Μεγαλωμένος σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας, θυμάμαι να γράφουμε εκθέσεις στο δημοτικό για τις μεγάλες πόλεις από τσιμέντο, τις λεγόμενες τσιμεντουπόλεις. Ακούγαμε με προσοχή και απορία τον δάσκαλο να μας εξηγεί πως είναι φτιαγμένες θεόρατες, με πολύ σίδερο και πολλά ντουβάρια. Πως τα δωμάτιά τους είναι μικρά και κοιμούνται ο ένας πάνω από τον άλλον. Κρεβάτια κουκέτες, γείτονες μεσοτοιχίας, ώρες κοινής ησυχίας, ανύπαρκτη ηχομόνωση, προβλήματα συνύπαρξης και μια γκρι μουντάδα. Μαθαίναμε τις πόλεις σαν ανυπόφορες καταστάσεις με πολλά προβλήματα. Νέφος, κυκλοφοριακό, νεύρα, θυμός και έτσι τις ζωγραφίζαμε στο χαρτί και εμείς ως οχτάχρονα παιδιά τουλάχιστον. Κάπου στα ’90s θυμάμαι διαδραματιζότανε το σκηνικό.
Στον αντίποδα, εμείς που κοιτούσαμε το παράθυρο της τάξης και βλέπαμε τα βουνά με όλες τις φορεσιές τους. Άλλοτε κάτασπρα με χιόνι φορτωμένα, άλλοτε πράσινα ντυμένα ανοιξιάτικα με χρωματιστά άνθη τριγύρω και άλλοτε γυμνά με φύλλα καφετιά να γδύνονται αργά. Οι πόλεις οι μικρές και τα χωριά ήταν τότε συνυφασμένες με την ευζωία. Με την αθωότητα και την ξεγνοιασιά. Πάντοτε χρωματιστές, με μια υφέρπουσα ανάπτυξη στα σκαριά. Γνώριμοι άνθρωποι μεταξύ τους με μια ασφάλεια και σιγουριά για τις ζωές τους ζούσαν ευτυχισμένοι. Σχεδόν. Βλέπετε οι μικρές κοινωνίες αντιμετώπιζαν άλλα προβλήματα, που οδήγησαν αργότερα σε παθογένειες της κοινωνίας. Λόγου χάρη «τι θα πει ο κόσμος;», «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα!» και ούτω καθεξής. Προβλήματα που ταλάνιζαν αντίστοιχα το κάθε μέρος της χώρας.
Σήμερα, περί το έτος 2023, καθισμένος σε ένα μπαλκόνι από δαύτες τις τσιμεντουπόλεις, χαζεύω τη βροχή που πέφτει ασταμάτητα και τον αέρα που κουνάει με μανία τις τέντες από τα διπλανά διαμερίσματα. Κάπως θαρρείς δεν είναι όλα γρι. Έχουν προσθέσει λίγο χρώμα σε σύγκριση με τις πρώτες οικοδομές των ’60s. Πλέον δεν είναι σαφή τα όρια για το πιο εύρωστο μέρος προς κατοίκηση. Έχοντας δει την πορεία μου μέχρι στιγμής, καταλαβαίνω όλες τις πλευρές. Έμαθα να καταλαβαίνω πόσο οι καταστάσεις διαφέρουν στα εξελικτικά στάδια του ατόμου. Συμβιβάστηκα με το γκρι, με τις κόρνες, με την κίνηση. Με το αποπνικτικό συναίσθημα των ντουβαριών. Μεγαλώνω και μαθαίνω να τα καταφέρνω μονάχος μου. Έχοντας κρυφή δύναμη τη ζωή στο χωριό. Μου έμαθε να βρέχομαι και να γλιστρώ στις λάσπες ανακατεύοντας νερό και χώμα. Μου έμαθε το χειμώνα να ηρεμώ και να αναπαύομαι, να τρώω καλά και να ποτίζω τις ρίζες μου. Καθώς σε λιγάκι θα ανθίσω μοσχοβολώντας άνοιξη. Μου έμαθε να τρώω τα μούρα από το δέντρο και τις αγριοφράουλες από χάμω. Από την πλαγιά με τα αγριόχορτα. Να πίνω νερό από το λάστιχο και να κοιμάμαι στρωματσάδα με τους φίλους και τα ξαδέρφια. Θυμάμαι τον παππού να ξαπλώνει οριζόντια στο κρεβάτι με τα πόδια σε μια καρέκλα για να χωρέσουμε όλοι αγκαλιά.
Τώρα η τσιμεντούπολη μου μαθαίνει άλλα πράγματα. Ίσως εγώ επιλέγω τι θέλω να μάθω και τι όχι.
Τώρα αναπολώ τον δάσκαλο του δημοτικού και τον ευχαριστώ για ό,τι απλόχερα μας έδωσε. Βαγγέλης. Ο κύριος Βαγγέλης. Πολλά χρόνια εκπαιδευτικός στο χωριό. Οικογένεια.
Τι τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά;
Ίσως φταίει που σήμερα πήρα τα ανίψια μου και τα πήγα λίγο παραπέρα του πολεοδομικού συγκροτήματος να χαρούν το δάσος. Τα βούτηξα στο ποταμάκι, στις λάσπες κάναμε πατημασιές και χαζεύαμε τις Λιβελούλες. Με κοιτούσαν παράξενα που δεν τα μάλωνα μην τυχόν και βραχούν ή λερωθούν. Ποιος ξέρει τι θα σκεφτόταν για τον θείο από μέσα τους! Αντιθέτως τα παρότρυνα να βουτήξουν στο νερό και να χοροπηδάνε κάνοντας χαμό.
Χαλάλι το λέρωμα του αυτοκινήτου.
Ίσως εγώ το είχα μεγαλύτερη ανάγκη να λασπώσουν τα καθίσματα και να αφήσουν τα βρεγμένα παπούτσια στα πατάκια του αμαξιού.
Σαν να ξεθώριασαν στη μνήμη οι πόλεις από τσιμέντο σήμερα…
Α, μια αστραπή!
Τάσος Βακφάρης