια τους.

Και τότε, τα γαλήνια, μεταξένια βλέφαρά του Ζεν πετάρισαν μια, δυο, τρεις φορές κι ύστερα, μισάνοιξαν. Η Τάλα είδε μέσα από την αρχική θολούρα, όπως τα σύννεφα μεριάζουν για να προβάλει ο ήλιος, να ξεδιακρίνεται το διαπεραστικό, καθάριο βλέμμα που ήξερε τόσο καλά.
Τα μάτια του Ζεν εστίασαν στο πρώτο πράγμα που ήταν μπροστά τους.
Κι αυτό ήταν εκείνη.
«Τάλα… ήρθες;» ψιθύρισε ο Ζεν με μια έκφραση που φανέρωνε πως δεν τολμούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Κι όταν εκείνη έγνεψε ναι, τα μάτια του φωτίστηκαν σαν το μέλι που χύνεται μέσα στο φως και χαμογέλασε. Ήταν ένα χαμόγελο τόσο γεμάτο ευτυχία, που όλος ο πόνος, όλα τα δάκρυα, όλη εκείνη η παγωνιά που είχαν στοιχειώσει τη ψυχή της Τάλα μακριά του, απλώς εξατμίστηκαν.

Τίποτα δεν είχε τελειώσει. Τώρα άρχιζαν όλα.

Ένας μικρός ήχος ακούστηκε πίσω τους κι όταν η Τάλα στράφηκε προς τα εκεί, είδε την μητέρα του Ζεν να στέκει στη μισάνοιχτη πόρτα. Τους κοίταζε με μάτια γεμάτα δάκρυα, μονάχα που αυτή τη φορά δεν ήταν δάκρυα απόγνωσης, αλλά χαρμοσύνης.

Σ’ ευχαριστώ, της είπε βουβά με τα χείλη και ένα τρεμάμενο χαμόγελο που φώτιζε ολάκερο το πρόσωπό της, τόσο ίδιο με του γιου της. Η Τάλα της έγνεψε καθησυχαστικά, όταν ένιωσε ένα ζεστό απαλό χέρι, το χέρι του Ζεν, ν’ αγγίζει το μάγουλό της. Το ίδιο που πριν ήταν κρύο κι άψυχο σαν να ήταν από πέτρινο άγαλμα. Γύρισε το πρόσωπό της κι έγειρε κοντά του, αντικρίζοντας το γεμάτο λαχτάρα βλέμμα του, με εκείνα τα βελούδινα μάτια που φαίνονταν να μην μπορούν να τη χορτάσουν.
«Ζεν» του είπε «ήθελα να σου πω κάτι».
Εκείνος ανασήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια του μοιάζοντας τόσο ευάλωτος καθώς της θύμισε εκείνο το ακυβέρνητο βαρκάκι πριν, μια στιγμή πριν τσακιστεί στα βράχια. Χαμογέλασε. Όχι, πια. Είχε προλάβει να το φέρει σώο κι ασφαλές πίσω στο λιμάνι.

«Ήθελα να σου πω ότι σ’ αγαπώ» του είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον γέμισε φιλιά μέχρι που ο Ζεν δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, άρχισε να γελάει αγκομαχώντας, αλλά δεν την άφηνε και να σταματήσει. Την κρατούσε με τα δυο του χέρια αφημένος ολότελα στα φιλιά της, ο Ζεν της, το ολόδικό της όνειρο, ο μαγικός της κόσμος που είχε γίνει αληθινός. Ένα απίστευτο θαύμα που κανένας δεν θα πίστευε, αν το διηγούνταν.

Τόσο απίθανο και τόσο μαγευτικό, όσο ο χορός της διάφανης ουράνιας πεταλούδας που συνέχιζε να φέγγει πανωθέ τους, με μυριάδες, πολύχρωμες νότες, σαν πολύτιμα πετράδια, στα ολόλαμπρα της φτερά της να λένε γεμάτες ευδαιμονία ένα τραγούδι που μπορούσαν ν’ ακούσουν μόνο εκείνη κι ο Ζεν.
Ένα τραγούδι για μια αγάπη που γεννήθηκε μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, μια αγάπη απέραντη σαν τον ουρανό και εύθραυστη σαν πεταλούδα.
Που ωστόσο άντεξε, γιατί άξιζε.
Άξιζε τα πάντα.

The Two Godmothers

ΤΕΛΟΣ

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: