,

Οι γάτες μου

Οι πρώτοι τέσσερις μήνες ήταν οι πιο δύσκολοι. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Έχανα βάρος. Δεν έτρωγα σχεδόν καθόλου. Έβλεπα εφιάλτες. Πήγαινα από δω κι από κει, χωρίς προορισμό. Ήλπιζα, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι δεν θα ξέφευγα άμεσα από αυτή την κατάσταση. Έτσι αποφάσισα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Σταδιακά, επιβίωσα –κι ακόμα, αυτό κάνω.

Ήμουν ναυαγός σε ένα νησί. Δεν ξέρω πού ακριβώς. Για Αμερική ξεκίνησα κι αλλού κατέληξα. Σε ένα μέρος με πολύ πράσινο, γευστικά φρούτα και πλήθος ζώων που, απ’ όσο ήξερα, συνήθως δεν ζούσαν σε δάση. Ήταν όμορφο το νησί, αλλά δεν ζούσαν άλλοι άνθρωποι. Το είχα γυρίσει όλο. Υπήρχε το βουνό, το δάσος και η περιοχή με τις λίμνες. Μικρό μέρος, αλλά πανέμορφο.

Ζούσα σε μια σκηνή κοντά σε μία από τις παραλίες του νησιού. Σε αυτή που άνοιξα για πρώτη φορά τα μάτια μου, από τότε που έπεσε το αεροπλάνο. Κατά κάποιον τρόπο, ένιωθα ασφαλής εκεί. Αν και ήξερα πως έτσι και έρθουν τα άγρια ζώα κατά δω, οι ελπίδες μου θα ήταν ελάχιστες. Ο χειμώνας ήταν η πιο δύσκολη εποχή -όπως το περίμενα δηλαδή. Έκανε πολύ κρύο κι εγώ δεν είχα θέρμανση. Ό,τι έκανα με τα ρούχα μου και όσα άλλα πήρα από… από τους άλλους επιβάτες. Οι βροχές, αν και δεν ήταν συχνό φαινόμενο, με έκαναν μούσκεμα και τον πρώτο καιρό αρρώσταινα. Έπειτα συνήθισα, υποθέτω.

Στην αρχή, έτρωγα μόνο φρούτα. Μήλα, πορτοκάλια, κεράσια, αχλάδια… Είχε πολλά και διαφορετικά δέντρα, τα οποία φαίνονταν να ζουν αρμονικά μεταξύ τους. Ήταν νόστιμα τα φρούτα τους. Αλλά ήξερα πως κάποια στιγμή θα έπρεπε να γυρέψω και κρέας.

Δεν ήξερα να κυνηγώ, μήτε να ψαρεύω. Όμως, εν τέλει, τα έκανα και τα δύο. Με κοντάρι. Είχα προσαρμόσει ένα μαχαίρι που ξεβράστηκε στην παραλία μαζί με άλλα αντικείμενα από το αεροπλάνο –και μερικά πτώματα, δυστυχώς. Με παίδεψε μέχρι να τα καταφέρω, αλλά το αυτοσχέδιο όπλο μου ήταν αποτελεσματικό. Με τα ψάρια η μόνη δυσκολία ήταν να τα καρφώσω. Αστόχησα άπειρες φορές, μέχρι να πιάσω ένα. Έμοιαζαν να είναι σε ένα σημείο και τελικά ήταν εκατοστά πιο μπροστά ή πιο δίπλα. Όταν κατάφερα να πιάσω ένα, γελούσα και χοροπηδούσα που θα έτρωγα κάτι άλλο από φρούτα.

Τα ζώα ήταν άλλη ιστορία. Από ακίνδυνα όντα, το νησί είχε ελάφια και αντιλόπες και ζέβρες. Και πίθηκους, αλλά αυτοί ήταν τόσο καλά συσπειρωμένοι, που έμοιαζαν με ιθαγενείς πολεμιστές. Το πρώτο ελάφι που είδα να τρώει μοναχό του ήταν τόσο αθώο, που δεν μου πήγαινε η καρδιά να το σκοτώσω. Πήρα μπόλικες ανάσες, θύμισα ατέλειωτες ώρες ότι δεν το έκανα επειδή μου άρεσε να σκοτώνω, αλλά γιατί έπρεπε να τραφώ. Και πάλι, όταν σημάδεψα και έριξα το κοντάρι και το ζωντανό έπεσε στο έδαφος κλαψουρίζοντας, δεν πήγα αμέσως να το πάρω. Έκλαψα κι εγώ και χτύπησα το κεφάλι μου με χαστούκια. Τελικά, πήγα κοντά του και έκανα την τσαπατσούλικη δουλειά μου. Έκτοτε έχω σκοτώσει πολλά ζώα. Ποτέ δεν μου είναι ψυχολογικά εύκολο.

Τα πρώτα προβλήματα υγείας ήταν η κοινή γρίπη και ένα χαλασμένο δόντι. Με τον πυρετό και τον εμετό, δε μπορούσα να κάνω πολλά. Έπινα άφθονο νερό και χυμούς από τα φρούτα και έμενα κυρίως στη σκηνή μου. Αλλά το δόντι… Δυστυχώς, δεν είχα παυσίπονο και ό,τι έπρεπε να κάνω θα γινόταν επώδυνα. Πολύ επώδυνα, όπως αποδείχτηκε. Το ανέβαλλα αρκετές μέρες και εν τέλει οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Ωστόσο, έπειτα από μερικές εβδομάδες τα πράγματα βελτιώθηκαν.

Άλλα ιδιαίτερα προβλήματα υγείας δεν είχα. Όχι σωματικά, δηλαδή. Ψυχολογικά όμως, ήμουν χάλια. Συζητούσα με τον εαυτό μου και έκλαιγα. Έβλεπα όνειρα στα οποία πέθαινα φριχτά. Ανάμεσα στα πράγματα που ξεβράστηκαν ήταν και μερικά κινητά και τάμπλετ. Δε δούλευαν, είχαν καταστραφεί –πάνε κι αυτές οι ελπίδες, αν όχι να επικοινωνήσω με κάποιον, έστω να δω ένα βίντεο, μια εικόνα, κάτι. Στιγμές από το παρελθόν μου έρχονταν στη μνήμη μου και με διέλυαν. Γιατί δεν εμφανιζόταν ούτε ένα αεροπλάνο. Ούτε ένα πλοίο. Άναβα φωτιά κάθε βράδυ. Είχα γράψει στην άμμο SOS.

Ήμουν μόνος.

Η αυτοκτονία περνούσε από το μυαλό μου συνέχεια. Ποιο το νόημα να ζήσω εδώ; Απλά επιβίωνα, δεν έκανα κάτι. Άσε που αφαιρούσα την ζωή από άλλα αθώα πλάσματα.
Ώσπου μια μέρα απέκτησα έναν προορισμό στη ζωή μου. Ξύπνησα από κάτι που τριγύριζε κοντά μου. Άνοιξα σιγά-σιγά τα μάτια και είδα ένα λιοντάρι. Όχι μεγάλο, αλλά ένα μικρό που ήταν αρκετά αναπτυγμένο για να κυκλοφορεί. Το τρίχωμά του ήταν ανοιχτόχρωμο, μια ξασπρισμένη απόχρωση του κίτρινου. Είχε μικρά μάτια. Φαινόταν αδύνατο, καχεκτικό. Μύριζε τα πράγματά μου και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μπολ όπου φυλούσα το κρέας. Προσπάθησε μάταια να το ανοίξει με το στόμα και έπειτα με τα πόδια του. Νιαούρισε τσαντισμένο.

Έπιασα το κοντάρι, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από τον μικρό εισβολέα, που μου είχε γυρισμένη την πλάτη. Ανασηκώθηκα αργά-αργά, με τη λεπίδα να είναι στραμμένη στο λιοντάρι. Εκείνο πρέπει να με άκουσε -είδα τα αυτιά του που περιστράφηκαν σαν κεραίες. Γύρισε και με κοίταξε. Νόμισα ότι θα έφευγε ή θα μου ορμούσε, αλλά εκείνο έμεινε να με περιεργάζεται. Ύστερα, νιαούρισε ξανά.

«Πεινάς;» είπα. Τότε δε συνειδητοποίησα πως μίλησα σε ένα άλλο ζωντανό πλάσμα, εκτός από μένα. Αργότερα όμως, πέρασα αρκετές ώρες κλαίγοντας από χαρά που υπήρξε κάποιος να με ακούσει.

Εκείνο με κοίταξε. Σε μια παρόρμηση της στιγμής, άφησα το κοντάρι και πλησίασα το μπολ. Το λιοντάρι έκανε πίσω.
«Απλά θα σου δώσω λίγο κρέας, ναι;»

Κοιτούσε μία εμένα και μία το μπολ. Έβγαλα το καπάκι και πήρα ένα κομμάτι. Το άφησα στην άμμο και απομακρύνθηκα. Το λιοντάρι προχώρησε και μύρισε το κρέας. Έπειτα, το άρπαξε και άρχισε να το τρώει λαίμαργα. Το συγκεκριμένο κομμάτι είχε μόνο ένα μικρό κόκαλο, το οποίο το λιοντάρι δεν το έφαγε. Αλλά το ψαχνό το καταβρόχθισε όλο.
«Σου αρέσει, ε;» Κάθισα και το παρακολουθούσα. Δεν ήταν επικίνδυνο, όχι ακόμα τουλάχιστον. Αν ήταν πιο μεγάλο, μάλλον θα ήμουν εγώ στη θέση του κρέατος που μασουλούσε. Για την ώρα, ήταν ένας μικρός μπόμπιρας που μου έτρωγε το φαγητό. Αλλά δεν με πείραζε. Η παρουσία του μου έφτιαχνε τη διάθεση.

Όταν τέλειωσε με το φαγητό του, έγλειψε διαδοχικά τα χείλη του και την πατούσα του, την οποία μετά έτριψε στη μουσούδα του, απολαμβάνοντας εμφανώς τις κινήσεις του. Χαμογέλασα. Άπλωσα το δεξί μου χέρι προς το μέρος του. «Κόλλα το», είπα. Το λιοντάρι έμεινε για μια στιγμή να κοιτάζει την παλάμη μου. Ύστερα, χωρίς να το συνειδητοποιήσω αμέσως, όρμησε πάνω μου, ρίχνοντάς με στην άμμο. Και άρχισε να γλείφει το πρόσωπό μου. Το έπιασα, το τρίχωμά του μαλακό και το σήκωσα ψηλά. Τα μπροστινά πόδια του κρέμονταν λυγισμένα και τα πίσω ευθεία. Τα αυτιά του υψωμένα. Το βλέμμα του αγνό. Όταν νιαούρισε ξανά, τα μάτια μου βούρκωσαν.

Έμεινε κοντά μου αρκετό καιρό. Δεν ξέρω πόσο, δεν με ενδιέφερε. Παίζαμε, τρώγαμε μαζί. Με περίμενε όταν πήγαινα για κυνήγι. Ήταν σαν ένα θεόσταλτο δώρο. Δεν ήμουν ποτέ ο πιο κοινωνικός άνθρωπος της Γης, αλλά ένα φίλο τον ήθελα. Και τώρα τον είχα.

Μια μέρα, όταν ξύπνησα, δεν το βρήκα στην αγκαλιά μου. Πετάχτηκα όρθιος και το γύρεψα. Το είδα τελικά. Ήταν κάτω από το σώμα ενός θηλυκού λιονταριού που περιβαλλόταν από άλλα μεγάλα λιοντάρια. Τα οποία με κοιτούσαν.

Ξεροκατάπια. Ήταν μια ολόκληρη αγέλη. Αλλά έπειτα άρχισαν να νιαουρίζουν κι εγώ θυμήθηκα ότι είχα να κάνω με γάτες. Που με πλησίασαν και με άφησαν να τις χαϊδέψω και να τις ταΐσω από το κυνήγι μου. Και ξαφνικά είχα περισσότερους φίλους απ’ όσους είχα κάνει μέχρι τότε.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr.
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/.
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: