,

Το φέρετρο

Άλλο ένα βράδυ που η Κυριακή ήταν μόνη της. Καλούσε τον άντρα της και εκείνος δεν απαντούσε. Ποιος ξέρει με ποιο πορνίδιο θα βρισκόταν πάλι… “Κάνε πως δεν βλέπεις!” της έλεγε η μάνα της, “όλοι οι άντρες έτσι είναι, αρκεί να έρχεται σπίτι και να δουλεύει”. Τι μαλακίες άκουγε πάλι! Σιγά μην μάθαινε την κόρη της να ζει έτσι! Όσο τα παλιά μυαλά ήταν σκουριασμένα και υποστήριζαν τέτοιες απόψεις, τόσο πιο πολλές γυναίκες υπέφεραν.

Σήμερα είχε αργήσει πολύ ο Τάκης, μάλλον θα είχε πέσει σε καλή πουτάνα. Τις θυμωμένες σκέψεις της Κυριακής, τις τάραξε ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου. Καλά ποιος παίρνει τέτοια ώρα στο σταθερό; Το σήκωσε νευριασμένη.

-Παρακαλώ!
-Είστε η σύζυγος του Τάκη Χρηστόπουλου;
-Ναι, η ίδια! απάντησε με μια αηδία στη φωνή της
-Ο σύζυγός σας υπέστη εγκεφαλικό, τον μεταφέρουμε στο κοντινότερο εφημερεύον. Θα σας ενημερώσουμε άμεσα.
-Από πού τον παραλάβατε; ρώτησε, αν και ήξερε ήδη την απάντηση
-Εεεε… από ένα… ξενοδοχείο. Λάβαμε ανώνυμο τηλεφώνημα…

Η Κυριακή έκλεισε το τηλέφωνο με τέτοια δύναμη, που ίσως και να έσπασε. Η οργή ανάβλυζε μέσα της σαν λάβα ηφαιστείου. Τέτοιο ξεφτιλίκι! Να τον μαζεύουν από τα ξενοδοχεία με τις πουτάνες και τώρα έπρεπε να βγάλει η Κυριακή το φίδι από την τρύπα. Τι θα έλεγε στα παιδιά; Ο πατέρας ξενοπηδούσε και έπαθε εγκεφαλικό;

Πήρε την τσάντα της, μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε για το νοσοκομείο. Οι σκέψεις της είχαν γίνει σαν καρφιά, καρφιά στο φέρετρό της, που είχε θάψει χρόνια τώρα την αξιοπρέπειά της. Άλλο ένα κέρατο, άλλο ένα καρφί. Οι σκέψεις αυτές της προκαλούσαν εμετό.

Φτάνοντας στο νοσοκομείο, κοιτούσε τα ασθενοφόρα. Μπήκε μέσα, κάτι ψέλλισε στη ρεσεψιόν, της απάντησαν βιαστικά.

Έφτασε στο δωμάτιο, ένιωσε τα πόδια της βαριά σαν μολύβι. Δεν την ένοιαζε αν θα πέθαινε ο Τάκης… Είχε μόνο οργή μέσα της, τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Τον κοιτούσε εκεί στο κρεβάτι ανήμπορο, χλωμό, στην πρώτη ευκαιρία μόλις γινόταν καλά, θα έτρεχε πάλι στις πουτάνες. Και η Κυριακή θα έπρεπε να κάνει τη χαζή, ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα, ότι όλα είναι καλά. Δεν είχε άλλες δυνάμεις…

Άρπαξε το μαξιλάρι του και το πίεσε στο πρόσωπό του με δύναμη. Ο Τάκης άρχισε να αντιδράει, αλλά αμυδρά, δεν είχε δυνάμεις.

Πέντε λεπτά χρειάστηκε για να πεθάνει ο Τάκης. Και ύστερα ηρεμία, γαλήνη. Τέλος το θέατρο, τέλος ο εξευτελισμός. Έκατσε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και τον κοιτούσε. “Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις μαλάκα!”, αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της προς τον Τάκη.

Ο θάνατος του Τάκη θεωρήθηκε επιπλοκή του εγκεφαλικού. Ποτέ δεν έγινε νεκροψία. Καμία από τις ερωμένες του δεν εμφανίστηκε στην κηδεία.

Valorie

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: