Έβγαλε από την τσέπη του ένα φθαρμένο ύφασμα που φαινόταν πως κάποτε ήταν λευκό, μα τώρα, θες ο χρόνος, θες η κακομεταχείριση, είχε ένα χρώμα κιτρινο-μπεζ. Έπλεξε τα δάχτυλά του στο ύφασμα αυτό, όπως έκανε πάντα όταν αγχωνόταν, το έσφιξε με δύναμη και άνοιξε την πόρτα της πολυκατοικίας.
※
Ο πατέρας της είχε πολλά κτήματα. Κυρίως σιτάρι. Με τέσσερα κορίτσια δεν είχε και πολλές επιλογές, έπρεπε να τις προικίσει όλες για να καταφέρει έναν τίμιο γάμο για την καθεμιά τους. Και φυσικά δεν έπρεπε να δουλέψει καμιά τους στα χωράφια, να μην χαλάσουν τα κρινοδάχτυλά τους. Έμεναν και οι τέσσερις σπίτι με την μητέρα τους, να κεντούν και να ράβουν, να μαγειρεύουν και να συγυρίζουν το σπιτικό τους. Μόνο η μικρότερη, το Αννιώ, πήγαινε το μεσημέρι στα χωράφια να αφήσει κολατσιό στον πατέρα και στους εργάτες που κατά καιρούς είχε. Εκεί γνώρισε και τον Άλκη.
Αρχικά δεν ήξερε πώς τον έλεγαν. Μια μέρα όπως πήγαινε σιγοτραγουδώντας στο χωράφι, έπεσε κατά λάθος πάνω του.
«Καλά δεν με άκουσες που ερχόμουν; Πρόσεχε λίγο! Πού να σε έβλεπα έτσι σκυμμένος που είσαι!» του είπε νευριασμένη.
Ο νέος δεν της απάντησε, μόνο την κοίταξε με τα διαπεραστικά, πράσινα μάτια του και χαμήλωσε την τραγιάσκα του σαν χαιρετισμό, με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη.
«Τι άξεστος!» σκέφτηκε η Αννιώ, μα σύντομα ξέχασε τα νεύρα της βλέποντας τον πατέρα της.
Του άφησε τον μπόγο με το κολατσιό, του έδωσε ένα φιλί και κίνησε να γυρίσει σπίτι. Άλλωστε έκανε πολύ ζέστη και δεν ήθελε και πολύ να μείνει στο χωράφι.
Το περιστατικό με τον εργάτη του μπαμπά της, δεν το ανέφερε σε κανέναν. Δεν τον ξαναείδε κιόλας τις επόμενες φορές που πήγαινε στο χωράφι, οπότε σύντομα το ξέχασε.
Τον δεκαπενταύγουστο, στο χωριό είχαν μεγάλο πανηγύρι. Γιόρταζε η εκκλησία της πλατείας και είχαν πολλές ετοιμασίες. Μετά την λειτουργία είχαν μεγάλο γλέντι, με μουσική, φαγητό και χορό. Ερχόντουσαν και άλλοι από γειτονικά χωριά για το γλέντι και οι γυναίκες ετοίμαζαν διάφορα καλούδια που πουλούσαν για ένα μικρό αντίτιμο σε πάγκους, την προηγούμενη της Παναγίας. Γλυκά του κουταλιού, κουλουράκια, ροδόνερο και μέλι, αλλά και κάποια εργόχειρα, σεμεδάκια και μαντήλια που είχαν κεντήσει με τέχνη οι ίδιες.
Σε ένα τέτοιο μικρό πάγκο είχαν και οι τέσσερις κόρες του κυρ Ανέστη κάποια εργόχειρα. Κυρίως μαντηλάκια κεντημένα με λουλούδια, μονογράμματα, το κλασσικό «Καλημέρα» ή «Καλώς ήρθατε». Η Αννιώ είχε φτιάξει μόνο ένα, μα δεν περίμενε να πουληθεί. Όσο και να της είχε επιμένει η μάνα της, αυτή, αγύριστο κεφάλι, ήθελε να κεντήσει ένα στάχυ.
«Μα παιδί μου ποιος να το πάρει; Δεν έχει μήτε χρώματα ωραία μήτε όψη..» προσπαθούσε η μάνα.
«Δεν με νοιάζει. Εγώ τα στάχυα μας τα αγαπώ. Από αυτά τρώμε όλη η οικογένεια. Είναι όμορφο φυτό. Κάποιος θα βρεθεί να το αγοράσει».
Και πέρασε εκείνη η μέρα και έπιασε να νυχτώνει. Φέτος είχε έρθει κόσμος πολύς από τα γύρω χωριά, οι πάγκοι σχεδόν είχαν αδειάσει, μα το μαντηλάκι της Αννιώς δεν είχε πουληθεί.
«Δεν με νοιάζει, σκεφτόταν, θα το κρατήσω για μένα..»
Οι αδερφές της είχαν πάει να βοηθήσουν στο γλέντι, ετοιμάζοντας σαλάτες και γεμίζοντας πιατέλες και είχε μείνει μόνη με την μάνα. Λίγο πριν ξεκινήσουν να μαζεύουν για να πάνε και αυτές στο γλέντι, στάθηκε μπροστά στον πάγκο τους ο εργάτης που είχε απαντήσει η Αννιώ στο χωράφι. Την κοίταξε πάλι στα μάτια και έπιασε το μαντηλάκι με το στάχυ.
Είδε τις γυναίκες από τους γύρω πάγκους να κρυφογελάνε.
«Τι το κοιτάς; Θα το πάρεις;» τον ρώτησε φουρκισμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά ένιωθε θυμωμένη μαζί του, χωρίς καν να έχουν μιλήσει.
Ο νέος την κοίταξε πάλι, χάιδεψε με το δάχτυλό του την μπεζ κλωστή με το στάχυ και με έντονο ερωτηματικό στα μάτια της έτεινε το χέρι σαν σε ερώτηση.
«Ναι, εγώ το έφτιαξα. Λέγε τώρα, θα το πάρεις;»
Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, έβγαλε από την τσέπη του λίγα κέρματα, πήρε το μαντηλάκι, το δίπλωσε, το έβαλε στην τσέπη του και κούνησε την τραγιάσκα του σε χαιρετισμό όπως και την προηγούμενη φορά.
«Τι άξεστος! Ούτε μια κουβέντα δεν είπε!» μουρμούρησε η Αννιώ μόλις έφυγε.
Η Μάρα, από τον διπλανό πάγκο δεν σταματούσε να χασκογελά. Έτσι νευριασμένη που ήταν η Αννιώ, της φώναξε «Τι γελάς και εσύ, ε;»
«Πούλησες το μαντήλι σου στον ζαβό» είπε χαχανίζοντας και οι υπόλοιπες γυναίκες τριγύρω έσκασαν στα γέλια.
«Ποιον ζαβό; Τον ξέρετε;»
«Έλα καημένη που δεν ξέρεις τον ζαβό!” συνέχισε η Μάρα. “Έτσι τον φωνάζουμε γιατί κανείς δεν ξέρει το όνομά του. Αφού δεν μιλάει!»
Η καρδιά της Αννιώς άρχισε να χτυπάει ακανόνιστα. Γύρισε στην μάνα της.
«Μα πώς δεν μιλάει;» ρώτησε
«Κανείς δεν ξέρει παιδί μου. Στο χωριό εμφανίστηκε πριν λίγα χρόνια, βρώμικος, κουρελιασμένος και… αμίλητος. Κάποιοι λένε πως μια νεράιδα του έκλεψε την φωνή, άλλοι πως απλά είναι ζαβός. Δεν ξέρουμε καν αν ακούει. Αφού δεν μιλάει να μας απαντήσει. Ο πατέρας σου τον λυπήθηκε και τον πήρε στα χωράφια. Άλλωστε δεν ζητούσε και πολλά χρήματα όπως άλλοι εργάτες…» η μάνα συνέχισε την διήγηση, αλλά η Αννιώ δεν άκουγε πια.
«Γι’ αυτό δεν με άκουσε όταν έπεσα πάνω του στο χωράφι… Γι’ αυτό δεν με χαιρέτησε…» συλλογίστηκε και άρχισε να νιώθει τύψεις για όλο το μένος που ένιωθε για τον νέο. «Πόσο δύσκολη θα είναι η ζωή για εκείνον! Άραγε ξέρει ότι τον φωνάζουν ζαβό; Μα εμένα κάθε άλλο παρά χαζός μου φάνηκε. Να μου πεις πού το κατάλαβα, αφού ούτε λέξη δεν μου είπε… Κι όμως τα μάτια του είναι σαν να μιλάνε. Δυο φορές που με έχει κοιτάξει, είναι σαν να μου λέει όσα δεν μπορούν τα χείλη του να πουν. Δύσκολη ζωή που θα χει…».
Μετά στο γλέντι τον έψαξε με τα μάτια μες το πλήθος, να τον βρει να ζητήσει συγνώμη, μα δεν τον είχε πουθενά…
*****
Δεν έφευγε μέρα που να μην την σκεφτόταν. Τα μαλλιά της, τα μάτια της, τα χέρια της… Το ήξερε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της.
«Και τι μ’ αυτό; σκεφτόταν. Σάμπως θα γυρίσει να με κοιτάξει; Ή ακόμα και στα πιο τρελά μου όνειρα, αν με κοιτάξει, δεν θα μπορώ να της μιλήσω. Απλά θα τρομάξει και θα φύγει…»
Αυτά σκεφτόταν και ακόμα πολλά κάθε μέρα ο Άλκης. Ήξερε πως στο χωριό όλοι γελούσαν μαζί του. Ήξερε πως τον κορόιδευαν που δεν μιλούσε. Μα αυτό το χωριό ήταν καλύτερο από τα άλλα, που τον χτυπούσαν, τον κυνηγούσαν τα παιδιά και δεν είχε τόπο να ξαποστάσει. Τουλάχιστον εδώ τον άφηναν στην ησυχία του. Από τότε που ήρθε, τον πήρε στην δούλεψή του ο κυρ Ανέστης και όλα πήγαιναν καλύτερα. Έβγαζε λίγα χρήματα και κοιμόταν στο αποθηκάκι με τα σιτηρά. Μπορούσε όμως να είναι ήρεμος. Στα χωράφια του κυρ Ανέστη δεν πλησίαζε κανείς πέρα από εκείνον και κανέναν άλλο εργάτη. Έτσι ο Άλκης κατέβαινε στο χωριό πολύ σπάνια, για τις λιγοστές αγορές του και δεν χρειαζόταν να ακούει τα γέλια και τον χλευασμό των κατοίκων.
Ο Άλκης ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Σκληραγωγημένο κορμί από την δουλειά και με μεγάλη αγάπη για όλα τα σπαρτά. Με αυτά κουβέντιαζε στο μυαλό του. Τα έπιανε με τρυφερότητα ακόμα και όταν ήταν να τα κόψει με το δρεπάνι και φρόντιζε να μην πειράζει τις φύτρες. Πατούσε αλαφριά στο χώμα, να μην το πληγώσει με τα άρβυλά του και όταν ήταν η περίοδος της σποράς, προτιμούσε να είναι ξυπόλυτος. Αυτές του τις παραξενιές στην αρχή ξένισαν τον κυρ Ανέστη, μα βλέποντας την σβελτάδα του και την προθυμία του, τις παρέβλεψε. Ο κυρ Ανέστης στην αρχή δεν ήξερε πώς να τον φωνάζει. Έτσι, τον φώναζε «αγόρι». Με τον καιρό, η οικειότητα αλλά και η συμπάθεια που άρχισε να τρέφει για τον Άλκη, μετέτρεψε την προσφώνηση σε «παιδί μου». Ο κυρ Ανέστης αγόρια δεν είχε κάνει, μα αν έκανε γιο θα τον ήθελε σαν τον Άλκη, σκεφτόταν συχνά.
«Μόνο να μιλούσε… Πόσα θα είχα να του πω και να μου πει…»
Το κορίτσι αυτό του είχε κλέψει την καρδιά. Του άρεσε το θυμωμένο μουτράκι της, οι εκφράσεις του προσώπου της, το χρώμα των μαλλιών της. Μα δεν τολμούσε να προσπαθήσει να την ξαναδεί. Από μακριά όποτε ερχόταν για να φέρει τον μπόγο με το κολατσιό του κυρ Ανέστη, την καμάρωνε, όμως δεν πλησίαζε. Άλλωστε και να πλησίαζε τι θα γινόταν; Σεβόταν πολύ το αφεντικό του και δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση ή ακόμα χειρότερα να τον νευριάσει και να τον διώξει.
Όλα αυτά μέχρι το πανηγύρι. Τότε που την είδε στον πάγκο, δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Λεφτά πολλά δεν είχε, μα ήθελε με το πρόσχημα κάποιας αγοράς να την πλησιάσει λίγο. Το μαντήλι με το κεντημένο στάχυ του έκανε πολύ εντύπωση. Έχοντας αδυναμία στα φυτά αυτά, που του εξασφαλίζουν μια ήρεμη ζωή, έκανε να το πιάσει. Αμέσως είδε το πρόσωπο της Αννιώς να λάμπει.
«Λες να το έφτιαξε εκείνη;» σκέφτηκε
Έτσι της έτεινε το χέρι του σαν σε ερώτηση και εκείνη τον κατάλαβε και του απάντησε! Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έγινε! Κατάφερε να επικοινωνήσει με κάποιον! Μα πώς; Αυτός μέχρι στιγμής η μόνη επικοινωνία που είχε με άλλους ανθρώπους ήταν να δέχεται εντολές «Πήγαινε! Φέρε! Φύγε!». Αυτό που συνέβη, για εκείνον ήταν πρωτόγνωρο.. Της έκανε μια ερώτηση και πήρε απάντηση! Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη, μα δεν ήξερε να την μοιραστεί. Έτσι χαιρέτησε και έφυγε.
Πίσω στο αποθηκάκι, έπαιζε την σκηνή ξανά και ξανά στο μυαλό του. Οι κινήσεις, το χαμόγελο, το νευριασμένο της βλέμμα… Έπιανε το μαντηλάκι και το έπαιζε στα δάχτυλά του. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένος! Μακάρι να μπορούσε να επικοινωνήσει και πάλι μαζί της!
Την επόμενη μέρα στο χωράφι είχε πολλή ενέργεια. Οι υπόλοιποι εργάτες, μαζί και ο κυρ Ανέστης δούλευαν αργά, νωχελικά, κουρασμένοι από τις ετοιμασίες και το γλέντι που κράτησε μέχρι αργά, μα εκείνος πετούσε. Ήταν τόση η χαρά του για το χτεσινό συμβάν, που τα πόδια του είχαν φτερά.
«Παλικάρι μου τι γρήγορος που είσαι σήμερα!» είπε ο κυρ Ανέστης και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
Γύρισε και του χαμογέλασε πλατιά.
«Βρε τι χαρές είναι αυτές; Δεν σε έχω ξαναδεί έτσι. Μπας και σου έκλεψε καμιά την καρδιά;» ξαναρώτησε ο κυρ Ανέστης.
Ο Άλκης κοκκίνισε και γρήγορα έσκυψε το κεφάλι. Μα το χαμόγελο από τα χείλη του δεν μπορούσε να σβήσει.
Άρτεμις Γ.Κ.
Συνεχίζεται…