Στεκόταν μπροστά στον καθρέπτη και κοίταζε ναρκωμένη το είδωλό της. Το μάτι της κατακόκκινο, αύριο δεν θα μπορούσε να το ανοίξει από το πρήξιμο. Τα χείλη της κομμένα από την μπουνιά και τα δόντια ματωμένα. Ένα από αυτά κουνιόταν κιόλας. Από τα μαλλιά της έλειπαν ολόκληρες τούφες.
Ρουτίνα αδυσώπητη 20 χρόνια τώρα. Δεν θυμόταν μια μέρα ήρεμη. Από την πρώτη νύχτα του γάμου, σαν αρνήθηκε να τον φιλήσει επειδή βρωμούσε αλκοόλ και τσιγάρο, την χτύπησε μέχρι λιποθυμίας. Μετά τη βίασε σαν το ζώο. Το πρωί σηκώθηκε με κόπο από το πάτωμα. Είχε κοιμηθεί εκεί όλη νύχτα. Ανάμεσα από τα πόδια της έτρεχε αίμα. Την βίασε και την σοδόμισε όσο ήταν αναίσθητη. Προσπάθησε να συρθεί ως το μπάνιο για να πλυθεί. Πώς θα κρύψει την ντροπή της από τον κόσμο;
Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Τρία παιδιά έχασε μέσα σ’ ένα ρυάκι αίματος από το ξύλο. Κάθε φορά ξύπναγε στο νοσοκομείο, διαπιστώνοντας με θυμό ότι ζούσε ακόμα. Γιατί ζούσε; Ήθελε να πεθάνει!
Πώς κράτησε τον Μανωλάκη της, η Παναγία το ήθελε. Τι έχει δει κι αυτό το παιδί! Του προσέφερε τον χειρότερο πατέρα που υπήρχε. Αυτό το κρίμα θα κρέμεται στο λαιμό της και στην άλλη ζωή. Πριν λίγες μέρες τον χαιρέτησε, καθώς έφευγε για το Λονδίνο για σπουδές. Ας είναι ευλογημένο το παλικάρι της, δεν υπήρξε καλή μάνα, δεν του στάθηκε στα προβλήματά του. Ο οδοστρωτήρας Παντελής άφηνε συντρίμμια στο πέρασμά του. Και τα λουλούδια μαραίνονταν όταν τον αντίκριζαν. Προκοπή; Χα! Τι είναι αυτό; Δεν έφερε στο σπίτι μια δεκάρα. Ό,τι έβγαζε τα ‘πινε και τα ‘παιζε. Αν δεν ήταν αυτή με την βελόνα να ράβει την κάθε παράξενη, μήτε ένα αυγό δεν θα ‘χε το παιδί της να φάει.
Έβγαζαν όμως αγγέλους τα χέρια της. Τύφλα να ‘χει ο Υβ Σαιν Λοράν μπροστά της! Έραβε τουαλέτες που θα ζήλευε ο καλύτερος μόδιστρος. Ταγιεράκια, φουστανάκια και καθημερινές ρομπίτσες. Ήταν οικονομική και καπάτσα, γι’ αυτό την προτιμούσαν όλες. Σαν της άρπαξε μερικές φορές τα λεφτά για να πιει και να παίξει, πήγε μια μέρα κρυφά στην τράπεζα και άνοιξε λογαριασμό. Έβαζε στην άκρη λεφτά συνέχεια. Για να ‘χει το παιδί τα πάντα και για να σπουδάσει. Απ’ ό,τι έβγαζε, του φανέρωνε το εν τρίτον και πολύ καλά έκανε. Εκτός από το ράψιμο που της έδινε ένα καλό εισόδημα, κρυφά έλεγε το φλιτζάνι και τα χαρτιά. Όλες οι αριστοκράτισσες πελάτισσές της ήταν. Και για τα ρούχα και για τη μαντική. Ειδικά αυτά τα λεφτά, από τις προβλέψεις, δεν τα ξόδευε ό,τι και να γινόταν. Μεγάλη αμαρτία έκανε, αυτά είναι της σολομωνικής όχι της εκκλησίας, αλλά έπρεπε να μεγαλώσει το παιδί της. «Ας κάνει τα στραβά μάτια ο Ύψιστος το καλό που του θέλω» έλεγε συχνά. Κάτι έπρεπε να κάνει κι Αυτός για τον αλήτη που της έστειλε. Άλλωστε δεν κορόιδευε καμιά. Ούτε μάγια, ούτε ξόρκια. Το μέλλον έλεγε. Και πάντα είχε μεγάλες επιτυχίες. Μόνο τα δικά της δεν μπορούσε να δει.
Στον καθρέπτη το μελανιασμένο πρόσωπό της ελεεινό. Όχι, αυτή τη φορά δεν θα ‘κανε κάτι να το καλύψει. Ένας στρατιώτης ήταν σε μια άδικη μάχη. Σε μια ανόητη μάχη. Αυτά ήταν τα παράσημά της για τα χρόνια που σπατάλησε. Θα μπορούσε να έχει φύγει χρόνια πριν. Να αρπάξει το παιδί της, όταν ήταν μωρό ακόμα. Έτσι κι αλλιώς εκείνη το μεγάλωνε, αυτός μήτε ένα παντελονάκι δεν του πήρε ποτέ.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπιασε τα μαδημένα της μαλλιά μ’ ένα λαστιχάκι. Πήγε στο δωμάτιο και έβαλε πάνω από τη νυχτικιά της την καμπαρτίνα της. Πήρε από την κρυψώνα το βιβλιάριο, ταυτότητα και χρήσιμα έγγραφα, έβαλε γυαλιά ηλίου, έριξε μέσα στην τσάντα τα ηρεμιστικά της, πορτοφόλι και τις εικονίτσες της. Μήτε κλειδιά, μήτε να κλείσει τα φώτα, μήτε να πάρει πράγματα. Τράβηξε την εξώπορτα και έφυγε με βήμα γοργό. Τέλος.
Γεωργία Αγγελή
Μία απάντηση στο “Τέλος”
Ακόμα κα όταν αναδεικνύεται ένα επαίσχυντο ζήτημα όπως η βιαιοπραγία, η πένα της Γεωργίας παραμένει γοητευτική.