Απόψε θα σου μιλήσω για εκείνους. Δύο ανθρώπους που δεν πίστευαν στην μοίρα, που πίστευαν πως την ζωή μας την φτιάχνουμε μόνοι μας, πως είμαστε μονάχα οι επιλογές μας. Στο μυαλό τους η μοίρα, το γραμμένο, ήταν λέξεις οι οποίες δεν μπορούσαν να καθορίσουν την ζωή σου. Ήρθε όμως η ίδια η ζωή να τους ανατρέψει όλη σχεδόν την κοσμοθεωρία. Ήταν δύο άνθρωποι ρεαλιστές, πραγματιστές. Πίστευαν μόνο όσα η λογική μπορούσε να ερμηνεύσει. Δεν χωρούσε το κεφάλι τους ανώτερες δυνάμεις. Δύο άνθρωποι αντίθετοι και όμως τόσο μοναδικά ίδιοι.
Γνωρίστηκαν σε μικρή ηλικία, τότε που πιστεύεις πως η έλξη είναι έρωτας και ο ενθουσιασμός αγάπη. Και ήταν όλα τόσο αγνά, τόσο αθώα. Τα συναισθήματα που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους ήταν έντονα, βαθιά, που νόμιζες πως θα σκιστούν τα σωθικά τους. Γνωρίστηκαν σε μια ηλικία που δεν υπάρχουν πληγές ριζωμένες, πως όσα άκουγαν από άλλους ανθρώπους μεγαλύτερους ήταν απλά υπερβολές. Ζούσαν από την δύναμη της έλξης, της λαχτάρας, από την αγάπη της νιότης, της παιδικότητας. Είχαν πλάσει το δικό τους παραμύθι και πίστευαν πως σε αυτό δεν υπήρχαν δράκοι μα μονάχα νεράιδες. Μέχρι που ανατράπηκαν όλα. Ήταν η ζωή που την πρώτη φορά τους χώρισε, οι εξελίξεις. Οι σπουδές απαραίτητες, ο αποχωρισμός μονόδρομος. Ο καθένας είχε τα όνειρά του και έπρεπε με κάθε κόστος να τα ακολουθήσει. Μα ήταν η μοίρα εκείνη που έπλεξε μια αόρατη κλωστή και τους έδεσε, έδεσε τις καρδιές τους και ας νόμιζαν εκείνοι πως θα ζουν πλέον ζωές παράλληλες.
Χάθηκαν για λίγο, η απόσταση η χιλιομετρική ήταν μεγάλη. Μα η απόσταση των ψυχών τους θαρρείς και απείχε μόλις μια ανάσα. Η ανάμνηση πάντα ζωντανή στο μυαλό τους, να αναπολεί την παιδικότητα εκείνου του καιρού. Τότε που πίστευαν πως τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, χωρίς να έχουν ζήσει την σκληρή πλευρά της ζωής.
Ζούσαν ο καθένας τα όνειρά του, κατάφεραν να πετύχουν σχεδόν ό,τι είχαν φανταστεί. Επιτυχής ακαδημαϊκή πορεία, επιτυχημένη καριέρα, ακόμη και σχέσεις με προοπτικές έκαναν. Όμως πάντοτε υπήρχε η ανάμνηση ζωντανή που έφερνε ένα μειδίαμα, σχεδόν χαμόγελο θα το έλεγε κανείς. Μα δεν υπολόγισαν πως όταν η κλωστή της μοίρας σε δέσει, δεν μπορείς να ξεφύγεις όσο και αν το προσπαθήσεις.
Βρέθηκαν ξανά μετά από καιρό τυχαία. Μα κανείς δεν μπορούσε να βρει τι να πει. Χάθηκαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, έμειναν να κοιτάζονται χωρίς να υπάρχουν λέξεις να γεμίσουν την σιωπή. Μα ήταν η σιωπή της οικειότητας, όχι της αμηχανίας. Εκείνη γύρισε να φύγει, ήξερε πως αυτή ήταν μια ιστορία παλιά. Δεν πίστευε πια στα παραμύθια, στις νεράιδες, στο ευτυχισμένο τέλος. Εκείνος έμεινε λίγα δευτερόλεπτα να την κοιτάζει, μα ήξερε πως ό,τι έζησαν ήταν παρελθόν, πως πια δεν υπήρχε τίποτα να τους ενώνει.
Η συνάντηση αυτή έμελλε να είναι και η αρχή μιας εξέλιξης απρόσμενης για τα δικά τους μέτρα και σταθμά. Ήταν δύο άνθρωποι που δεν πίστευαν στην τύχη, στην μοίρα, ήταν άνθρωποι ρεαλιστές. Και ας βρισκόντουσαν όλο και πιο συχνά τυχαία και ας έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον στα πιο απίθανα σημεία. Σε μέρη που εκείνος δεν σύχναζε, μα πήγαινε για τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Σε μέρη που εκείνη δεν πήγαινε, μα το ήθελαν οι παρέες της.
Ώσπου ένα βράδυ του Δεκέμβρη, βρέθηκαν ξανά. Μετά από μήνες, ήταν αυτή η συνάντηση που τους έκανε να πιστέψουν πως ίσως τελικά υπάρχει το πεπρωμένο, η μοίρα. Ήταν τότε που κατάλαβαν πως το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Ήταν τότε που ένιωσαν πως η κλωστή που χρόνια πριν είχε δέσει τις ζωές και τις καρδιές τους, τους έδειχνε πως ο ένας είναι το κομμάτι του άλλου που λείπει τόσα χρόνια. Το βράδυ εκείνο κατάλαβαν πως από ό,τι γράφεται δεν μπορείς να ξεφύγεις και ας ζεις ζωές παράλληλες. Από εκείνη την βραδιά, οι ζωές τους από παράλληλες έγιναν ένα και ζήσαν το δικό τους παραμύθι, με νεράιδες, δράκους, μα πάνω από όλα με το δικό τους ευτυχισμένο τέλος.
Αθηναΐδα Κ.