“Τι πόνος είναι αυτός! Πω πω! Λες και συγκρούστηκα με φορτηγό! Απαπαπα! Ούτε πλευρό δεν μπορώ να γυρίσω! Το κεφάλι μου πάει να σπάσει… Ωπαλάκια! Το ‘χω! Για να ανοίξω λίγο τα μάτια μου… Ωπ! Πολύ φως! Μα, πού είμαι;”.

Η Λιζέτα άνοιξε τα μάτια της και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε ένα δωμάτιο που δεν είχε ξαναδεί. Καθαρό, μεγάλο και υπερβολικά πολύ φωτεινό για τον πονοκέφαλό της. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη -και ημίγυμνη- σε ένα μεγάλο κρεβάτι. Που δεν ήταν δικό της! Προσπάθησε να σηκωθεί, μα τα πόδια της δεν την κρατούσαν και σωριάστηκε ξανά στο μεγάλο κρεβάτι.

Κοίταξε δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας για ένα στοιχείο ώστε να καταλάβει πού βρίσκεται και γιατί βρίσκεται εκεί. Το μόνο που βρήκε ήταν το σμαραγδί μίνι φουστάνι της πλυμένο, σιδερωμένο και κρεμασμένο σε μία τεράστια λευκή ντουλάπα. Ξαφνικά της ήρθε μία εικόνα στο μυαλό! Εκείνη να χορεύει πίνοντας το ποτό της και φορώντας αυτό το σμαράγδι φουστάνι σε ένα μπαρ στο κέντρο της Αθήνας.

Το μπαρ το θυμόταν πολύ καθαρά. Ήταν το προηγούμενο βράδυ, μαζί με την Ματούλα την κολλητή της και είχαν βγει για να γιορτάσουν την προαγωγή της Λιζέτας. Ήταν μία προαγωγή που την περίμενε χρόνια και είχε δουλέψει πολύ σκληρά για να την κερδίσει. Η Λιζέτα δούλευε σε ένα περιοδικό και μετά από αρκετά χρόνια κατάφερε να πάρει τη θέση του αρχισυντάκτη, οπότε δεν γινόταν να μην το γιορτάσει! Εξ ου και το σμαραγδί μίνι φόρεμα της.

Ξαφνικά άκουσε θορύβους και συνειδητοποίησε πως όπου και αν ήταν, δεν ήταν μόνη! Κρύος ιδρώτας την έλουσε και προσπάθησε ξανά να σηκωθεί ώστε να ντυθεί και να κρυφτεί, μα ήταν αδύνατον. Παράτησε κάθε προσπάθεια και υπέκυψε στον πονοκέφαλό της, παριστάνοντας την κοιμισμένη. Άκουσε έναν άντρα να μιλάει, μια πόρτα να ανοίγει και το τρίξιμο από το ξύλινο πάτωμα. Μετά από λίγο, νερό! Αυτός ο άγνωστος είχε πάει στο μπάνιο.

“Την καταδίκη μου μέσα! Πρέπει να σηκωθώ οπωσδήποτε και να ντυθώ. Αλλά πώς; Το κεφάλι μου θα σπάσει, το στομάχι μου διαμαρτύρεται έντονα, δεν μπορώ να εστιάσω την όρασή μου και το κυριότερο, δεν ξέρω αν μπορώ να φτάσω μέχρι την ντουλάπα! Τι σκ@τ@ ήπια, Θεέ μου!”.

Προσεκτικά και σιγά- σιγά κατάφερε να καθίσει στο κρεβάτι, κατέβασε τα πόδια της στο πάτωμα και προσπάθησε να σηκωθεί. Τέλεια! Ήταν όρθια. Ευτυχώς φορούσε το μαύρο της κορμάκι. Ευτυχώς! Έκανε ένα βήμα χωρίς να παραπατήσει. Θετικό σημάδι. Έκανε κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο, μα το νερό σταμάτησε. Προσπάθησε να επιταχύνει το βήμα της, αλλά δεν τα κατάφερε. Την ώρα που άνοιξε η πόρτα του μπάνιου, παραπάτησε και έπεσε πάνω σε μια πολυθρόνα.

“Απορώ με εσένα! Δεν το σηκώνεις το ρημάδι το ποτό. Γιατί ήπιες τόσο πολύ, δεν ξέρω! Είσαι καλά, κοριτσάκι;”.

Μόνο ένας την έλεγε “κοριτσάκι”.

Γύρισε προς το μέρος της φωνής και τότε είναι που έχασε κυριολεκτικά τη γη κάτω από τα πόδια της.

“Δεν είναι δυνατόν! Σε παρακαλώ, μπορείς να με βοηθήσεις να κάτσω κάπου, γιατί τώρα όντως δεν νιώθω πολύ καλά;”.

Τα χέρια του την σήκωσαν και τη βοήθησαν να καθίσει στην πολυθρόνα. Της προσέφερε υγρά μαντηλάκια για να ξεβάψει το πρόσωπό της, βούρτσα και λάδι για τα μαλλιά και μια ρόμπα για να καλύψει το ημίγυμνο κορμί της. Έκατσε απέναντί της ευτυχώς αθλητικά ντυμένος και με ελαφρώς βρεγμένα μαλλιά από το μπάνιο, κοιτάζοντάς τη. Η Λιζέτα πήρε μια ανάσα και ξεκίνησε.

“Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εδώ; Γιατί είμαι μαζί σου; Γιατί είσαι μαζί μου; Γιατί είσαι εδώ; Και σταματά να με κοιτάς με αυτό το ύφος! Με εκνευρίζει και το ξέρεις!”.

“Θα το προσπεράσω το τελευταίο σχόλιο κοριτσάκι και θα απαντήσω στις υπόλοιπες ερωτήσεις. Είσαι σε ξενοδοχείο. Μην γουρλώνεις τα μάτια, στην Αθήνα είμαστε. Βρέθηκες εδώ όταν λιποθύμησες στα χέρια μου την ώρα που χορεύαμε στο μπαρ. Η Ματούλα είχε εξαφανιστεί ξανά με τον Γιώργο και εγώ είχα μείνει μαζί σου. Είσαι εδώ γιατί ήθελα να σε προσέχω και είμαι εδώ γιατί μου το ζήτησες. Τελευταίο μήνυμα… “Μανώλη, δεν ξέρω αν είσαι στην Αθήνα ή στην Ελλάδα, αλλά θέλω να σε δω. Γιορτάζω την προαγωγή μου στο αγαπημένο μας στέκι. Σε περιμένω.”.

Η Λιζέτα για μερικά δευτερόλεπτα ένιωσε τον πονοκέφαλο να υποχωρεί και σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό της. Εκείνη να χορεύει και ο Μανώλης να μπαίνει από την πόρτα. Ήταν μαζί έξι χρόνια. Της είχε κάνει πρόταση γάμου, αλλά μια τεράστια επαγγελματική πρόταση χάλασε τα σχέδιά τους. Εκείνος έπρεπε να φύγει για την Αμερική. Πολλά λεφτά. Της ζήτησε να πάει μαζί του, αλλά εκείνη κυνηγούσε την προαγωγή. Λίγους μήνες πριν την επαγγελματική του πρόταση, είχαν “χάσει” και ένα παιδί οπότε ήταν πολύ δύσκολο να φύγει. Δεν μάλωσαν ποτέ. Απλά ένα πρωί, μετά από ένα βράδυ μεγάλου πάθους, ο Μανώλης την φίλησε, πήρε τα πράγματα του και έφυγε. Μιλούσαν ανά τακτά διαστήματα και έτσι δεν κατάλαβαν πώς πέρασαν δύο χρόνια χώρια.
Και τσουπ, μπροστά της στο μπαρ. Το ένα ποτό έφερε το άλλο, ο ένας χορός έφερε τον άλλον και το πρώτο τους φιλί δεν άργησε να έρθει. Ανάμεσα στους καπνούς και τις σαμπάνιες εκμηδένισαν την απόσταση των δύο χρόνων και ένιωσαν ξανά όπως πριν. Μετά… μαύρο!

“Κάναμε…;;;”. Τόλμησε η Λιζέτα να ρωτήσει χωρίς να τον κοιτάξει.
Το γέλιο του γάργαρο, γέμισε το δωμάτιο.
“Δεν συνηθίζω να κοιμάμαι με αναίσθητες γυναίκες! Απλά ήρθαμε εδώ γιατί δεν ήξερα πού είναι το σπίτι σου. Μου είχες πει πως όταν έφυγα, άλλαξες σπίτι, αλλά δεν είχα ιδέα. Το κινητό σου είχε κλείσει από μπαταρία, η Ματούλα με τον Γιώργο ας μην το σχολιάσω, οπότε σε πήρα και σε έφερα εδώ. Είμαι τακτικός πελάτης, γιατί είναι το ξενοδοχείο που μένω όταν έρχομαι στην Ελλάδα και αυτό είναι το δωμάτιό μου. Λοιπόν, τι θα έλεγες να φάμε μαζί και να τα πούμε; Σίγουρα θα έχεις απορίες αν κρίνω από το βλέμμα σου και φυσικά, θέλω να μιλήσουμε και για εκείνα τα φιλιά που ανταλλάξαμε!”.

Η Λιζέτα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο ήχος της πόρτας την ξύπνησε για τα καλά. Ο Μανώλης σηκώθηκε, άνοιξε, πήρε ένα μικρό δισκάκι και μια σακούλα από τα χέρια της καμαριέρας, έκλεισε την πόρτα και πήγε κοντά της. Άφησε στο τραπεζάκι δίπλα της ένα ποτήρι νερό, μια πορτοκάλι ταμπλέτα και ένα άσπρο χαπάκι.

“Λοιπόν, κοριτσάκι, ζεστό νερό έχει. Στην ντουλάπα θα βρεις φόρμες, φανέλες και φούτερ μου. Μποξεράκια έχω στο δεύτερο συρτάρι. Δεν έχω ξεχάσει την εμμονή σου να φοράς τα δικά μου εσώρουχα. Κάλτσες στο τρίτο συρτάρι. Βούρτσα έχεις. Παπούτσια έχει στη σακούλα που σου άφησα εδώ και το κυριότερο… Βιταμίνη C και DEPON για το hangover. Σε περιμένω στο εστιατόριο κάτω! Μην αργήσεις!”.

Τη φίλησε απαλά στην κορυφή του κεφαλιού και έφυγε.

“Πάμε, Λιζέτα! Βιταμίνη C και DEPON και μετά… Μανώλης! Αλλά πρώτα, βιταμίνη C και DEPON!”.

Κατερίνα Μοχράνη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: