Αν ήξερε, θα τα είχε κάνει όλα αλλιώς. Μα δεν μπορούσε να ξέρει… Ή μήπως μπορούσε; Το ένστικτό της; Άραγε δεν λειτουργούσε; Ή μήπως δεν το άκουσε; Το έβαλε κ αυτό στην σίγαση; Φταίνε οι συμβουλές των άλλων, όμως κυρίως έφταιγε αυτή και το ήξερε. Σκούπισε τα δάκρυά της και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού.
※
«Πάμε τώρα για μπάνιο μωρό μου;»
«Πέντε λεπτάκια ακόμα μαμά! Να παίξουμε ακόμα πέντε λεπτάκια…» της έλεγε κ την κοιτούσε με τα μεγάλα μάτια της όλο ικεσία και πάντα την τούμπαρε
«Εντάξει. Όμως μόνο πέντε λεπτάκια!» έλεγε δήθεν αυστηρά. Και να τα γέλια και οι χαρές και τα πέντε λεπτάκια γινόντουσαν μισή ώρα.
«… και έτσι ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Καληνύχτα αγάπη μου!» είπε και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και έκανε κίνηση να σηκωθεί από το κρεβάτι
«Πέντε λεπτάκια ακόμα μαμά! Κάτσε άλλα πέντε λεπτάκια αγκαλιά μαζί μου!»
Και πάλι καθόταν, αφού της το ζητούσε το κοριτσάκι της. Την έπαιρνε αγκαλιά και την έβλεπε να κλείνει γαλήνια τα μάτια της και να χουχουλιάζει κάτω από την μασχάλη της.
«Καλημέρα αστέρι μου! Ώρα να σηκωθούμε να πάμε στο σχολείο!»
“Ωωω πέντε λεπτάκια ακόμα μαμά… Ξάπλωσε μαζί μου πέντε λεπτάκια να χουζουρέψουμε…” της έλεγε κ εκείνη υπέκυπτε.
Τον τελευταίο καιρό όμως είχε κουραστεί. Αμάν πια αυτή η φράση “πέντε λεπτάκια ακόμα” για το καθετί! Είχε βαρεθεί να ακούει κι από τους γύρω της ότι η μικρή την έκανε ό,τι ήθελε.
«Είπαμε να την αγαπάς, αλλά αυτή σε εκμεταλλεύεται!» της έλεγε η μάνα της
«Κάνει πάντα το δικό της!» συμφωνούσε η κολλητή
«Δεν της έχεις βάλει όρια! Την έχεις κακομάθει εντελώς! Και τώρα είναι μικρή, μετά που δεν θα μαζεύεται, θα χτυπάς το κεφάλι σου!» της έλεγαν συχνά οι κουμπάροι της.
Δεν γινόταν να είχαν όλοι άδικο. Άρχισε λοιπόν να λέει όχι… Όχι στο παιχνίδι, όχι στο χουζούρι, όχι στην αγκαλιά. Νόμιζε πως έτσι θα έβαζε τα δικά της όρια. Έβλεπε το στεναχωρημένο μουτράκι της κόρης της, μα προσπαθούσε να μην λυγίσει. Για το καλό της. Έπρεπε να βάλει όρια. Θα ξεκινούσε σύντομα και το δημοτικό και ήθελε να ετοιμάσει το κοριτσάκι της για το σχολικό πλαίσιο όπου, όπως πίστευε, θα ήταν όλα λίγο πιο αυστηρά.
Στην αρχή η μικρή αντιδρούσε. Της ζητούσε επίμονα αυτό που ήθελε. Αυτά τα πέντε λεπτάκια ακόμα από τον χρόνο της, από την συντροφιά της. Σταδιακά όμως βλέποντας τις προσπάθειές της να πέφτουν στο κενό, άρχισε να μην ζητά άλλο. Και έτσι απομακρύνθηκε. Πέρασαν κάποιοι μήνες και ήρθαν και άλλες αλλαγές.
«Ποιο παραμύθι θες να διαβάσουμε απόψε αγάπη μου;»
«Δεν έχω όρεξη για παραμύθι. Κλείσε μου το φως να κοιμηθώ…» απαντούσε αδιάφορα το κοριτσάκι
«Σήμερα το απόγευμα που δεν δουλεύω, θες να παίξουμε με τις πλαστελίνες σου;»
«Μπα, προτιμώ να παίξω με τις κούκλες μόνη μου…»
Συχνά αναρωτιόταν αν έκανε καλά, στεναχωριόταν για αυτές τις αλλαγές και ένιωθε το παιδί της να απομακρύνεται. Από την άλλη, η μικρή είχε γίνει πολύ υπάκουη και δεν έφερνε αντιρρήσεις σε ό,τι και να της έλεγε η μητέρα της. Στο σχολείο της έλεγαν ξανά και ξανά πόσο ήσυχη είναι και πόσο εύκολα ακολουθεί τους κανόνες της τάξης.
«Άρα, μάλλον καλά έκανα» σκεφτόταν, μα μια μικρή φωνούλα μέσα της κλωτσούσε και αμφισβητούσε..
«Αν έκανα καλά, γιατί νιώθω έτσι; Σαν κάτι να μην πάει καλά… Νιώθω πως κάθε μέρα φεύγει όλο και πιο μακριά μου. Λες να την χάσω;» της έλεγε η φωνούλα.
Προς το τέλος της πρώτης χρονιάς του δημοτικού, η δασκάλα καλούσε όλους του γονείς για να μιλήσουν ξεχωριστά για την πορεία του παιδιού τους, μιας που βαθμούς δεν παίρνουν τα πρωτάκια. Όταν ήρθε η δική της ώρα, μπήκε στην αίθουσα με μεγάλη αυτοπεποίθηση, περιμένοντας να ακούσει πάλι τα καλύτερα για την υπάκουη κόρη της. Αντ΄ αυτού, είδε το πρόσωπο, της κατά τα άλλα εύθυμης δασκάλας της, προβληματισμένο.
«Θα ήθελα σήμερα να μιλήσουμε για κάτι πιο προσωπικό…» ξεκίνησε η δασκάλα. «Πριν λίγες μέρες ζήτησα από τους μαθητές να ζωγραφίσουν την μαμά τους, ένεκα της γιορτής της μητέρας. Τα περισσότερα παιδιά θέλησαν στο τέλος να δωρίσουν την ζωγραφιά τους στην μητέρα τους, σαν ένα μικρό δωράκι για χρόνια πολλά, αλλά η μικρή σας αρνήθηκε. Αυτό με έκανε να προσέξω λίγο περισσότερο την ζωγραφιά της και να αναρωτηθώ μήπως η κίνηση που έκανε ήταν μια προσπάθεια για βοήθεια. Μήπως υπάρχει κάποιος στο σπίτι που την στεναχωρεί…»
Η δασκάλα έβγαλε μια κόλλα χαρτί μπροστά και τα μάτια της γυναίκας άνοιξαν διάπλατα. Αρχικά με έκπληξη, στην συνέχεια με ανησυχία, μα το συναίσθημα που κυριάρχησε ήταν αυτό της λύπης.
Το χαρτί ήταν χωρισμένο στην μέση. Η αριστερή μεριά ήταν χρωματισμένη με έντονα χρώματα και ζωηρές εικόνες, ενώ η δεξιά μεριά είχε μερικά σχέδια μόνο, ζωγραφισμένο με μαύρο χρώμα και με μεγάλα γράμματα την λέξη «ΟΧΙ».
«Παρατήρησα πως η μικρή έχει σχεδιάσει δύο περιπτώσεις. Στην μία είναι εμφανώς χαρούμενη, παίζει μαζί με μια γυναικεία φιγούρα, γελάει, είναι μαζί της αγκαλιά, ενώ στην άλλη δείχνει έντονα μοναξιά και πιθανόν και κάποιον θυμό προς την άλλη γυναικεία φιγούρα. Φαντάζομαι η κοπέλα που την προσέχει σπίτι, ίσως της βγάζει αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και ήθελα να σας το αναφέρω» είπε η δασκάλα ψάχνοντας με το βλέμμα της ανταπόκριση στα μάτια της γυναίκας.
Μα αυτή είχε μείνει να κοιτάει αποσβολωμένη το χαρτί. Έμεινε εκεί ώσπου τα δάκρυά της πήραν να μουσκεύουν την ζωγραφιά.
«Δεν υπάρχει καμία κοπέλα…” ψέλλισε “εγώ είμαι…» πήρε στα χέρια το χαρτί και σηκώθηκε να γυρίσει σπίτι.
※
Στο άνοιγμα της πόρτας, το κοριτσάκι γύρισε το βλέμμα του, μα σύντομα επέστρεψε στο τετράδιο που κρατούσε.
«Αγάπη μου, θέλω να σου μιλήσω για κάτι» είπε στην κόρη της, ενώ τα δάκρυά της ακόμα δεν είχαν στεγνώσει.
«Δεν μπορώ τώρα, κάνω τα μαθήματά μου», είπε αδιάφορα η μικρή χωρίς να την κοιτάξει.
«Δεν θα μας πάρει πολύ, στο υπόσχομαι, μόνο πέντε λεπτάκια…»
Η μικρή την κοίταξε με απορία. Η μητέρα της έκλαιγε και την έκλεισε στην αγκαλιά της.
«Συγνώμη μωρό μου, συγνώμη για όλα τα όχι που έχω πει. Έκανα πολλά λάθη. Θα προσπαθήσω να τα διορθώσω. Θα με συγχωρήσεις;»
Τα μικρά της χεράκια την έσφιξαν. Έκλεισε τα μάτια της με ανακούφιση. Είχε προλάβει. Θα μπορούσε να διορθώσει τα πάντα. Να χαρίσει στο παιδί της όλα τα λεπτάκια που ζητούσε από τον χρόνο της. Ήξερε πως πλέον το μόνο που έπρεπε να ακούει ήταν το ένστικτό της και τις ανάγκες της κόρης της. Ξέσφιξε την αγκαλιά, άνοιξε τα μάτια της και έψαξε στο βλέμμα της μικρής για μια απάντηση.
«Δεν πειράζει μαμά. Ας μείνουμε λίγο ακόμα αγκαλιά. Πέντε λεπτάκια ακόμα…» είπε η μικρή με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Άρτεμις Γ.Κ.