,

Μια δεύτερη ευκαιρία

Ονομάζομαι Λάνα Άρθουρ, είμαι σε κώμα εδώ και τρεις μήνες. Μένω στη ζωή χάρη στη μηχανική υποστήριξη, όμως… Μπορώ και ακούω τα πάντα… Τις κουβέντες των γιατρών με τους δικούς μου, τα κλάματα, την διαρκή προσευχή να συμβεί αυτό το θαύμα, που ήταν η μόνη μου ελπίδα να ανοίξω τα μάτια μου.

Καθώς το διαβάζεις, θα αναρωτιέσαι πώς κατέληξα σε αυτή την κατάσταση. Δεν μου συνέβη κάποιο ατύχημα, δεν αρρώστησα, δε με τραυμάτισαν, όπως πιθανόν υποθέτεις. Έδωσα οικειοθελώς τέλος στη ζωή μου, πέφτοντας από τον τρίτο όροφο μία νύχτα του χειμώνα, που η ματαιότητα με κατέκλυσε τόσο, που πίστεψα πως ο κόσμος αυτός δεν κρύβει άλλες χαρές για μένα. Επιβίωνα για χρόνια με τραύματα ανοιχτά κι ευάλωτα σε κάθε λογής μολύνσεις. Ο χρόνος για μένα δεν ήταν γιατρός, μα τοκογλύφος που με τόκιζε όσο κυλούσε απελπισία, νοσταλγία, ευαλωτότητα… Μεγάλωνε την άμορφη σκοτεινή μάζα που άρχισε να σχηματίζεται μέσα μου, ώσπου έγινε τόσο μεγάλη που με κάλυψε ολόκληρη. Άρχισε να μου περιορίζει σταδιακά τις ανάσες, να διαβρώνει τη σκέψη μου, να διαλύει τα όνειρά μου. Κάπως έτσι, μπορούσα να φανταστώ τη θλίψη…

Μα, δεν έριξα στιγμή το φταίξιμο σε μένα για όλο αυτό, κατηγορούσα εκείνη… Εκείνη τη φωνή που με πρόσταζε και με καθοδηγούσε από την πρώτη στιγμή. Αυτή που μου είχε πει πως ό,τι αγαπώ θα είναι στη θάλασσα, μα εγώ θα το χαζεύω εγκλωβισμένη από τη στεριά και πως θα σιγοψιθυρίζω τάχα πως δεν ξέρω κολύμπι βρέχοντας μονάχα τα άκρα μου δειλά. Τριγύρω θα επαινούν που δε ρισκάρω τον πνιγμό κι αυτό την ενοχή θα αλαφρώνει. Ξάφνου ο αέρας θα αρχίσει να ελαττώνεται, σαν ένας κόμπος που ύπουλα κόβει την ανάσα. Τον πνιγμό που μπορεί να επιφέρει το κολύμπι δε θα φοβάμαι πια, αφού θα κινδυνεύω πιο πολύ να πνιγώ στην στεριά. Άλλωστε τότε θα κατηγορήσω τα κύματα, ενώ στη στεριά, με έπνιγα εγώ. Μια ψυχή φοβισμένη, που πλέκει δεσμά, με αυτά δένεται, ασφυκτιά και πονά…

Ξάφνου θα βουλιάξω στη θάλασσα… Θα διαπιστώσω πως ξέρω κολύμπι, μα ό,τι αγαπώ πια έχει φύγει, έχει στερεωθεί στον πυθμένα. Ξέρω πως τόσο κάτω δεν φτάνω κι ας μη φοβάμαι πια. Ήρθε τότε και μου έδωσε μια κλεψύδρα. Είχε στερέψει από άμμο, ο χρόνος είχε λήξει. Μου είπε πως είναι συνήθεια των δειλών, να τρέχουν να πιάσουν το όνειρο αφού έχει ήδη πετάξει σε σύμπαντα παράλληλα. Μου είπε πως ακόμη απ’ τα λάθη μου δεν έμαθα και με παρακάλεσε να σταματήσω να πείθω το αντίθετο με χιλιάδες ψέματα. Να μιλήσω για το φίμωτρο που μου έκλεινε τη φωνή όταν έπρεπε να απελευθερωθεί και βίαια αποσπώνταν μια τυχαία στιγμή και ο ήχος μου τότε φαντάζει κραυγή. Εγώ συνέχισα να σιωπώ… Έπειτα, έστρεψα το δάχτυλο στο μέρος της, της έριξα ενοχή για τα πάντα.

Τη βάφτισα μοίρα… “Ανώτερη ύπαρξη, από κάποιο άλλο σύμπαν που κινεί της ζωής τα σχέδια, δίχως κανείς να το γνωρίζει”. Μου έδειξε τα τέσσερα δάχτυλα του χεριού που στρέφονταν σε μένα λέγοντας «είμαι μονάχα κάτι τεχνητό που έφτιαξες εσύ, ένα τεχνητό άλλοθι για κάθε σου λάθος. Η δικαιολογία που σε δεσμεύει σε μία φυλακή, της οποίας εσύ κρατάς το κλειδί». Μα δυστυχώς όταν άρχισα να πασχίζω να βρω το κλειδί, ήταν πια αργά και κάπως έτσι, ήρθε, ή μάλλον έφερα το τέλος.

Ξάφνου, καθώς τα σκέφτομαι όλα αυτά, παύω να ακούω φωνές γύρω μου. Αρχίζω και βλέπω εναλλασσόμενες εικόνες σαν να ονειρεύομαι και μάλιστα πανέμορφες εικόνες. Μέσα σε όλες αυτές βλέπω κι εμένα, σαν εξωτερικός μου παρατηρητής, με τη διαφορά πως μπορούσα να βιώσω παράλληλα τα συναισθήματά μου σε κάθε εικόνα. Είδα εμένα, ένα τοπίο γεμάτο χρώματα, να κοιτώ το ηλιοβασίλεμα μέσα σε μια αγκαλιά. Εμένα σε ένα όμορφο ταξίδι, σε χαρούμενες γιορτές, εμένα πετυχαίνοντας στόχους, εμένα να ζω ξανά. Ένιωσα την αίσθηση της ελπίδα της ανακούφισης, την αίσθηση της ηρεμίας που είχα ξεχάσει, της χαράς, του ενθουσιασμού, του έρωτα, της αγάπης, της περηφάνιας… Κάτι μου έλεγε πως έβλεπα το μέλλον μου. Το μέλλον που θα είχα εάν δεν είχα δώσει τέλος. Μια φωνή που ακούστηκε τότε μου το επιβεβαίωσε…

Άρχισα τότε να θέλω τόσο απεγνωσμένα να ανοίξω τα μάτια μου, να ζήσω ξανά! Να μετανιώνω που τα παράτησα, που επιδίωξα να φύγω δίχως να συλλέξω αρκετές όμορφες αναμνήσεις, που έχασα την ελπίδα μου και τότε ξάφνου… Άνοιξα τα μάτια μου και επανήλθα στη ζωή!

Iωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: