, ,

Βέρα – 1

Τρία παιδιά της κατάφερε ο τρισκατάρατος ήδη κι όπως το ένιωθε, ακόμη ένα πετάριζε μέσα της και ξεκινούσε τη ζωή του, όταν ένα αυγουστιάτικο βραδάκι της είπε έτσι απλά «Αριβεντέρτσι Ρόμα» κι έγινε καπνός δια παντός. Κάπως έτσι μας τελείωσε ο Μανωλάκης, άνθρωπος χωρίς ουσία μα με μεγάλο στόμα κι ακόμη μεγαλύτερη όρεξη να βάζει τη Βέρα κάτω κάθε βράδυ, ήθελε δεν ήθελε, μπορούσε δεν μπορούσε. Η Βέρα γράμματα δεν ήξερε, ποτέ της δε δούλεψε, από τη μάνα στο Μανώλη στα δεκατέσσερα και τώρα στο δρόμο με τρία παιδιά κι εγκυμονούσα. Σκληρός άνθρωπος ο Μέμος, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, δεν χαμπάριασε από παρακάλια και δάκρυα, καμία συμπόνοια που πετούσε στο δρόμο μια μάνα με τρία μικρά παιδιά. «Να ευχαριστείς που δε σου ζητάω και τα χρωστούμενα που μου φόρεσε ο κοπρίτης σου! Χώρια τα έξοδα που θα κάνω για να φτιάξω τις ζημιές!» και σπρώχνοντας βίαια, πέταξε και τους τέσσερις έξω. Μάταια χτυπούσε η Βέρα την πόρτα να της ανοίξει, μάταια έκλαιγε, τσίριζε τραβούσε τα μαλλιά της και παρακαλούσε. Κλείσανε και τα παραθυρόφυλλα της γειτονιάς με θόρυβο στις εκκλήσεις για βοήθεια. «Ποιος να μαζέψει τη ζωντοχήρα με τρία κουτσούβελα; Μπελάδες στο κεφάλι μας!» απλώθηκε το μουρμουρητό στα δρομάκια.

Περπατούσαν ώρες χωρίς προορισμό, χωρίς νόημα, τρία ζευγάρια χέρια σφίγγανε το φουστάνι της, μπερδευόταν στα πόδια της, άλλοτε κλαίγανε, πεινούσαν, διψούσαν, άλλοτε σωριάζονταν κάτω από την κούραση, η Βέρα απλώς περπατούσε χωρίς σταματημό. Στον αυλόγυρο της εκκλησίας στάθηκαν, βρήκανε νερό κι έτσι απλά κάτω από τον ίσκιο των δέντρων αποκοιμήθηκαν νηστικοί, βρώμικοι και κουρασμένοι.

Το πρωί η μάνα δε φαινόταν πουθενά, φώναζαν, την καλούσαν, ώσπου οι ελπίδες χάθηκαν, καμία απόκριση. Βράδιασε, τα δέντρα για άλλη μια φορά γίνανε καταφύγιο και για πολλές, πάρα πολλές βραδιές μετέπειτα.

***

Κάτι θολές αναμνήσεις έρχονταν καμιά φορά στο νου της, κάτι παιδιά χοροπηδούσαν μπροστά στα μάτια της, μια μελαχρινή νεανική φιγούρα δίχως ξεκάθαρα χαρακτηριστικά… τις έδιωχνε βιαστικά και συνέχιζε το σιδέρωμα. Σήμερα είχε μπόλικο σιδέρωμα στη βιοτεχνία, μετά θα πεταγόταν στην Κατερίνα να τη βοηθήσει με την καθαριότητα, ετοιμόγεννη κοπέλα ήταν και η Βασιλική της στεκόταν σε όλα, ιδίως όταν χάσανε τους γονείς της Κατερίνας. Σαν κόρη τους τη μεγάλωσαν από τότε που η οικογένεια τη βρήκε πεντάχρονη κάτω από τα δέντρα της εκκλησίας, εξαθλιωμένη και φοβισμένη. Πόση υπομονή, πόση αγάπη, πόση φροντίδα και θαλπωρή της έδωσαν κι ένα σπίτι όμορφο να νιώθει ασφαλής, να μεγαλώσει όπως πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά, δόξα το Θεό που υπήρξαν κι αυτοί, αιώνια θα τους ευγνωμονεί, μέχρι να κλείσει τα μάτια της. Μετά αν προλάβαινε θα περνούσε και από τον Κωστή της, έστω ένα γλυκό φιλί για καληνύχτα.

Ο Κωστής ήταν το ομορφόπαιδο της λαϊκής αγοράς, καλό παιδί και γελαστό, τραβούσε τις γυναίκες σαν τις μύγες, ουρές οι κοπελούδες στον πάγκο του, γελάκια, ματιές και νάζια και τα φρέσκα λαχανικά εξαφανιζόταν στο πι και φι, μα ο νους του έτρεχε αλλού. Ώρες ατέλειωτες έπιανε το τραγούδι με την υπέροχη φωνή του και ονειρευόταν τη Βασιλικούλα του, από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε, η ζωή του γέμισε φως. Χαιρόταν κι ο μπάρμπα Μήτσος, λάμπανε τα μάτια του, πετάριζε η καρδιά του, ευλογημένη η ώρα που του χτύπησε την πόρτα μια νυχτιά ζητώντας φαγητό ένα τόσο δα πλασματάκι σαν αερικό, χλωμό κι αδύνατο, ήταν δεν ήταν εφτά χρονών. Πόση δύναμη αντίκρυσε στα δυο του σκοτεινά μάτια παρά την κατάστασή του, πόσο θάρρος στη λέξεις που ξεστόμισε «Πεινάω, θα δουλέψω!». Ούτε ένα λεπτό του πήρε να αποφασίσει πως αυτό το παιδί θα το φρόντιζε και θα το μεγάλωνε σα δικό του παιδί. Σαν από θαύμα ήρθε στην πόρτα του κι απέκτησε το γιό που λαχταρούσε μια ζωή και δεν πρόλαβε η Ανάστω να του χαρίσει. Ας είναι, χαλάλι του όλα, τόση γη και τόσα καλούδια θα τα χαρεί ο Κωστής του, ο γιός του, το καμάρι του, μαζί με τη Βασιλικούλα και τα παιδιά τους. ‘Ολοι οι κόποι του θα έχουν νόημα πια.

Η ζωή δε στάθηκε ρόδινη για τη Μαρία, από το ορφανοτροφείο στα διάφορα χέρια, άλλα δύσκολα, άλλα αδιάφορα, κακά, στο τέλος πάλι στο ορφανοτροφείο κατέληγε πιο πληγωμένη και δυστυχισμένη από πριν. Κακορίζικο το φωνάζανε, κανείς δε το ήθελε ούτε εκεί, ούτε οι οικογένειες που το παίρνανε, στο τέλος βαρέθηκαν να ασχολούνται μαζί της, της δώσανε το σφουγγάρι και το πανί να καθαρίζει τα σκατωμένα στρώματα και να βοηθάει στην κουζίνα. Ένα πιάτο φαΐ την ημέρα κι ένα λερωμένο στρώμα στην αποθήκη ήταν η αμοιβή της, εκεί που το βρήκανε να ζει κρυφά και να τρώει τα αποφάγια της κουζίνας, ένα τετράχρονο τόσο δα, παρέα με τις χλωρίνες και τα πατσαβουρόπανα. Μα να που η τύχη της χαμογέλασε μετά τόσα χρόνια και η πλούσια κυρία Πέλο από το απέναντι αρχοντικό, ήρθε για άλλη μια φορά και ζήτησε πάλι ένα ορφανό στο σπίτι για όλες τις δουλειές. Ήξερε η Μαρία από τις υπόλοιπες που φεύγανε για δουλειά τόσα χρόνια στο αρχοντικό ότι είχαν όλα τα καλά, το δικό τους δωματιάκι με το μπανάκι του, καλό μισθό, φαγητό, ένας Θεός ξέρει γιατί ξαφνικά τα παρατούσαν και τρεις την ώρα η αρχόντισσα ζητούσε κορίτσια. Η Μαρία πάντως πέταξε από τη χαρά της που επιτέλους θα έφευγε από εκεί μέσα. «Και σίγουρα…» μουρμούρισε «…από μένα δεν θα γλιτώσουν έτσι εύκολα!».

Ο μικρός πουλήθηκε για πολλά λεφτά κι ένα δυάρι με θέα σε καλή γειτονιά. Πάρη τον βαφτίσανε οι αγοραστές του, στα πλούτη και στα πούπουλα τον μεγαλώσανε, αξιοσέβαστη οικογένεια με όνομα και ιστορία. Ποτέ δεν έμαθε για τη μάνα του και γιατί άλλωστε έπρεπε να ξέρει από πού κρατάει η σκούφια του; Μια χαρά η ζωή του τα έφερε, όμορφα και στρωτά. Είκοσι χρονών πια, ξόδευε τη ζωή του με τη μια και την άλλη μαζί με τα πλούτη του Επαμεινώνδα και της Πέλο χωρίς τύψεις και ενοχές. Σκατόψυχος κι ο ίδιος σαν τους γεννήτορές του, έτριβε τα χέρια του και ετοίμαζε τα ανώμαλα σχέδιά του για την επόμενη ορφανή που ετοιμαζόταν να έρθει σπίτι του.

Εντωμεταξύ ο Κωστής ετοιμαζόταν πυρετωδώς με τον μπάρμπα Μήτσο να ζητήσουν τη Βασιλική σε γάμο, καιρό τώρα της ετοίμαζε την έκπληξη. Φτάνει το ξενοδούλεμα, βασίλισσα στο σπίτι της την ήθελε, να κοιτάει τον άντρα της και τα παιδιά που θα έρχονταν στο μέλλον. Η Μαρία από την άλλη, ετοίμασε το βαλιτσάκι της και ξεκίνησε για το σπίτι της Πέλο γεμάτη χαρά, ελπίζοντας σε μια όμορφη ζωή χωρίς επιστροφή στα παλιά.

Όσο για τη Βέρα, έζησε ζωή χαρισάμενη για χρόνια με το σπίτι και τα λεφτά που κονόμησε ξεπουλώντας το μωρό της. Συνοδός πολυτελείας έγινε κι όλο τον κόσμο γύρισε, σπουδαίες αγκαλιές γνώρισε, μεγάλους έρωτες έζησε και καρφί δεν της κάηκε τι απέγιναν οι ψυχές που αράδιασαν με τον Μανωλάκη και παράτησε στον αυλόγυρο της εκκλησίας, ίδια σκατά κι οι δυο.

Η ζωή όμως κλείνει πάντα τις ανοιχτές υποθέσεις, τιμωρεί ή επιβραβεύει ανάλογα με αυτά που σου πρέπουν. Ο Μανωλάκης σκοτώθηκε σε τροχαίο και κανείς δεν τον αναζήτησε, κάπου τον έθαψαν. Η Βέρα πέθανε στα ξαφνικά πάνω στο άνθος της ηλικίας της, επίπονα άρρωστη και ολομόναχη. Κάποιος γκόμενος έγραψε “Βέρα” στον τάφο και την ημερομηνία θανάτου κι ως εκεί η ιστορία τους. Δάκρυ δε χύθηκε γι’ αυτούς, κανείς δεν πόνεσε, κανείς δε λυπήθηκε, πόσο μάλλον τα παιδιά τους, δε χρειαζόταν άλλωστε, είχαν μπροστά τους πολλά για να κλάψουν να πονέσουν και να λυπηθούν…

Magic Garden

Συνεχίζεται…

Μία απάντηση στο “Βέρα – 1”

Απάντηση


%d