,

Ατύχημα ή ευτύχημα;

Σε μια στιγμή άλλαξαν όλα. Η ζωή του σε καρέ, προβάλει προς στα μάτια του. Στιγμές… πόσες στιγμές θυμάται! Είναι μικρός και γελάει ανέμελος στην αμμουδιά, τον κυνηγάει ο μεγαλύτερος αδελφός του, γελούν ευτυχισμένοι και η μητέρα, τους βρέχει με το νερό της θάλασσας γελώντας. Είναι απόλυτα ευτυχισμένοι! Την επόμενη ημέρα ο πατέρας… φεύγει. Τον βλέπει καθαρά, κρατά την βαλίτσα και περνά την πόρτα. Τους αφήνει… Η μητέρα στεναχωρημένη, τον κοιτά αμίλητη, συγκρατείται να μην δακρύσει. Στον καναπέ εκείνοι, στεναχωρημένοι περισσότερο με την μητέρα, παρά από την φυγή του πατέρα. Είναι απόλυτα θλιμμένοι! Έπειτα εκείνος έφηβος, πλακώνεται με τον Jimmy, πολύ τους «έμπαινε» τελευταία. Ο αδελφός του παραπέρα, πλακώνεται και αυτός με έναν από την συμμορία. «Σουγιάς, σουγιάς!» φωνάζει κάποιος και τρέχουν όλοι. Κάποιος πέφτει καταγής, είναι ο αδελφός του, κρατά την κοιλιά, αίμα, παντού αίμα.

«Πάρε την καρδιά μου μικρέ, είναι δική σου» ήταν τα τελευταία λόγια στο νοσοκομείο, πριν ο αδελφός του «σβήσει» για πάντα. Ο σπαραγμός της μητέρας, τα δάκρυα του πατέρα, εικόνα ανεξίτηλη, χαραγμένη βαθιά μέσα του. Ακολουθεί η κηδεία, οι συμμαθητές, οι φίλοι, οι συγγενείς και εκείνος απόλυτα μόνος να παρακολουθεί από μακριά, να πονά, η καρδιά να σπάει από τον πόνο, ο χαμός του αδελφού να τον διαλύει και ένα χειρουργείο, μια μεταμόσχευση, η καρδιά του αδελφού του ν’ αντικαθιστά την “χαλασμένη” δική του.
Μα τώρα κοίτα πως «τσιμπάει» πάλι η καρδιά, αναποδογυρίζουν όλα μέσα στο αυτοκίνητο, βλέπει μόνο μπερδεμένες εικόνες και χρώματα φευγαλέα. Νιώθει τον καφέ που πήρε το πρωί, στο T-Shirt του να τον έχει κάνει μούσκεμα. Κοιτάει όσο μπορεί να καταλάβει, να διαχειριστεί την κατάσταση, όχι δεν μπορεί, αίμα… πάλι αίμα! «Γιατί πρέπει πάντα να υπάρχει τόσο αίμα να πάρει; Έρχομαι αδελφέ, έρχομαι να σε βρω…» μονολογεί και χάνει τις αισθήσεις του. «Μπαμπά» του φωνάζει από το βάθος η μικρή κόρη του. «Μωρό μου, κοριτσάκι μου» της γνέφει γλυκά, μα δεν ξέρει πού είναι, δεν μπορεί να την αγγίξει, μόνο την ακούει. Να! Βλέπει την Νάντια, στέκει σιωπηλή. Η Νάντια του! Η γυναίκα του. Μα όχι, δεν είναι πια γυναίκα του. Χώρισαν, εκείνη περιμένει το παιδί ενός άλλου, ξαναέφτιαξε την ζωή της. Μόνο εκείνος απέτυχε! Απέτυχε σε όλα, να την κρατήσει, να της πει πόσο την αγαπά, πόσο την θέλει. «Νάντια μου, σε απογοήτευσα μωρό μου… Και η μάνα… Μάνα πού είσαι; Δεν σε ρώτησα ποτέ, πως άντεξες τόσο πόνο; Πώς άντεξες τον χαμό του πρωτότοκού σου, πώς άντεξες το διαζύγιο, πώς άντεξες τις τρέλες μου; Συγνώμη μάνα, δεν αντέχω άλλο…».

Περνά από την εθνική δίπλα από το τροχαίο μειώνοντας στο ελάχιστο ταχύτητα να δει τι έχει συμβεί, όπως οι περισσότεροι οδηγοί που περνούν μετά από την ακινησία μίας ώρας. Ένας αστυνομικός κάνει νόημα στα αυτοκίνητα να μην στέκονται, με τα χέρια δείχνει να περάσουν παρακάμπτοντας το σημείο του ατυχήματος. Η πυροσβεστική προσπαθεί να απεγκλωβίσει τον οδηγό που έχει χτυπήσει με δύναμη στις προστατευτικές μπάρες, με την βοήθεια ενός αλυσοπρίονου, κόβοντας σημεία του αμαξώματος. Οι τραυματιοφορείς δίπλα με το φορείο σε ετοιμότητα «Άσχημο ατύχημα, μακάρι να μην είναι δυστύχημα», σκέφτεται η Νάντια και λίγο πριν αυξήσει ταχύτητα, βλέπει από τον καθρέπτη να βγάζουν έναν άνδρα. «Μα στάσου! Αυτός είναι ο Μάνθος!» πιάνει ενστικτωδώς την κοιλιά της, το μωρό κινείται, καταλαβαίνει την αγωνία της καθώς εκείνη «κόβει» το τιμόνι απότομα δεξιά και ξεχύνεται στον δρόμο φωνάζοντας το όνομά του.

Ακόμα ένα χειρουργείο, να τον κρατήσει στην ζωή.

«Αγόρι μου, παιδί μου όμορφο, μην βασανίζεις το σώμα σου άλλο! Γιατί θες να πονάς συνεχώς, τι θες ν ’αποδείξεις;» τον είχε ρωτήσει η μητέρα του όταν είχε νοσηλευτεί από έναν ακόμα καβγά που είχε μπλέξει στο παρελθόν.

«Μητέρα; Γιατί έφυγε ο πατέρας;» είχε τολμήσει να την ρωτήσει

«Αγάπη μου, ο πατέρας δεν έφυγε, επέστρεψε στην οικογένειά του. Ήταν παντρεμένος, είχε άλλη οικογένεια. Δεν πήραμε διαζύγιο, διότι ποτέ δεν είχαμε παντρευτεί. Λυπάμαι που σας έβαλα σε αυτή την κατάσταση, που σας είπα ψέματα, μα… Μάνθο, σε παρακαλώ, επιτέλους σταμάτα να τα βάζεις με τον εαυτό σου, δεν φταις εσύ που έφυγε ο πατέρας σου!»

Και έτσι ο Μάνθος απελευθερώθηκε από τις ενοχές του. Σταμάτησε να σκορπίζεται σε καβγάδες και ουσίες, σε σχέσεις περιστασιακές και βίαιες. Γνώρισε την Νάντια του, έκαναν ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την Ελπίδα, δεκατεσσάρων χρονών πλέον. Συγχωρέσε τον πατέρα του, γνώρισε τα ετεροθαλή αδέλφια του, τον Μανώλη και τον Μάριο, σχεδόν συνομήλικοι του. Οι σχέσεις τους ήταν τυπικές, δεν μπόρεσε να «δεθεί» με τα αδέλφια του, υπόβοσκε πάντα μια ανταγωνιστικότητα, ένας αντρικός εγωισμός. Πάντα στα πρόσωπά τους «έβλεπε» την δική του δυάδα, εκείνον και τον αδικοχαμένο αδελφό του και κανένας άλλος αδελφός δεν χώραγε στην δανεική καρδιά του, πλην του «δικού» του αδελφού.

Ήταν εκείνη η εποχή που ο γάμος τους δεν πήγαινε καλά. Είχαν προσπαθήσει πολύ να μείνουν μαζί για χάρη της Ελπίδας, να μεγαλώσει κάπως, να μπορέσουν να της μιλήσουν, να της δώσουν χρόνο να διαχειριστούν τον χωρισμό τους. Συμφώνησαν να χωρίσουν, δεν υπήρξαν καβγάδες, δεν υπήρξαν εντάσεις, ήταν ένας συναινετικός χωρισμός, μια ανάγκη να μην είναι πλέον μαζί ξεπήδησε από την μεριά της Νάντιας. Ο Μάνθος προσπάθησε να την πείσει, μα η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, άλλωστε μόνο δίκιο μπορούσε να της δώσει. Ένιωθε μοναξιά μαζί του. Ακόμα και όταν ήταν μαζί, ο Μάνθος ήταν αλλού. Ταξίδευε η σκέψη του, δεν μίλαγε, δεν της «ανοιγόταν». Έπειτα ήταν και τα επαγγελματικά προβλήματα, μα ούτε και για αυτά ποτέ της μίλησε, τα έμαθε από τον συνέταιρό του. Τον αγαπούσε, αλλά δεν μπορούσε άλλο μαζί του, την είχε καταδικάσει στην σιωπή. Και έτσι χώρισαν, σιωπηλά, βουβά, χωρίς να πουν τις αλήθειες τους, χωρίς να καταλάβουν ο ένας τον άλλο.

Η Νάντια με τον Μανώλη, γνωρίστηκαν σ’ ένα επαγγελματικό σεμινάριο. Δεν ήξεραν πως ο Μάνθος ήταν ο κοινός συνδετικός τους κρίκος. Η Ελπίδα ήταν εκείνη που έδειξε μια φυτογραφία του Μανώλη στον Μάνθο από το κινητό της, να του δείξει τον νέο σύντροφο της μαμάς. Η Νάντια του είπε μετέπειτα πως ήταν έγκυος από τον Μανώλη. Εκείνο το πρωινό ο Μάνθος δεν της αποκάλυψε πως με τον Μανώλη είναι αδέλφια, παρά μόνο πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε πικραμένος, αδειασμένος. Ένιωθε ακόμα μια φορά εγκαταλειμμένος, αυτή την φορά όχι από το πατέρα του, αλλά από μια ατυχή σύμπτωση που έμπλεκε τις ζωές τους. Έτρεχε στην εθνική, δεν φορούσε ζώνη, τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα, δεν είδε τις προστατευτικές μπάρες, έβλεπε μόνο την Νάντια να τον φιλάει, να κάνουν έρωτα, να τον αγαπά όπως παλιά, και την Ελπίδα να του φωνάζει «Μπαμπά, πρόσεχε!».

Έζησε! Έζησε για τη Ελπίδα του, για το κοριτσάκι του, να έχει πατέρα, να μην βιώσει κανένα πένθος, να μην ζήσει ό,τι έζησε εκείνος. Έζησε και μίλησε επιτέλους! Μίλησε στην Νάντια, μίλησε για τα αισθήματά του, μίλησε στο μικρό παιδί μέσα του, συμφιλιώθηκε μαζί του. Έγινε καλύτερος, έγινε δυνατός και η δανεική καρδιά του, κτύπησε από αγάπη, όχι για την Νάντια, μα για μια άλλη γυναίκα που τον αγάπησε χωρίς περιορισμό, που την αγάπησε χωρίς δισταγμό, χωρίς φόβο εγκατάλειψης, χωρίς μυστικά και σιωπές.

Ελένη Ρέγγα

Απάντηση


%d