Η Αυγουστιάτικη πανσέληνος ολοστρόγγυλη ξεπρόβαλε στο βάθος της λίμνης, θαρρείς και υπέμενε καρτερικά τη στιγμή που περήφανη και λαμπερή θα όρθωνε το ανάστημά της στον έναστρο ουρανό, ως η απόλυτη φωτεινή δύναμη στην απεραντοσύνη της νύχτας. Το δάσος γύρω απέπνεε μια μυστικιστική ατμόσφαιρα. Η Θεώνη είχε μόλις τελειώσει το νυχτερινό της μπάνιο και ξάπλωσε στο χορτάρι. Αυτές ήταν άλλωστε και οι οδηγίες της τσιγγάνας.
«Με το μπάνιο τη νύχτα της πανσέληνου εξαγνίζεις το σώμα σου και την ψυχή σου κι ετοιμάζεσαι πλέον καθαρή να δεχτείς αυτό που προμηνύεται», της είχε πει.
Έπιασε το ασημένιο φυλαχτό στο λαιμό της. Ένα γι’ αυτήν κι ένα για ‘κείνον. Του το έδωσε την τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Έπρεπε οπωσδήποτε να το φοράνε και οι δύο ταυτόχρονα σήμερα αλλιώς….
Αλλιώς δεν ήθελε να σκεφτεί το αποτέλεσμα. Της το είχε υποσχεθεί ότι θα το φορούσε, ότι όλα θα πήγαιναν καλά αρκεί εκείνη να μη φοβηθεί.
Ένα απαλό αεράκι χάιδεψε το κορμί και το λαιμό της, αναγκάζοντας τη Θεώνη να φορέσει το λευκό νυχτικό που είχε αφημένο δίπλα της. Θυμήθηκε τη βραδιά που τον συνάντησε για πρώτη φορά, εδώ στην άκρη της λίμνης. Είχε αποφασίσει να επισκεφτεί μετά από πολύ καιρό το εξοχικό του πατέρα της. Η καλύβα του Μπαρμπά Θωμά όπως την αποκαλούσε, κληρονομιά που ποτέ δε θέλησε στη μέση του πουθενά. Να όμως που τώρα της είχε βγει σε καλό.
Στην αρχή είχε τρομάξει έτσι όπως τον αντίκρισε γυμνό και ματωμένο να τρέμει. Πλησιάζοντας όμως τα μάτια του την κέρδισαν. Δύο γαλάζιες χάντρες που φώλιασαν στην καρδιά της. Όταν εκείνος συνήλθε έτρεξε στη λίμνη να ξεβγάλει το αίμα και η Θεώνη παρακολουθούσε την κάθε του κίνηση. Το γεροδεμένο κορμί, τα μακριά μαλλιά του, μια πρωτόγνωρη και ζωώδη αίσθηση που ανατάραζε το είναι της.
Όταν εκείνος βγήκε από τη λίμνη, την πλησίασε και κάθισε δίπλα της αμίλητος. Η Θεώνη ανατρίχιασε καθώς το χέρι του ακούμπησε το δικό της. Μυρωδιές λαγνείας ξεχύθηκαν από το κορμί της. Εκείνος ρουθούνισε χαμογελώντας στον αέρα και γλίστρησε το χέρι του αθόρυβα κάτω από το φόρεμά της χαϊδεύοντας όλο το κορμί της. Χωρίς να το καταλάβει η Θεώνη, τα κορμιά τους στροβιλίζονταν σ’ ένα ερωτικό ταγκό με τις κραυγές τους να καλύπτουν κάθε ήχο της νύχτας. Στο τέλος ξέπνοη ξάπλωσε ανάσκελα στο χορτάρι, πλήρης, ν’ αγναντεύει τον έναστρο ουρανό, χαμογελαστή για την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία. Εκείνος παρατηρούσε την κάθε της κίνηση με τα γαλάζια του μάτια, γεμάτος ικανοποίηση αλλά και ζεστασιά. Τα μάτια αυτά στα οποία η Θεώνη γνώρισε τον έρωτα, τον πόθο, την αγάπη.
Αυτό επαναλήφθηκε πολλά βράδια ακόμα, κάθε φορά όμως εκείνος στο τέλος έφευγε. Το κενό που που ένοιωθε κάθε φορά την τρέλαινε. Φώναζε παρακαλώντας τον να μείνει έστω για μερικά λεπτά ακόμα, όμως εκείνος ανένδοτος. Την τελευταία φορά δεν άντεξε και ξέσπασε σε αναφιλητά, τον έβρισε και σηκώθηκε να φύγει απειλώντας ότι δε θα ξαναεμφανιζόταν στη λίμνη. Εκείνος έτρεξε πίσω της, την άρπαξε από το χέρι και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Γονάτισε τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τα πόδια της κι ανάμεσα σε κλάματα της εξομολογήθηκε τον έρωτά του, αλλά και το τεράστιο μυστικό του. Το κορμί του παλλόταν από την ένταση. Η Θεώνη έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει στο κενό. Δε μπορούσε ούτε να ανασάνει από την έκπληξη και το φόβο. Πώς ήταν δυνατόν; Την κορόιδευε. Τα γαλάζια μάτια του όμως όταν σήκωσε το κεφάλι να την αντικρίσει, δε μπορεί να έλεγαν ψέματα.
«Πώς υπάρχει ο έρωτας; Η αγάπη; Δεν υπάρχει εξήγηση. Το ίδιο είναι κι αυτό…» της είπε ένα βράδυ.
Η Θεώνη κατέληξε ότι είχε δίκιο ή απλώς ήταν τυφλωμένη από έρωτα τόσο δυνατό που θα έκανε τα πάντα για να είναι μαζί. Πρώτη φορά της συνέβαινε αυτό. Κι έτσι εντελώς τυχαία και πάλι συνάντησε την τσιγγάνα στο διάβα της, σ’ ένα πανηγύρι που είχε επισκεφτεί με φίλους να της εξηγεί την πιθανή λύση δίνοντας της τα δύο φυλαχτά.
Οι ήχοι της νύχτας σιώπησαν. Η Πανσέληνος κοκκίνισε και τα νερά της λίμνης μετατράπηκαν σε ματωμένο βάλτο έτοιμο να υποδεχτεί το επερχόμενο κακό.
Και τότε ακούστηκαν τα ουρλιαχτά και τα ποδοβολητά μέσα στο δάσος. Κάτι έτρεχε πολύ γρήγορα προς το μέρος της. Κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα. Σηκώθηκε και περίμενε όρθια στο σημείο ακριβώς που είχαν ενωθεί τα κορμιά τους την πρώτη φορά. Μέχρι τελευταία στιγμή πίστευε ίσως ότι όλα ήταν ψέματα όμως τώρα… τώρα όλο της το κορμί, η ψυχή της ολάκερη έτρεμε. Θέλησε να φωνάξει βοήθεια, αλλά η φωνή της την είχε εγκαταλείψει. Έπιασε το φυλαχτό στο στήθος της και τότε τον είδε. Μέσα από τη συστάδα των θάμνων, δύο γαλάζια μάτια ξεπρόβαλαν και σιγά σιγά αποκαλύφθηκε και το υπόλοιπο σώμα. Ο Λυκάνθρωπος σηκώθηκε στα δυο του πόδια θεόρατος, απειλητικός. Τα μακριά νύχια, τα κοφτερά δόντια, το τριχωτό κορμί, δε θύμιζαν σε τίποτα τον αγαπημένο της. Στο χέρι του κρατούσε το κεφάλι ενός ελαφιού. Μόνο τα μάτια του παρέμεναν τα ίδια. Η Θεώνη παρέλυσε από το φόβο, με την καρδιά της να χτυπάει τόσο γρήγορα και δυνατά σα να παθαίνει ανακοπή. Στο λαιμό του κρεμόταν το φυλαχτό που του είχε δώσει. Την πλησίασε αργά ρουθουνίζοντας στον αέρα και τότε τα φυλαχτά τους λαμπύρισαν ταυτόχρονα. Ο Λυκάνθρωπος άρχισε να χτυπιέται στο έδαφος, ενώ ο λαιμός του καιγόταν. Άλλαζε μορφές με γρήγορους ρυθμούς, πότε ανθρώπινη και πότε λυκανθρώπου, ενώ η Θεώνη έκλαιγε βλέποντας τον έρωτα της ζωής της να υποφέρει τόσο. Με μια τελευταία κραυγή ο αγαπημένος της τράβηξε το φυλαχτό και το πέταξε στη λίμνη. Η Θεώνη πέτρωσε από το φόβο κι εκείνη τι στιγμή κατάλαβε. Ο Λυκάνθρωπος σηκώθηκε ορθώνοντας το ανάστημά του και ούρλιαξε τόσο δυνατά που όλο το δάσος μαζεύτηκε φοβισμένο μπροστά στο μεγαλείο αυτού του πλάσματος.
«Τα μάτια… τα μάτια…», σκέφτηκε η Θεώνη. «Αν τα μάτια του είναι γαλάζια, υπάρχει ελπίδα…», ήταν όμως πολύ αργά.
Τα μάτια του Λυκανθρώπου πορτοκαλί, σχεδόν κόκκινα σαν αίμα την κοίταξαν όλο μίσος. Πριν προλάβει η κοπέλα να τρέξει, με μια δρασκελιά την άρπαξε από το λαιμό μπήγοντας τα δόντια βαθιά στη σάρκα και με μια κίνηση την αποκεφάλισε. Βγάζοντας μια κραυγή νικητή χάθηκε στο δάσος. Η Πανσέληνος έλαμψε πάλι στο νυχτερινό ουρανό φωτίζοντας τα δύο ασημένια φυλαχτά που ταξίδευαν δίπλα δίπλα στα σιωπηλά νερά της λίμνης.
Elpida Petrova