,

Πάμε για μια βουτιά;

Είχε αφόρητη ζέστη. Σε συνδυασμό με την υγρασία που διαφαινόταν έντονα στην ατμόσφαιρα από το πρωί, ήταν μια ανυπόφορη κατάσταση.
«Και ακόμα δεν είμαστε ούτε στη μέση του καλοκαιριού», σκέφτηκε καθώς διάλεγε ό,τι πιο ελαφρύ ρούχο να φορέσει από την ντουλάπα της.

Ήταν από τις μέρες που χωρίς να κάνεις και τίποτα, ένιωθες να καίγεσαι. Έτσι, οποιαδήποτε μετακίνησή σου ζυγιζόταν πολύ καλά στο μυαλό σου και διαπραγματευόσουν συνεχώς με τον εαυτό σου κατά πόσο ήταν πραγματικά αναγκαία και επείγουσα. Αλλιώς, θα έπρεπε να περιμένει για μια άλλη – δυνητικά πιο δροσερή – στιγμή. Ο μόνος λόγος που μια μετακίνηση δε θα θεωρούταν “άσκοπη” αυτή τη στιγμή, ήταν για να βρεθεί στην παραλία, πέντε μέτρα από το νερό.

Ήταν από τα άτομα που μπορούσαν να ξεχαστούν για ώρες μέσα στη θάλασσα, κολυμπώντας πέρα δώθε. Όσοι βρίσκονταν στην παρέα το γνώριζαν καλά, έτσι είχαν πάντα λίγο την έννοια της μην ξεμακρύνει και την ψάχνουν στη μέση του ωκεανού, όπως σε εκείνες τις ταινίες που έβλεπαν στο σινεμά και αναρωτιόντουσαν πώς γίνεται κάτι τέτοιο να συμβεί.

Έπειτα από μια γρήγορη ανταλλαγή μηνυμάτων, κανονίστηκε με την παρέα της να πάνε για μπάνιο. Ευτυχώς σε αυτές τις αποφάσεις ήταν όλοι γρήγοροι. Καθόρισαν σημείο συνάντησης και ήταν όλα έτοιμα.
Μα πάντα κάτι συμβαίνει.
Πάντα.
Γιατί αν ήταν όλα τόσο απλά και εύκολα, θα ήταν βαρετά.

Το μετρό που έπρεπε να πάρει για το σημείο συνάντησης, είχε 20 λεπτά καθυστέρηση, γιατί σε μια άλλη στάση είχε πέσει ένα άτομο στις ράγες. Είχε γίνει συχνό φαινόμενο αυτό τελευταία και εκείνη αναρωτιόταν αν η κοινωνική πίεση ή ο ασφυκτικός τρόπος σύγχρονης ζωής με τα αυξημένα έξοδα και δυσκολίες ανάγκαζαν τους ανθρώπους να το θεωρήσουν αυτό ως την έσχατη λύση στα προβλήματά τους.

Τα δυο παιδιά που ερχόντουσαν να την παραλάβουν με το αμάξι, επίσης είχαν καθυστέρηση, γιατί τους έσκασε λάστιχο και έπειτα σταμάτησε και η μηχανή να δουλεύει στο αμάξι. Κάλεσαν οδική, αλλά λόγω ζέστης και ημέρας, δεν ήξεραν πότε ακριβώς θα ερχόταν.

Οι κοπέλες που κατάφεραν και έφτασαν στην παραλία, μιας και έμεναν και πιο κοντά, δεν έβρισκαν ούτε ομπρέλα, ούτε χώρο για να στρωθούν. Όλα φαίνονταν να πήγαιναν λάθος. Τόσο, που όλοι σκεφτόντουσαν να τα παρατήσουν και να πάνε κάπου δροσερά για καφέ ή φαγητό. Ήταν πολλή ζέστη για να ζορίζονται τόσο.

Εκείνη ήταν ακόμα στο μετρό όταν τον είδε. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στιγμιαία, αλλά όπως και με τόσο άλλο κόσμο στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, δεν έδωσε σημασία. Με το λίγο σήμα που είχε, ειδοποιήθηκε ότι ακυρώθηκαν όλα, μιας και απλά “δεν έβγαινε” σήμερα κι αν ήταν να κανόνιζαν να βρεθούν το βράδυ που θα είχε δροσίσει κιόλας. Στεναχωρήθηκε προφανώς, αλλά κυρίως πείσμωσε. Δεν ήθελε όλη αυτή η ταλαιπωρία να πάει χαμένη. Μερικές φορές όμως δεν είναι στο χέρι μας.

Γύρισε να πάρει τις σκάλες να ανέβει, έχοντας παραιτηθεί από την αναμονή του συρμού, όταν έπεσε κυριολεκτικά πάνω του. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, με περιποιημένο μούσι και μουστάκι και φρεσκοκουρεμένα μαλλιά. Την κοιτούσε στα μάτια και έβλεπε το πρόσωπό της να διαγράφεται στις γαλάζιες ίριδές του. Της χαμογέλασε αφοπλιστικά.
«Αχ, συγγνώμη!» έκανε, στρίβοντας ελάχιστα ώστε να τον αποφύγει.
«Δεν πειράζει», της είπε και σήκωσε το χέρι να την ακουμπήσει, μα μάλλον το μετάνιωσε τελευταία στιγμή μην φανεί πιεστικός και το άφησε μετέωρο.
Εκείνη χαμογέλασε.

«Σε έχω ξαναδεί μερικές φορές εδώ», της είπε. «Δεν ξέρω αν με έχεις προσέξει καθόλου, αλλά αυτό το πανέμορφο πρόσωπό σου, μου έχει καρφωθεί στο μυαλό. Είχα βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου πως θα έχεις ένα εξίσου υπέροχο χαμόγελο». Της ακουγόταν τόσο κλισέ αυτό το φλερτάρισμά του, αλλά κατά βάθος της άρεσε το κομπλιμέντο – όσο ψεύτικο και να ήταν – και χαμογέλασε πλατιά. Είχε πετύχει το σκοπό του.
«Είχα δίκιο λοιπόν!» συνέχισε και εκείνη γέλασε ακόμα περισσότερο.

Δεν ήξερε όμως τι να του πει. Δεν είχε κατασταλάξει καν ακόμη αν ήθελε να μείνει ή να φύγει από εκεί.
«Έχει αρκετή καθυστέρηση ακόμα βλέπω», της είπε καθώς κοίταξαν και οι δυο τη σήμανση που είχε κολλήσει στα 20 λεπτά.
«Μήπως θες να πάμε για καφέ; Αν δεν έχεις κάτι άλλο δηλαδή;»
«Ε… ήταν να πάω για μπάνιο, αλλά μάλλον δεν ήταν γραφτό σήμερα. Σε όλους κάτι έτυχε», του απάντησε.

Αυτός πού να πήγαινε, αναρωτήθηκε εκείνη.
«Κι εγώ θα πήγαινα με ένα φίλο, αλλά τον κάλεσαν για δουλειά εκτάκτως, άρα κι εμένα άλλαξαν τα σχέδια».

Αλήθεια ή ψέματα, εκείνη τον άκουγε και προσπαθούσε να σκεφτεί αν ήθελε να παραμείνει. Ήταν γοητευτικός όμως. Ακόμα και ο ήρεμος τόνος της φωνής του την είχε κερδίσει.
«Κοίτα, άμα θες, μπορούμε να πάμε για καφέ παραλιακά, κάπου σχετικά ήσυχα που ξέρω. Βέβαια, μέχρι να φτάσουμε πιστεύω θα έχει φύγει και πολύς κόσμος. Κι αν δεν φοβάσαι, μπορούμε να πάρουμε τη μηχανή μου. Δεν είναι πολύ μακριά το σπίτι μου».

Την φόβισε λίγο αυτό. Αν είχε μηχανή, τι έκανε τότε στο μετρό;
«Είχαμε βγει χθες και δεν ρίσκαρα να πάρω τη μηχανή αφού θα πίναμε. Και σήμερα το πρωί είπα να πάω να οδηγήσει αυτός αν πηγαίναμε κάπου».
«Ναι, αλλά τώρα θα είσαι ΟΚ να οδηγήσεις;»
«Εννοείται, τόσες ώρες έχουν περάσει. Κι έχω πιεί ήδη έναν καφέ. Αν φοβάσαι όμως πάμε κάπου αλλού, πιο κοντά».

Το βλέμμα της γύρισε στη σήμανση. Ακόμα έδειχνε 20 λεπτά. Λες και ο χρόνος είχε παγώσει.
«Πάμε!» του είπε και χαμογέλασε. Τα αυθόρμητα μερικές φορές είναι και τα πιο ωραία.

Εκείνος έβαλε εν τέλει το χέρι του στην πλάτη της καθώς ανέβαιναν πάνω.

Της έβαλε το δεύτερο κράνος και αφού βεβαιώθηκε πως ήταν άνετα – όσο γινόταν – ξεκίνησαν την εξόρμησή τους. Δεν του είχε πει πως λάτρευε τις μηχανές, αν και δεν οδηγούσε. Ένιωθε μια διαφορετική αίσθηση ελευθερίας πάνω στο δίτροχο αυτό. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει ακριβώς. Και μαζί με εκείνον ένιωσε μια πρωτοφανή εμπιστοσύνη, ίσως επειδή κι εκείνος κάθε τόσο ήθελε να σιγουρευτεί πως εκείνη ήταν εντάξει. Δε φοβόταν μαζί του κι αυτό τρόμαξε και την ίδια. Είχε πιαστεί σφιχτά από την μέση του και απολάμβανε τον αέρα που της χτυπούσε το πρόσωπο και τους ώμους.

Έφτασαν σύντομα σε ένα μπαράκι πάνω από κάτι βράχους στη θάλασσα. Ο ήλιος χτυπούσε αλύπητα, έτσι όλα τα σκιερά μέρα ήταν ήδη πιασμένα. Εκείνος βολιδοσκόπησε γρήγορα την περιοχή και της πρότεινε να πάρουν κάτι στο χέρι και να κατέβουν πιο κάτω στους βράχους, κάτω από ένα αλμυρίκι. Πιο πέρα είχε μερικούς λουόμενους. Θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν και μπάνιο αν ήθελαν μιας και οι δυο φορούσαν ήδη μαγιό.
«Σύμφωνοι», του είπε καθώς εισέπνευσε την αλμύρα της θάλασσας.

Κατέβηκε εκείνη πρώτη μέχρι να φέρει εκείνος τους καφέδες. Έστρωσε γρήγορα και ξάπλωσε. Την είχε κουράσει λίγο η διαδρομή, αλλά περισσότερο αυτή η ανυπόφορη ζέστη. Ίσως ακόμα και η ζέστη να είναι δημιούργημα του μυαλού, σκέφτηκε, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πως δεν ήταν δα και τόσο τραγικά. Τώρα που θα ερχόταν κι εκείνος, θα έκαναν και μια βουτιά και θα δροσιζόντουσαν.

Πήρε μια ανάσα και αγνάντευε πέρα από το μπλε που απλωνόταν μπροστά της. Στις γάμπες τις είχαν ήδη αρχίσει και έπαιρναν μορφή μικρά σταγονίδια που γυάλιζαν στον ήλιο. Όλα από το κεφάλι ξεκινούν, συλλογίστηκε. Τα περισσότερα από εκεί αρχίζουν. Είναι η πηγή των πάντων. Οι σκέψεις, οι εικόνες, οι φαντασιώσεις, τα συναισθήματα. Και όταν κάτι τέτοιο κολλάει σε αυτό, ειδικά σε μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, όλα απλά θερμαίνονται ακόμα πιο γρήγορα. Σχηματίζεται στα πλαϊνά του μετώπου. Εμφανίζεται χωρίς καν να το ξέρεις. Δεν συνειδητοποιείς καν ότι είναι εκεί, μέχρι να αρχίσει να κινείται τόσο αργά που μετά βίας μπορείς να το νιώσεις. Τρέχει πάνω στο μάγουλό σου, φτάνοντας να χαϊδεύει το λαιμό σου σαν μεταξωτό μαντίλι. Σου γαργαλάει τους ώμους καθώς συνεχίζει να σαγηνεύει τον δρόμο του προς τα κάτω, γλείφοντας κάθε εκατοστό του σώματός σου που καίγεται. Μαίνεται στην καθοδική πορεία του, ιχνηλατώντας τη φωτιά καθώς το σώμα καίγεται, έτοιμο να εκραγεί. Μέχρι να περικλείσει τα πόδια, έχει σχεδόν εξαφανιστεί, έχει εξατμιστεί στην ομίχλη του σφρίγους σου. Και εσύ μένεις να αχνίζεις κάτω από τις καυτές θερμοκρασίες, να αναρωτιέσαι πώς μια σταγόνα νερού μπορεί να έχει τόσο ισχυρή επίδραση σε ολόκληρη την ύπαρξή σου.

Το ίδιο ακριβώς σκεφτόταν εκείνος που είχε τώρα καταφτάσει και την παρατηρούσε, ανιχνεύοντας τις σταγόνες ιδρώτα που ξεκινούσαν από το μέτωπο και κατέληγαν πιο κάτω στο μικροκαμωμένο της κορμί. Τα σπουδαιότερα πράγματα, ίσως όντως έρχονται στις πιο μικρές συσκευασίες, σκέφτηκε καθώς της πρότεινε «πάμε για μια βουτιά;»

Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: