«Θέλω να ντυθώ, να χτενιστώ, να με βγάλεις μια φωτογραφία…». Ήξερα τι μου έλεγες, πενήντα δύο χρόνια ήσουν η γιαγιά μου και μισός αιώνας είναι πολύς καιρός. «Έχω, γιαγιά. Είναι από τότε που έκλεισες τα ενενήντα, που σου κάναμε την τούρτα έκπληξη στο σπίτι μου. Θα σου την εκτυπώσω, θα στη βάλω και σε μια ωραία κορνίζα και θα στη φέρω.». Το έκανα και στην έφερα την επομένη. Σου άρεσε. Την έβαλες στο τραπέζι δίπλα μας. Καθόμασταν οι δυο μας, μόνες στο σπίτι που ζούσες τα τελευταία είκοσι χρόνια με τη θεία μου. Ήταν φθινόπωρο, στο φθινόπωρο πια ήσουν κι εσύ. «Ωραία» μου είπες, «Πάει κι αυτό…». Με κοίταξες κι έλαμψες ολόκληρη, όπως έλαμπες πάντα όταν το βλέμμα σου συναντούσε το δικό μου. Μετά σκοτείνιασες λίγο. «Είμαι έτοιμη, όποτε θέλει ας έρθει, δεν τον φοβάμαι! Μόνο να, λυπάμαι που θα στενοχωρηθείς εσύ.». Χαμογέλασα. Τόσα βιβλία έχω διαβάσει κι όμως καλύτερο ορισμό της αγάπης, δεν έχω βρει. «Δεν θα κλάψω γιαγιά, ούτε μαύρα θα βάλω, στο υπόσχομαι. Και θα είμαι εντάξει.». Χαμογέλασε με τη σειρά της. «Τι θα θυμάστε άραγε από μένα όταν φύγω;». Δεν σου απάντησα τότε, μα θα σου πω τώρα. Πάμε λοιπόν…
Γεννήθηκες στην ορεινή Αρκαδία, σχεδόν έναν αιώνα πριν. Πατέρα δεν γνώρισες, είχε φύγει μετανάστης όταν η μάνα σου ήταν έγκυος. Μοναχοπαίδι, σε μια εποχή που όλοι είχαν πολλά αδέρφια. Σε στενοχωρούσε το γεγονός, μα τι να έκανες; Η μητέρα σου αυστηρή, δεν υπήρχε άντρας στο σπίτι, δεν σε άφηνε να ξεμυτίσεις. Η ίδια δούλευε ακούραστα στα αμπέλια και στις ελιές. Σε μεγάλωσε η γιαγιά σου, που τη λάτρευες. Γνώρισες τον παππού στα δεκαεφτά σου χρόνια, γυρολόγος ήταν, ωραίο παλικάρι. Η μάνα σου δεν τον ήθελε, μα τον πήρες έτσι κι αλλιώς. Ποτέ δεν άκουγες τους άλλους, άλλωστε. Αγύριστο κεφάλι, αυτό που ήθελες το κυνηγούσες. Ήρθε ο παππούς να μείνει μαζί σας, ήρθαν τα δυο πρώτα σου παιδιά. Δούλευες στα χωράφια και ακολουθούσες τον παππού στα πανηγύρια. Σου άρεσαν τα πανηγύρια, ο κόσμος που μαζευόταν. Τα χρόνια δύσκολα μετά τον πόλεμο. Ο παππούς ήθελε να πάει στην Αυστραλία να βρει τον πεθερό του. Πάτησες πόδι. «Μεγάλωσα χωρίς πατέρα, δεν θα μεγαλώσω τα παιδιά μου χωρίς τον δικό τους!». Πέρασε το δικό σου. Ήσουν σκληρό καρύδι γιαγιά, σκληρότερο δεν έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Τίποτα δεν σε γονάτισε, παρά μόνο ο χρόνος κι αυτός ζορίστηκε πολύ.
Ήρθατε στην Αθήνα που έγινε το νέο σου σπίτι. Σου έλειπε το χωριό, μα ήσουν αποφασισμένη να δώσεις στα παιδιά σου μια καλύτερη ζωή. Μεγάλωσαν. Όταν ο γιος σου παντρεύτηκε, ο παππούς πίστευε ότι ήταν πολύ μικρός, δεν ήθελε να πάει στο γάμο. Τον έγραψες. «Μη σώσεις κι έρθεις! Εμένα παντρεύεται ο γιος μου και θα πάω!». Τι να κάνει και ο παππούς, πήγε κι εκείνος. Σκληρό καρύδι κι αυτός, μα δεν τα έβγαζε πέρα μαζί σου. Κανείς δεν τα έβγαζε πέρα μαζί σου.
Μετά ήρθα εγώ. Από την στιγμή που αντικρίσαμε η μία την άλλη, ξεκίνησε μια σχέση λατρείας. «Φεύγω!» έλεγα στη μάνα μου, θα ‘μουν δε θα ‘μουν δυο χρονών. «Πάω στη γιαγιά μου!» κι ανέβαινα τη σκάλα στον πάνω όροφο. Σε θυμάμαι πάντα να δουλεύεις. Μαγείρευες, έπλεκες, συγύριζες, κουβαλούσες μπάζα κι έφτιαχνες τσιμέντο όταν φτιάχνατε εκείνο το σπιτάκι στο Λαγονήσι με τον παππού. Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, παιδάκι ακόμα, θυμάμαι το αυτοκίνητο του θείου, που μας έπαιρνε με την ξαδέρφη σου, τη θεία Χριστίνα, μας φόρτωνε όλους στην καρότσα και μας πήγαινε Λαγονήσι. Παίρναμε νερό με μπιτόνια για να πίνουμε, αφού το πηγάδι ήταν γλυφό. Καλό κολύμπι δεν έμαθες ποτέ, βουνίσια γαρ, μα με έπαιρνες στη θάλασσα με την κουλούρα μου και όταν ήθελες να κολυμπήσεις, περνούσες ένα σκοινί γύρω από τη μέση μου και έδενες την άλλη άκρη σε μια πέτρα μην τυχόν και βουτήξω μόνη μου και πνιγώ. Οι γείτονες γελούσαν και σε ρωτούσαν περιπαιχτικά τι ράτσα ήμουν. Δεν τους παρεξηγούσες. Τους αγαπούσες και σε αγαπούσαν. Στην αυλή ο παππούς έφτιαξε κούνια από την οποία έπεφτα καθημερινά και μου περιποιόσουν τα σκισμένα γόνατα.
Μεγαλώνοντας, κάθε καλοκαίρι έρχονταν οι φίλοι και τα ξαδέρφια μου, παίζαμε τάβλι, κυνηγητό, μπουγέλο και όταν έκανε ζέστη κοιμόμασταν στην αυλή. Αυτό το μικρό σπιτάκι ήταν πάντοτε γεμάτο. Και όταν μεγάλωσα κι άλλο, τα βράδια που έβγαινα με τους φίλους μου, με περίμενες πάντοτε στο μπαλκόνι, φορώντας ένα άσπρο νυχτικό. Άνοιγα την αυλόπορτα και ξεπρόβαλες πίσω από το γιασεμί, με το νυχτικό να ανεμίζει. Το τι τρομάρα έπαιρνα δεν περιγράφεται!
Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Ήσουν πάντα εκεί, ο μεγαλύτερος υποστηρικτής σε ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, να με ενθαρρύνεις, να με χειροκροτείς, να καμαρώνεις. Δεν κουράστηκες ποτέ, δεν αρρώστησες ποτέ, δεν μου γκρίνιαξες ποτέ. Δυο φορές σε θυμάμαι να κλαις. Όταν έφυγε ο παππούς και όταν σου είπα ότι παντρεύομαι.
Σου έκανα δυο δισέγγονα. Αν κι ενάμισι μέτρο άνθρωπος, περνούσες δυο κεφάλια τις άλλες γιαγιάδες στην εκκλησία όταν μιλούσες για αυτά. Έτρεχα πολύ πλέον. Αραίωσαν οι επισκέψεις μου. Δεν παραπονέθηκες ποτέ. Όποτε με έβλεπες, δυο πράγματα με ρωτούσες, αν ήμασταν όλοι καλά και αν είχα δουλειά. Η ευχή σου ήταν να ισχύουν πάντα και τα δύο.
Πάτησες τα ενενήντα. Τρία συνεχόμενα καλοκαίρια, σε πήρα και πήγαμε ξανά Λαγονήσι, με τα παιδιά μου αυτή τη φορά. Μαγείρευα εγώ πλέον, μα με κυνηγούσες να πλύνεις τα πιάτα. Πηγαίναμε κρυφά η μία όταν δεν έβλεπε η άλλη και τα πλέναμε. Δεν τσακωθήκαμε ποτέ. «Τώρα εμένα τι με θέλεις μαζί; Για μπελά;» μου έλεγες. «Εσύ όταν κουβαλούσες εμένα ήταν καλύτερα;» σου απαντούσα.
Στα τελευταία σου, πέρασα δυο βράδια δίπλα σου. Παλεύαμε με τη μάσκα οξυγόνου. Εγώ στην έβαζα στη μύτη, εσύ την έβγαζες. Την φόρεσες με δέκα διαφορετικούς τρόπους, καπελάκι, κολιέ, μούσι, ακουστικό… «Βρε γιαγιάκα, αν συνεχίσεις να βγάζεις τη μάσκα, θα πας να βρεις τη θεία Χριστίνα» σου είπα. Μου έσφιξες το χέρι. Ήταν καιρός.
Προχτές σε συνόδεψα πίσω στο χωριό. Κράτησα το λόγο μου. Δεν φόρεσα μαύρα και δεν έκλαψα. Μόνο τα πόδια μου σα να βάρυναν λίγο. Δεν σου είπα αντίο, αφού όσο ζω και αναπνέω, θα είσαι πάντα δίπλα μου. Και δεν κλαίω γιαγιάκα μου. Μόνο να, φοράω κι εγώ γυαλιά πια και καμιά φορά θαμπώνουν…
Αμάντα Δημοπούλου