Όταν γνωριστήκαμε, εγώ ήμουν 19 χρονών κι εσύ είχες περάσει τα 40. Είχα δεν είχα τρεις μήνες στην εταιρία, όταν ένα βραδάκι, η Ελένη, η γραμματέας σου, με πήρε τηλέφωνο πανικόβλητη. «Επίκειται μεγάλο και αναπάντεχο meeting αύριο. Σε θερμοπαρακαλώ, έλα για βοήθεια…». Θα έκανα τις χαμαλοδουλειές μιας συνάντησης: φωτοτυπίες, έντυπα, σερβίρισμα κι ό,τι άλλο χρειαζόταν τα μεγάλα κεφάλια. Δεν δίστασα καθόλου να απαντήσω θετικά. Θα ήταν ένα έξτρα μεροκάματο και μάλιστα με παραπάνω λεφτά απ’ ότι συνήθως.
Άλλωστε δεν είχα και ιδιαίτερες φιλοδοξίες για την δουλειά αυτή. Ήμουν φοιτήτρια, οι δικοί μου πλήρωναν όλα τα βασικά μου έξοδα κι η ευέλικτη αυτή δουλειά πλήρωνε τις πολυτέλειες που δεν ήθελα να ζητήσω από αυτούς. Τις ποτάρες, τις βόλτες, τα λίγα ματαιόδοξα γούστα μου σαν κορίτσι. Χώρια που μου έδινε κάτι πολύ πολύ σημαντικό: Την ευκαιρία να δικαιολογώ άστατα ωράρια, στα οποία δεν ήθελα να με ενοχλεί κανείς. Εξάλλου, πίσω στην πόλη μου, είχα ό,τι είχε ένα καλό κορίτσι. Μια ευυπόληπτη οικογένεια κι ένα καλό παιδί να με καρτεράει. Όλα ελεγχόμενα κι όλα στο πρόγραμμα. Μια τακτοποιημένη ζωή που με περίμενε όταν θα γυρνούσα με το πτυχίο. Εγώ όμως διψούσα και πεινούσα για άλλα. Κι εκείνη την ημέρα ήρθε η απάντηση στην απίστευτη δίψα μου για κυριαρχία. Μόνο που μέχρι τότε δεν ήξερα τι ήταν αυτό που κλώτσαγε και μου έλειπε στ’ αλήθεια.
Όσο διαρκούσε το meeting, όλα μου φαίνονταν αδιάφορα. Ήδη δυσκολευόμουν με τους τίτλους της εταιρίας. Το χωριατάκι ακόμα δεν είχε εμπεδώσει την διαφορά μεταξύ του CEO, του COO, του CFO. Κι έτσι ποτέ δεν κατάλαβα ότι αυτός που καθόταν στην κεντρική θέση του τραπεζιού εκείνη την ημέρα, ήταν το αφεντικό μου.
Σε πέρασα για ακόμη ένα μεγάλο κεφάλι. Σε παρατηρούσα και ό,τι ακριβώς με απωθούσε σε σένα, ήταν αυτό ακριβώς που με τραβούσε κιόλας: σου ανήκαν όλα. Το vibe σου φώναζε ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι δικός σου. Όχι από υλικής απόψεως, κάθε άλλο. Αλλά από θέμα εξουσίας. Διαφέντευες ακόμη και το μπουκάλι νερού που κρατούσα, ακόμη κι αν ορκιζόμουνα εκείνο το δευτερόλεπτο, πως εγώ όριζα το πότε και πώς θα πιω νερό.
Δεν θα μπω σε παραπάνω λεπτομέρειες. Μόνο θα πω ότι όταν αργότερα μέσα στη μέρα τα έφερε έτσι ο γεροδιάολος και κατάλαβα με τον πιο άχαρο τρόπο ποιος ήσουν, γέλασες τόσο πηγαία και ειλικρινά μπροστά στην απύθμενη ντροπή μου, που από την μία μου τσάκισες τον εγωισμό που φώναζε «Μ’ εμένα δεν γελάει έτσι κανείς! Εμένα δεν με μαλώνει κανείς!» και από την άλλη ήθελα σαν τρελή να πετάξω πάνω από το γραφείο με τις χαώδεις σημειώσεις σου, να προσγειωθώ ξεδιάντροπα στην αγκαλιά σου και να σε κάνω να μην ξεχάσεις ποτέ το όνομά μου.
Και δεν το ξέχασες. Πριν από εκείνη τη συνάντηση είχες πάνω κάτω ένα εξάμηνο να πατήσεις στα γραφεία μας στη Θεσσαλονίκη, μου είπε αργότερα η Ελένη. Οι επιχειρηματικές σου υποχρεώσεις ούρλιαζαν ότι όφειλες να είσαι στην πρωτεύουσα. Από εκείνη την ημέρα όμως, άρχισες να εμφανίζεσαι καθημερινά. Στο δικό μου άστατο ωράριο. Στους δικούς μου παλαβούς ρυθμούς. Μέχρι να με πείσεις άηχα να δρασκελίσω το ρημάδι το γραφείο σου, να προσγειωθώ ξεδιάντροπα στην αγκαλιά σου και να σου μάθω συλλαβιστά το όνομά μου. Κι ας με απέλυες. Ας με έδιωχνες μακριά σου. Ούτε που με ένοιαζε στη φάση εκείνη πια. Είχα κλέψει τα φιλιά σου και την αυτοκυριαρχία σου με τον πιο ύπουλο τρόπο. Με μένα δεν γελάει έτσι κανείς!
Και κάπως έτσι με έβαλες στον κόσμο σου. Τον κόσμο της κυριαρχίας και της πειθηνιότητας. Μόνο που εγώ δεν ήμουνα καλό υλικό για υποτακτική. Εμένα δεν με μαλώνει κανείς! Μου είπες τότε ότι από την πρώτη στιγμή είδες την φωτιά μου και την ακόρεστη όρεξη μου να κάνω κουμάντο. Με βοήθησες να βρω τι ήταν αυτό που έλειπε. Διοχέτευσα όλη αυτή την καλυμμένη μου οργή για όσα το καλό κορίτσι ήταν αναγκασμένο να υποστεί στην πατρική του πόλη, μέχρι να μάθω να την αγαπώ και να την ελέγχω την φωτιά μου.
Την πρώτη φορά που με πήγες στο Καμπαρέ (έτσι το λέγαμε θυμάσαι; Κι ας μην ήταν αυτό το πραγματικό όνομα του κλαμπ) μετά τα βασικά μας μαθήματα, τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Υπερπολυτελές φουαγιέ σε ένα νεοκλασικό που έμοιαζε με το πιο φινετσάτο κτίριο της Θεσσαλονίκης. Εντελώς exclusive, με προσεκτικό έλεγχο και καμία απολύτως διαφήμιση πουθενά. Ευπρόσδεκτοι μόνο οι μπασμένοι στα ιδιάζοντα κόλπα. Εσύ δίπλα μου να μου κρατάς το χέρι, ψιθυρίζοντας ότι είσαι εδώ για μένα. Κόσμος σε όλα τα σχέδια και τα χρώματα. Με όλα τα γούστα και τις λάγνες πρωτόγονες ορέξεις γύρω μας. Κι εσύ εκεί, να σου ανήκει και πάλι ολόκληρος ο κόσμος. Χαμογελαστό, ζεστό βλέμμα κάθε φορά που έπεφτε η ματιά σου πάνω μου. Όταν σε κάποια στιγμή οι κάργιες πίσω μου αντιλήφθηκαν ότι έμεινα μόνη, αρχίσαν οι μπηχτές. «Το καινούργιο sub του…» έλεγαν για να με τσαντίσουν. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι θα έδιναν το μισό τους βασίλειο μόνο και μόνο για να τις αγγίξεις έστω και σαν sub σου. Τότε όμως εξαγριώθηκα. Εγώ υποτακτική; Γι’ αυτό με είχες φέρει; Μοστράρισμα με το καινούργιο παιχνιδάκι; Τα μάζεψα κακήν κακώς. Με πρόλαβες κι όταν σε στρίμωξα και στα έχωνα, μου είπες με το πιο σκοτεινό αλλά ενθουσιασμένο ύφος σου «Είσαι η φωτιά μου! Ούτε παιχνίδι, ούτε από κάτω μου. Μόνο δίπλα μου. Άσε με να σε εκπαιδεύσω και σε τρεις μήνες θα τρίβουν τα μάτια τους…».
Δεν χρειάστηκα καν τόσο. Τα έτριψαν τα μάτια τους. Με έκανες ίδια κι απαράλλαχτη με εσένα. Εσένα, τον Κυρίαρχο με κεφαλαίο. Διαφέντευα με την πυγμή μου. Περιζήτητη για την επιδεξιότητά μου να βρίσκω την πιο φριχτή αδυναμία του παρτενέρ μου και να τον ισοπεδώνω για την τέρψη και των δυο μας. Τους πονούσα όχι τόσο σωματικά, αλλά κυρίως έπαιζα με το μυαλό τους. Ο κόσμος μας στα πόδια μου να με προσκυνάει κι εγώ να ξεσκίζω αξιοπρέπειες. Ήμουνα πια το Αφεντικό. Κι εσύ ο Μέντοράς μου, που καμάρωνε και με ανέβαζε ακόμη πιο ψηλά.
Τι γίνεται όμως όταν είναι και οι δυο Κυρίαρχοι; Ποιος επιβάλλεται; Ποιος αποφασίζει; Η απάντηση για εμάς στην αρχή ήταν κανείς. Στο δικό μας κρεβάτι αφήναμε τα κόλπα και ήμασταν ισότιμοι. Στο κρυφό σου σπίτι τα «εργαλεία» μας έμεναν σκονισμένα και μου έκανες τον πιο γλυκό έρωτα που μου είχαν κάνει ποτέ. Μέχρι τότε τουλάχιστον. Μια μέρα με κάθισες και μου είπες με το σοβαρό σου ύφος ότι δεν γινόταν να δουλεύουμε πια στο ίδιο μέρος. Δεν ήταν σωστό είπες. Θα είχα κανονικά τον μισθό μου ή άλλη δουλειά αν ήθελα. Σε άλλη εταιρία. Όχι κοντά σου πάντως. Άστραψα και βρόντηξα. Παίζει να μας άκουσε μέχρι και η γυναίκα σου στο επίσημό σου σπίτι, που ήταν στην άλλη πλευρά της πόλης. Δεν ήμουνα η σπιτωμένη τσουλάρα σου. Ό,τι λεφτά έπαιρνα από την εταιρία, τα δούλευα φιλαράκι. Δεν με ένοιαζε να με συντηρείς, να με καλοζωίζεις, να πηγαίνω ταξίδια. Ούτε δώρα ήθελα. Και τα φράγκα σου να τα βάλεις εκεί που ξέρεις. Αν με αναγκάσεις να φύγω από την δουλειά, τελειώσαμε! Κατέβασες το κεφάλι σου και πειθάρχησες. Από το να με χάσεις, προτίμησες να χάσεις την εξουσία σου. Έστω και άτυπα γι’ αρχή.
Μέχρι που ο καιρός πέρασε νεράκι κι ήρθε η κατηφόρα. Οι σπουδές τελείωσαν, έπρεπε να επιστρέψω. Στην ζωή μου, στην πόλη μου, σε αυτόν που είχα διαλέξει για πατέρα των μελλοντικών παιδιών μου. Θα παντρευόμουν. Σε καταρράκωσα. Ακόμα θυμάμαι πώς με παρακαλούσες να τα παρατήσω όλα και να μείνω μαζί σου. Όμως εγώ δεν σε αγαπούσα αρκετά για να κάνω κάτι τέτοιο. Μαλώσαμε άσχημα, έφυγα από το σπίτι σου, δεν απαντούσα σε μηνύματα και κλήσεις. Χάθηκα μέχρι το επόμενο μεσημέρι, που μπήκα στο σπίτι σου και σε βρήκα κουλουριασμένο δυο μέτρα άντρα στην πολυθρόνα που μόνο εγώ κούρνιαζα εκεί μέχρι προχθές, με τα χθεσινά ρούχα και μπουκάλια τριγύρω σου. Δυο άδεια πακέτα τσιγάρα και παντού αποτσίγαρα. Σε ξύπνησα όσο πιο ήρεμα γινόταν. Όταν αντιλήφθηκες ότι είχα γυρίσει, την αρχική ανακούφιση υποδέχτηκε ένα βλέμμα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ να έχεις. Βλέμμα υποταγής. Γονάτισες μπροστά στα πόδια μου και πήρες την θέση του υποτακτικού που ήξερες πως προτιμούσα. «Κάνε ό,τι θες. Πάνε όπου θες. Αρκεί να ξέρω πάντα πού είσαι και να με αφήνεις να έρχομαι όποτε μπορείς…».
Έτσι έγινε. Και κάθε φορά που εγώ ήθελα και πρόσταζα, τα παρατούσες όλα. Ερχόσουν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Σε μια συνάντησή μας, στο background έπαιζε την Χάντρα Θαλασσιά και γέλασες πικρά. Νόμος είσαι και διατάζεις το γοβάκι όταν πετάς… μου τραγούδησες. Επειδή ήμουν το γοβάκι σου. Κι άμα το γοβάκι χτυπούσε ανυπόμονα περισσότερο απ’ όσο θεωρούσα ότι έπρεπε, έβρισκες τον μπελά σου.
Όπως ξέρεις πολύ καλύτερα από εμένα όμως, όλα τελειώνουν κάποτε. Δεν θα σου θυμίσω πώς τελειώσαμε, επειδή μας πόνεσε και τους δυο μας αυτό το τέλος. Τον καθένα για τους δικούς του λόγους. Μπορεί να μην σε αγάπησα όπως εσύ. Το παραδέχομαι. Όμως να ξέρεις ότι έμεινες για πάντα ανεξίτηλος μέσα μου. Και κάτι άλλο τελευταίο δίκην αποχαιρετισμού: ήσουν, είσαι και θα είσαι ο Μέντοράς μου κι ας παράτησα την kinky ζωή μας και διαβιώ μια ήρεμη και βαρετή (περίπου) ζωή. Και να σου πω και το άλλο για να γελάσεις, όπως στην αρχή πηγαία και με την καρδιά σου. Το βρήκα το ταίρι μου. Όχι στο πρόσωπο του πατέρα των παιδιών μου. Αλλά στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που πόρρω απέχει από κάθε αρσενικό που γνώρισα στην ζωή μου. Και τον αγάπησα τόσο ώστε να είναι ο μοναδικός που δέχτηκα και να γελάσει μαζί μου και να με μαλώσει. Τόσο ώστε να απλώσω στα πόδια του όλα μου τα “υπάρχοντα” και το μόνο που με νοιάζει πια είναι οι ατελείωτες βραδιές που περνάω χώρια του. Because καλό κορίτσι…
Mdw C.